«Η ζωή δίνεται μόνο για χρήση»

Ο Γιώργος Ζήκας, ένα βινύλιο κι ένα ταξίδι για τσίπουρα στην Καστοριά.

«Η ζωή δίνεται μόνο για χρήση»

Στον Άγιο Νικόλαο της Καστοριάς πηγαίνουμε κάθε χρόνο τέτοια εποχή στο κάλεσμα αγαπημένων φίλων που βράζουν τσίπουρο. Ίσως είδατε τις εντελώς  «μπουμερίστικες» φωτογραφίες που ανέβασα την περασμένη Κυριακή με ένα μάτσο πενηντάρηδες… «μες την τρελή χαρά».

Βέβαια, το παραδοσιακό καζάνι είναι μόνον η αφορμή αφού στην ουσία η ανδροπαρέα μας περισσότερο αναζητά την επαφή με τη φύση αλλά και κουβέντες, γέλια, χορούς και τραγούδια. Έτσι έχουν μάθει οι άνθρωποι να μετρούν τον χρόνο: με τα ετήσια ανταμώματα, τις τελετουργίες, τις αναπαραστάσεις ζωής κι εκείνο το υπέροχο που έλεγαν οι παλαιότεροι: «έτσι τα βρήκαμε κι έτσι συνεχίζουμε…»

Κάθε χρόνο λοιπόν, στο τελευταίο Σάββατο του Νοεμβρίου, φεύγουμε από τη Θεσσαλονίκη και πηγαίνουμε στο Τσιρίλοβο. Βοηθάμε τον υπέροχο Γιάννη Σίσιου στο βράσιμο του τσίπουρου κουβαλώντας νερό από την βουνίσια πηγή και ξύλα για το καζάνι ενώ ταυτόχρονα ψήνουμε στις φουφούδες. Ο Γιάννης είναι μια εμβληματική καλλιτεχνική μορφή της Καστοριάς. Αρχαιολόγος – ιστορικός Τέχνης, συγγραφέας βιβλίων για τον πολιτισμό της Καστοριάς, συντηρητής έργων τέχνης, μάστορας στο χτίσιμο, στα αμπέλια, παντού. Το τσίπουρο που βγαίνει από το παραδοσιακό καζάνι το οποίο ανήκει στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, γίνεται μόνον με δικά του σταφύλια που τα περιποιείται με μεράκι όλο το χρόνο κι αυτό δίνει ακόμα μεγαλύτερη αξία στο αποτέλεσμα. Παρένθεση: ΕΓΩ ΔΕΝ ΠΙΝΩ ΤΙΠΟΤΑ κι όμως το χαίρομαι εξίσου με την υπόλοιπη παρέα γιατί η διαδικασία του καζανιού είναι μαγική. Είναι ένα μικρό θαύμα της φύσης και της ανθρώπινης νόησης.

Κάθε χρόνο διανυκτερεύουμε στον Άγιο Νικόλαο εκείνο το Σάββατο του Νοεμβρίου. Μένουμε σε ένα υπέροχο παλαιό σπίτι με χαγιάτι, τζάκι και θέα τη λίμνη της Καστοριάς. Ο επάνω όροφος είναι άδειος και τον ζωντανεύουμε εμείς ανοίγοντάς τον εκείνη μόνο τη μέρα (αφού πρώτα τον καθαρίσει η Κύα). Στον κάτω όροφο έμενε ο Ηλίας Μελλίδης, θείος του φίλου μας του Χρήστου. Μόνος με τα βινύλια και τις κασέτες του, τη σόμπα και την τηλεόρασή του.

Λέω «έμενε» γιατί πλέον… ο θείος Ηλίας δε ζει. Η διακριτική, συνεσταλμένη και λίγο μαγκούφικη παρουσία του ανθρώπου που αναστατώναμε κάθε χρόνο εισβάλλοντας στο σπιτικό του έδωσε πια τη θέση της στην ανάμνηση. Το σπίτι ήταν φέτος εντελώς «άδειο» και μέσα στους κρύους τοίχους είχαν απομείνει μόνον τα αντικείμενα του Ηλία να μαρτυρούν την προηγούμενη ζωή του.

