Κραυγή με ηχώ, απ’ τον περασμένο Μάρτιο

Έχω μέσα μου τόσο θυμό που είναι στιγμές που νιώθω πως με πνίγει. Γράφει η Άλκηστις Σπυρέλλη

Κραυγή με ηχώ, απ’ τον περασμένο Μάρτιο
(ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΤΖΕΚΑΣ /EUROKINISSI)

Έχω μέσα μου τόσο θυμό που είναι στιγμές που νιώθω πως με πνίγει. Δεν περνά ώρα των τελευταίων ημερών που να μη σκεφτώ τον περσινό Μάρτιο.

Γράφει η Άλκηστις Σπυρέλλη

Δεν έχω καμία απολύτως ψευδαίσθηση ότι μπορώ να νιώσω τον πόνο κάθε μάνας που είχε παιδί μέσα στα συνθλιμμένα βαγόνια εκείνου του τρένου και δεν «έφτασε» ποτέ.

Δεν έχω τη δυνατότητα να ξοδέψω φωνή για τίποτε άλλο πλέον, πέρα από το ιερό χρέος να μην ξεχαστεί εκείνος ο όλεθρος.

Παραφυλάει ο διάολος, να τρίψει χαιρέκακα τα χέρια, όταν ο κυνισμός των υπευθύνων αντιγυρίζει με χλεύη προς τους πονεμένους γονείς, αδέρφια, συγγενείς, στις Εξεταστικές. Πονάει το σώμα κάθε μάνας, όταν η Δικαιοσύνη αργοπορεί και δε δίνεται καμία απολύτως προτεραιότητα, ούτε κατ’ εξαίρεση, για ένα  Έγκλημα με 57 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες.

Το πόρισμα του ειδικού πραγματογνώμονα, καταπέλτης, λέει. Και φέρνω στον νου μου τους ανθρώπους των θυμάτων, να διαβάζουν τις λέξεις της πραγματογνωμοσύνης που διάβασα κι εγώ και λύγισα.

Αντάρα και πόνος. Ποια δικαίωση;

Δεν είναι ζήτημα δικαίωσης.

Μα πώς φανταστήκατε ότι θα μπορούσε, άλλωστε, να νιώσει δικαιωμένος ένας γονιός που έχει χάσει  παιδί ή άλλος που στέκεται άγρυπνος φρουρός δίπλα σε παιδί που βρίσκεται σε κώμα έναν χρόνο τώρα; Υπάρχει τρόπος;

Δεν υπάρχει.

Πώς να συλλάβει ο νους το αδιανόητο;

Το μόνο που υπάρχει είναι μια μικρή αχτίδα που ενδέχεται να φωτίσει στο ελάχιστο την ήδη δυσβάσταχτη ύπαρξή αυτών των ανθρώπων! Να μας δουν ενωμένους απ’ άκρο σ’ άκρο της χώρας να ενώνουμε τις φωνές μας με τον πόνο τους.

Πλησιάζοντας η μέρα της μαύρης επετείου, θυμάμαι -δε θα ξεχάσω ποτέ – την ατμόσφαιρα στην πόλη, εκείνου του καταραμένου, του περσινού Μαρτίου.

Δεν υπήρχε μέρος που να μην ξεχείλιζε οδύνη, σπίτι που να μην τρανταζόταν από αναφιλητά και δάκρυα, χείλια που να μπορούν να αρθρώσουν έστω μια λέξη παρηγοριάς για την κατάντια. Μόνο σκυφτές, λαβωμένες ψυχές παντού τριγύρω.

Αυτήν την πόλη θυμάμαι, τον περσινό Μάρτιο του ’23. Να μην προλαβαίνει να θάβει τους νεκρούς της, τα νεαρά παιδιά της, εκείνης της διαδρομής χωρίς επιστροφή.

Αυτό ακριβώς είναι δυστοπία, Κύριοι.

Βρήκα κατά λάθος, σ ’ένα μικρό κομμάτι χαρτί, ανάμεσα στις εφηβικές σημειώσεις του μεγάλου μου γιου, στίχους, γραμμένους για ‘κείνη την πικρή ημέρα και για το μετά της. Στίχους γεμάτους ανημπόρια, θλίψη και αγανάκτηση. Τρόμαξα και χάρηκα μαζί. Ο λόγος να έχει ψυχή και νόημα. Σκέφτηκα ότι γι’ αυτά τα παιδιά είμαστε εδώ και πρέπει να ξέρουν ότι θα είμαστε εδώ για να φωνάζουμε στο άδικο, για να μη δίνουμε ούτε εκατοστό χώρο στο κακό.

Είναι… Ηθικό Χρέος,

Είναι Ζήτημα Τιμής.