ΚΘΒΕ: Αναζητώντας «τρελά βατράχια» σε έναν κόσμο γεμάτο «βουβάλια»

ΚΘΒΕ: Αναζητώντας «τρελά βατράχια» σε έναν κόσμο γεμάτο «βουβάλια»

Η πρώτη μου σκέψη διαβάζοντας τον τίτλο της νέας θεατρικής παραγωγής του ΚΘΒΕ «Τα τρελά βατράχια», που έκανε πρεμιέρα την περασμένη Τετάρτη στη σκηνή της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, ήταν πως… μάλλον έχει σχέση με τη γνωστή παροιμία «Όταν μαλώνουν τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια».

Έπεσα εντελώς έξω αλλά θα σας εξηγήσω το νόημα του τίτλου λίγο παρακάτω.

Πρωτίστως πρέπει να σας μιλήσω για τη δημιουργό αυτής της παράστασης που υποψιάζομαι πως θα συζητηθεί έντονα. Βλέπετε, δεν είναι και τόσο συχνό, μια νεαρή (γύρω στα 30) σεναριογράφος και σκηνοθέτιδα, η Γαλλίδα Μελοντί Μουρέ, να έρχεται στη Θεσσαλονίκη και να παρουσιάζει ένα έργο της συμπράττοντας με το έμψυχο δυναμικό του Κρατικού Θεάτρου. «Τα τρελά βατράχια» σκίζουν στη Γαλλία, συζητιούνται σε όλο τον κόσμο και η δημιουργός τους, που είναι παράλληλα και δημοσιογράφος, εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο και βλέπει και το επόμενό της θεατρικό (Η φυλή των γιγάντων) να περιοδεύει σε Γαλλία, Βέλγιο, Ελβετία διεκδικώντας «Βραβεία Molieres».

ΚΘΒΕ
Η Σταυρούλα Αραμπατζόγλου (Ανασταζί Λαζόφσκι) η Μελοντί Μουρέ (Συγγραφέας, Σκηνοθέτης) και ο Στέλιος Καλαϊτζής (Ευγένιος Λαζόφσκι)

Εξωστρέφεια και επαγγελματισμός

Με… ποδοσφαιρικούς όρους, λοιπόν, συμπεραίνουμε πως «το τμήμα σκάουτινγκ» του ΚΘΒΕ δουλεύει πολύ καλά. Βρήκε το «next best thing» της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας σε νεαρή ηλικία, της εξασφάλισε κατάλληλες συνθήκες δουλειάς και την έφερε στη Θεσσαλονίκη πείθοντάς την να σκηνοθετήσει η ίδια το κείμενο που έγραψε. Αυτό θέλουμε από έναν δημόσιο πολιτιστικό οργανισμό: να έχει εξωστρέφεια, να εμπιστεύεται το καινούριο και τους νέους ανθρώπους, να συνδυάζει το κλασικό και το μοντέρνο και να παρουσιάζει άρτιες παραγωγές με αισθητική και σεβασμό στον θεατή.

Τι είναι «Τα τρελά βατράχια» και γιατί περιοδεύουν στη μισή Ευρώπη; Αρχικά είναι μια θεατρική παράσταση βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, ελάχιστα γνωστά μέσα στη δίνη της ιστορίας του 20ου αιώνα. Είναι επίσης ένα κείμενο που τολμά και πραγματεύεται το τραγικότερο γεγονός των τελευταίων αιώνων, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γενοκτονία των Εβραίων, με χιούμορ και ανάλαφρη διάθεση κι αυτό όσο ριψοκίνδυνο είναι άλλο τόσο θεραπευτικό και σωτήριο αποδεικνύεται.