Φτάσαμε στο σπίτι νωρίς το βράδυ, κατά τις 7, εξαντλημένοι από το γλέντι και τις δουλειές στο καζάνι. Έξω χιόνιζε και η υγρασία «πάλιωνε» ακόμα περισσότερο τα άψυχα έπιπλα στο χώρο. Άνοιξα ένα σκρίνιο με γυάλινο πορτάκι που φαίνονταν πως είχε μέσα βινύλια. Άρχιζα να τα ξεφυλλίζω. Ο θείος Ηλίας είχε μια ωραία συλλογή δίσκων από Μαρινέλα, Νάνα Μούσχουρη, Δημήτρη Μητροπάνο μέχρι Λευτέρη Πανταζή, Καιτούλα Γαρμπή και… Ανδρέα Τσουκαλά. Τον θυμάστε τον Ανδρέα Τσουκαλά; Εκείνο το «Νόμιζα», μια μπαλάντα που είχε κυκλοφορήσει στα τέλη του ‘80, το είχα μεταδώσει εκατοντάδες φορές στα πρώτα ιδιωτικά ραδιόφωνα.

Προσπάθησα να φανταστώ τον Ηλία μέσα στον προσωπικό του χώρο. Μόνος, χωρίς δική του οικογένεια σε ένα χωριό ελαχίστων κατοίκων. Παλαιότερα πιο αυτάρκης και υγιής και στα τελευταία του αποκαμωμένος και σχεδόν ανήμπορος. Έβλεπα τους καλοδιατηρημένους δίσκους του και τον φανταζόμουν να τους βάζει στο πικάπ και να τους ακούει ταράζοντας την ηρεμία του σπιτιού του.

Ένας από τους δίσκους που με έκαναν να «σκαλώσω» ήταν αυτός του Γιώργου Ζήκα για τον Κώστα Μακεδόνα. Το «γουστάρω». Γιατί να επέλεξε τον συγκεκριμένο δίσκο ο θείος Ηλίας; Τί τον έκανε να τον αγοράσει 4.100 δραχμές; Τον είχε διατηρήσει σε άψογη κατάσταση. Ολοκαίνουργιο. Για μένα το άλμπουμ αυτό αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη εποχή. Ο Γιώργος Ζήκας, νέος και ομορφάντρας όπως είναι  τώρα οι δυο γιοί του, έγραψε το 1994 αυθεντικά λαϊκά τραγούδια με ψυχή και πάθος. Ο Κώστας Μακεδόνας τα τραγούδησε μοναδικά. Έπαιξαν σπουδαίοι μουσικοί ενώ την παραγωγή την υπογράφει ο Σταμάτης Κραουνάκης που πρώτος διέκρινε το ταλέντο του Μακεδόνα. «Εθνική Θεσσαλονίκης» η όλη φάση, από τον Μανώλη Πάππο και τον Θανάση Σοφρά ως τον Χρήστο Στέργιογλου στα φωνητικά. Κόλλησα. Τον διάβασα μπρος – πίσω. Ονόματα και ιδιότητες των συμμετεχόντων, χρονολογίες, φωτογραφίες, τα πάντα.

«Νοσταλγία», λέει μια ρήση, «είναι το να ανακαλείς την απόλαυση χωρίς να βιώνεις τον πόνο». Τα θυμήθηκα όλα εκείνη τη στιγμή. 1994. Θεσσαλονίκη. Νεούδια εμείς, ψάχναμε πού παίζει ο Γιώργος Ζήκας για να πιούμε ένα κρασάκι. Στα φθηνά. Στα όρθια. Πηγαίναμε στο Πλατώ ν’ ακούσουμε τη Μελίνα Κανά. Ανακαλύπταμε κάτι που υποπτευόμασταν ότι αξίζει, ότι θα μείνει, ότι είναι η δική μας «νέα ζωή». Η ενήλικη. Η χωρίς περιορισμούς. Κι ας ήταν μόλις τότε που άρχιζαν οι πραγματικοί μας περιορισμοί. Εμείς θέλαμε να βρούμε απλώς ένα νέο τραγούδι για να το παίξουμε από το ραδιόφωνο πριν το ανακαλύψουν οι άλλοι.

Ένιωσα εντελώς «άδειος» κι ας είχα δίπλα μου κάποιους από τους πιο πολύτιμους φίλους μου. Εκείνη την ώρα ήθελα να έχω απέναντι τον Ηλία, τον θείο του Χρήστου. Να του πω πόσο «συγγενής» του είμαι μόνο και μόνο επειδή αγόρασε πριν από πολλά χρόνια αυτό το βινύλιο που το χρησιμοποίησα σε τουλάχιστον πέντε ραδιοφωνικούς σταθμούς από τότε που κυκλοφόρησε. Να του εξηγήσω ποιος ήταν ο Γιώργος Ζήκας και τί «χνάρι» άφησε στην ελληνική μουσική. Να του περιγράψω το κιμπαριλίκι, την αρχοντιά, την μαγκιά αυτού του ανθρώπου που ένα πρωινό πριν από τέσσερα χρόνια ξεκίνησε να πάει στην εκπομπή του Γιάννη Τσολακίδη και… ξεψύχησε σε ένα πεζοδρόμιο στη Σβώλου προδομένος από την καρδιά του. Είχε μόλις κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με μικρά χαικού και ετοιμαζόμασταν για την παρουσίασή του στη Βεντέτα.