Η Μουρέ ερευνώντας την ιστορία της Πολωνίας διαπίστωσε πως το εμβόλιο για τον τύφο επινοήθηκε εκεί και παράλληλα πως στη διάρκεια του πολέμου κι ενώ η Πολωνία μαστίζονταν από έξαρση τύφου, δυο Πολωνοί γιατροί (που δεν κινδύνευαν άμεσα αφού δεν ήταν Εβραίοι) κατάφεραν να σώσουν χιλιάδες Εβραίους παρουσιάζοντάς τους ως ασθενείς μολυσμένους με τύφο. Πώς το πέτυχαν αυτό; Με μια κομπίνα που σκέφτηκαν όταν συμπέραναν πως όλοι οι εμβολιασμένοι είχαν ένα στοιχείο της ασθένειας που τους καθιστούσε θετικούς σε αιματολογικές εξετάσεις για τη διάγνωση του τύφου. Με επιχείρημα τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων οι γιατροί κατάφεραν να θέσουν σε καραντίνα ολόκληρες περιοχές στην Πολωνία, κρατώντας μακριά τους Γερμανούς και σώζοντας 8.000 Εβραίους από βέβαιο θάνατο.

Έχουμε ακούσει αρκετές ιστορίες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου όπου γενναίοι άνθρωποι διακινδύνεψαν τη ζωή τους (οι περισσότεροι μάλιστα την έχασαν) για να σώσουν άλλες ανθρώπινες ζωές. Η συγκεκριμένη, του Ευγένιου Λαζόφσκι και του Σταν Ματούλεβιτς είναι λιγότερο γνωστή ή μάλλον ΗΤΑΝ πριν της δώσει σάρκα και οστά η Μελοντί Μουρέ. Οι άνθρωποι αυτοί, οι γενναίοι, οι αλτρουιστές, οι απείθαρχοι, οι απρόβλεπτοι, θυμίζουν στη συγγραφέα την παράξενη ιστορία που έχουν παρατηρήσει επιστήμονες στις ΗΠΑ και αφορά στην αντίδραση κάποιων βατράχων όταν χαλάει ο καιρός. Στις θεομηνίες, λοιπόν, τα βατράχια φεύγουν μαζικά για το νότο ωστόσο κάποια ελάχιστα, παλαβά, άγνωστο γιατί, ξανανεβαίνουν το ποτάμι και σκαρφαλώνουν στα ψηλά, στα αφιλόξενα μέρη, αρνούμενα να κάνουν ότι κάνουν οι πολλοί. Στο τέλος τέλος, τα βατράχια αυτά είναι που διασώζουν το είδος και επιβιώνουν παρά τις αντιξοότητες του φυσικού περιβάλλοντος (το μυστήριο για τον τίτλο του έργου το λύνει η εγγονή του γιατρού Λαζόφσκι που ερευνά ως ψυχολόγος την ιστορία του παππού της).

Διακινδυνεύοντας από ανθρωπιά

Τρομερό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κλιμάκωση της ιδέας των γιατρών να «απειθαρχήσουν» και να εξαπατήσουν τους Γερμανούς δολοφόνους. Αρχικά το κάνουν για να σώσουν έναν φίλο τους από το να επιστρατευθεί και να εργαστεί για τους Γερμανούς. Όταν το πετυχαίνουν αυτό, κι ενώ η λογική λέει πως ήδη το ρίσκο τους ήταν τεράστιο αλλά άξιζε τον κόπο για κάποιον «δικό τους» άνθρωπο, μπαίνουν στο ηθικό δίλημμα: αξίζει να διακινδυνεύεις ΜΟΝΟ για τον δικό σου άνθρωπο ή μήπως πρέπει να το κάνεις και για τον άγνωστο, για τον οποιονδήποτε, αν είναι το σωστό και το δίκαιο; Στην πρώτη περίπτωση, οι γιατροί επιλέγουν τη διακινδύνευση για τη φιλία. Στη δεύτερη, την ανώτερη, την μεγαλειώδη απόφαση, διακινδυνεύουν από ανθρωπιά κι από τρελή επιμονή σε αυτό που οι ίδιοι εννοούν ηθικό και δίκαιο ενώ όλοι οι άλλοι «κάνουν πως δεν το βλέπουν».

Σε μια εποχή όπου αναζητούνται «Τρελά βατράχια» να πάνε κόντρα στη ροή του ποταμού, το ανέβασμα αυτής της παράστασης από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος είναι απόλυτα σωστό και χρήσιμο. «Τρελά βατράχια» είναι όλοι αυτοί που στην πρόσφατη κρίση του προσφυγικού, έσωζαν ανθρώπινες ζωές, άγνωστων σε αυτούς ανθρώπων, στα ελληνικά νησιά. «Τρελό βατράχι» ήταν ο οδηγός γερανού που έβαλε το αμάξι του στο γκρεμό για να σώσει αγνώστους ναυαγούς στα Κύθηρα ή ο νεαρός στρατιώτης που πνίγηκε στο ναυάγιο του Εξπρές Σάμινα σώζοντας δεκάδες ναυαγούς, ιδίως μικρά παιδιά. Η αλληγορία, όμως, ταιριάζει και για τις μικρές, καθημερινές ανθρώπινες πράξεις σε εποχές σαν αυτή που ζούμε και που ο πόλεμος είναι «αόρατος». Πρέπει να είσαι «τρελό βατράχι» για να αψηφίσεις τις απειλές και να καταθέσεις ως αυτόπτης μάρτυρας στη δίκη για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα ή να υπερασπιστείς μία έγχρωμη έγκυο γυναίκα μέσα σε ένα λεωφορείο. «Τρελά βατράχια» είναι όσοι βοηθούν τον άστεγο, τον ανήμπορο, τον ηλικιωμένο σε μια εποχή που κυριαρχεί το «ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν» ή απλώς του «εμείς και οι δικοί μας άνθρωποι να είναι καλά». «Δικοί μας» είναι ΟΛΟΙ οι άνθρωποι και το «μήνυμα» που περνά η ιστορία των «τρελών γιατρών» όπως την δίνει η Μελοντί Μουρέ είναι πως μερικές φορές αξίζει να ρισκάρει κανείς για κάτι που θεωρεί δίκαιο και σωστό.

Ο Kαλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ, Αστέριος Πελτέκης, η συγγραφέας και σκηνοθέτης Mélody Mourey με τους ηθοποιούς και συντελεστές της παράστασης

Μουσική, ρυθμός και κίνηση

Για την παράσταση και την αρτιότητά της δεν ξέρω τί να πρωτογράψω. Όλοι οι ηθοποιοί παίζουν υπέροχα. Οι μουσικές, η κίνηση, τα κοστούμια, η εναλλαγή των σκηνικών δίνουν ρυθμό και ένταση σε όλο το έργο. Θα σας πω μόνο πως με το ξεκίνημα της παράστασης ενημερωθήκαμε πως, λόγω ατυχήματος, υπήρξε αντικατάσταση σε έναν βασικό ρόλο, αυτόν του γιατρού Σταν Ματούλεβιτς. Συγκεκριμένα, ο Θάνος Φερετζέλης χτύπησε το πόδι του και τον ρόλο του έπαιξε ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης του οποίου τους ρόλους «μοιράστηκαν» άλλοι συνάδελφοί του. Ειλικρινά, σε όλη τη διάρκεια της παράστασης προσπαθούσα να βρω ένα σημείο που οι ηθοποιοί να μπερδευτούν στα λόγια ή στις κινήσεις εφόσον αιφνιδιαστικά κλήθηκαν να ερμηνεύσουν άλλους ρόλους. Μάταια. Όλα κύλησαν άψογα προφανώς γιατί από την παραγωγή υπήρχε η πρόβλεψη πιθανής αντικατάστασης (βλέπετε, η εποχή του κορονοϊού σε αναγκάζει εκ των πραγμάτων να είσαι προετοιμασμένος για απώλειες). Θέλω με αυτή τη διαπίστωση να πω πως είναι «ευλογία» να λειτουργούν οργανισμοί σε τέτοιο επίπεδο επαγγελματισμού που να μπορεί να προβλεφθεί και αυτή η δυσάρεστη κατάσταση η οποία διαφορετικά θα οδηγούσε σε ματαίωση εμφανίσεων.