Τα «Εμπειρικά» του Γιώργου Ζήκα, γεμάτα γνωμικά, σημειώσεις και σκέψεις, γραμμένα σε χαρτάκια από τον δημιουργό.

Ο θείος Ηλίας φυσικά δεν ήταν εκεί στο σπίτι. Μόνον οι δεκάδες κασέτες του ήταν σε ένα κασόνι και τα βινύλια μέσα στο σκρίνιο. Μακάρι να πίστευα ότι κάπου βρίσκεται αυτή η ψυχή και μας βλέπει ή ότι πίνει ουζάκια με τον Ζήκα και τον Δημήτρη Ιατρού. Δυστυχώς, όμως, δεν είμαι τόσο εύπιστος ή τόσο αθώος να τους φανταστώ μαζί, ούτε σκοπεύω να κερδίσω κάτι από τις αποταμιεύσεις συναισθημάτων του παρελθόντος. Αυτοί που φύγαν, έφυγαν. Πάει. Τελείωσε η ζωή τους. Δε γυρίζουν πίσω. Δεν τους απασχολεί τίποτα. Ανήκουν στην ανυπαρξία, εκεί από όπου ήρθαν. Προτίμησα, λοιπόν, αντί να τους αναπολώ, να νοσταλγήσω… το μέλλον. Να αναζητήσω τους μελλοντικούς μας εαυτούς, χωρίς τους πεθαμένους αλλά με εμάς όσο ζούμε και προσπαθούμε για το οτιδήποτε. Νοστάλγησα τους γιους του Γιώργου Ζήκα και τους φαντάστηκα να μεγαλουργούν στο θέατρο και στη μουσική, τον Κώστα Μακεδόνα να πιλοτάρει ως τα γεράματα κι εμάς να ανταμώνουμε κάθε χρόνο στο παλιό σπιτάκι του Αγίου Νικολάου χαζεύοντας από ψηλά τη λίμνη της Καστοριάς τέλη Νοέμβρη.

Κοιμήθηκα με αυτή τη σκέψη και είδα στον ύπνο μου πως πήρα το βινύλιο του Ζήκα μαζί μου στη Θεσσαλονίκη. Το πρωί το χιόνι είχε σταματήσει. Ξυπνήσαμε με ήλιο και την προσμονή να γυρίσουμε στις οικογένειές μας. Όλοι μαζί. Μικροί και μεγάλοι, αχώριστοι, όπως κάνουμε τα τελευταία χρόνια. Οι άλλοι τακτοποίησαν το σπίτι, έσβησαν το τζάκι, μοίρασαν το τσίπουρο. Εγώ, εντελώς ράθυμα, περίμενα να ξεμοναχιάσω τον Χρήστο. Ήθελα το βινύλιο. Του υποσχέθηκα ότι «θα είναι δικό του» αλλά θα το έχουμε στολισμένο στη βιβλιοθήκη του Ράδιο Σάρωθρον, να το βλέπω και να θυμάμαι πώς ήμουν στα 19 μου: ανοιχτός σε νέες μουσικές, με λαχτάρα να τα μοιραστώ όλα, με θαυμασμό για τους καλλιτέχνες, με περιέργεια κι ανησυχία για τα πάντα. «Καθαρός», για τελευταία φορά πριν παραδοθώ στον ενήλικο εαυτό μου. Ο δίσκος είναι ήδη στο Σάρωθρον. Ίσως όχι για πάντα. Ισως χαθεί. Ξέχασα να πω στον Χρήστο όταν τον διαβεβαίωνα πως το βινύλιο θα παραμείνει για πάντα δικό του ότι υπάρχει περίπτωση και να τον χάσουμε αφού καμιά φορά οι θαμώνες του Σάρωθρον ενθουσιάζονται τόσο πολύ με κάποια δισκάκια που φεύγοντας τα παίρνουν από τη βιβλιοθήκη και τα κρατάνε για πάρτη τους. Εγώ κάνω πως δεν τους βλέπω και φαντάζομαι την παρέα τους όταν θα επιχειρήσει να βάλει το βινύλιο στο πικάπ. Χαλάλι. Έτσι κι αλλιώς, όπως λέει και ο Γιώργος Ζήκας στο βιβλίο του «Εμπειρικά»: «αληθινά πλούσιος δεν είναι αυτός που κερδίζει πολλά αλλά αυτός που χαρίζει πολλά» και «η ζωή δε δίνεται για ιδιοκτησία. Δίνεται μόνο για χρήση».

Υ.γ.: Πόσο όμορφο τραγούδι αυτό…