Το ΚΘΒΕ πρέπει να στηρίξει το ελεύθερο θέατρο

Έγραφα σε παλαιότερο κείμενο πως φέτος ζούμε μια «παρατεταμένη θεατρική άνοιξη». Σημαντικά έργα, σπουδαίοι δημιουργοί, γεμάτα θέατρα ξανά, μετά από σχεδόν δύο χρόνια σοκαριστικής παύσης. Η χρονική συγκυρία της λαχτάρας όλων να σμίξουμε ξανά και να δούμε θέατρο, βρίσκει το ΚΘΒΕ σε μία νέα φάση, με νέο καλλιτεχνικό διευθυντή (τον ταλαντούχο Αστέρη Πελτέκη ο οποίος επιλέγει με την πιο αξιοκρατική ως σήμερα διαδικασία) και με ένα διοικητικό συμβούλιο που δείχνει να στηρίζει ηθικά το δυναμικό του οργανισμού αλλά και να διεκδικεί από το υπουργείο πολιτισμού επαρκή χρηματοδότηση. Ας μη γελιόμαστε, για να κάνεις θέατρο απαιτούνται χρήματα. Δεν αρκούν φυσικά μόνον τα λεφτά αλλά χωρίς αυτά, όσο καλές προθέσεις και να υπάρχουν, το τελικό αποτέλεσμα πάντα θα αδικείται. Από την άλλη, ας έχουν υπόψιν τους οι διοικούντες του ΚΘΒΕ πως στο ελεύθερο θέατρο (στην προκειμένη περίπτωση της Θεσσαλονίκης) υπάρχουν τόσα πολλά οικονομικά προβλήματα από πάντα (και ακόμα περισσότερα εν μέσω πανδημίας) που κρίνεται επιβεβλημένη η ανίχνευση τρόπων συνεργασίας με τις ανεξάρτητες σκηνές και στήριξής τους. Το ΚΘΒΕ είναι «η μαμά» του θεάτρου όλης της βόρειας Ελλάδας. Θα ήταν κρίμα αυτό να μπορεί να φέρνει σκηνοθέτες από το εξωτερικό ή να ανεβάζει πολυπληθείς παραγωγές και την ίδια ώρα κάποια θέατρα της Θεσσαλονίκης να μην έχουν να πληρώσουν… ούτε το ρεύμα. Αναζητούνται θεατρικές συνέργειες, αναζητείται «αλληλεγγύη» μεταξύ των ανθρώπων. Αναζητούνται «Τρελά θεατρικά βατράχια» που να πετυχαίνουν το απροσδόκητο όταν όλα δείχνουν εναντίον τους.

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Γιώργος Βουδικλάρης Σκηνοθεσία: Mélody Mourey Σκηνογράφος: Hélie Chomiac Επιμέλεια σκηνικών και κοστουμιών: Δανάη Πανά Μουσική: Simon Meuret Καλλιτεχνική βοηθός- χορογράφος: Νίνα Δίπλα Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος Βοηθός σκηνοθέτη: Αλέξιος Τζίμας Οργάνωση παραγωγής: Εύα Κουμανδράκη

Παίζουν οι ηθοποιοί:

Αντώνης Αντωνάκος (Ναζί 1/Σταθμάρχης/Τηλεφωνήτρια/Κάτοικος χωριού), Σταυρούλα Αραμπατζόγλου (Ανασταζί Λαζόφσκι), Κορίνα Βασιλοπούλου (Ταχυδρόμος/ Κάτοικος χωριού/Αλμπέρ), Αλέξανδρος Ζουριδάκης (Τερέζα/ Οκτάβ/ Χίτλερ), Στέλιος Καλαϊτζής (Ευγένιος Λαζόφσκι), Θάνος Κοντογιώργης (Λοχαγός Στάϊνμαν), Εύη Κουταλιανού(Σερβιτόρα/ Μαντλέν/ Κάτοικος χωριού), Χριστίνα Κωνσταντινίδου (Άννα Λαζόφσκι ), Βασίλης Παπαδόπουλος (Μίσα/ Ναζί 2), Βιργινία Ταμπαροπούλου (Ρεμπέκα Λάσκι/ Κάτοικος χωριού), Θάνος Φερετζέλης (Σταν Ματούλεβιτς), Γιάννης Χαρίσης (Αφηγητής)

Υ.γ.: Αγοράστε οπωσδήποτε και το «πρόγραμμα» της παράστασης που περιλαμβάνει αυτούσιο όλο το κείμενο του έργου σε καίρια, άμεση και σύγχρονη μετάφραση του Γιώργου Βουδικλάρη.