Η υπόθεση Μουρτζούκου και η σκοτεινή όρεξη για φρίκη
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.
Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας υποθέσεις δολοφονιών έχουν θολώσει τα όρια ανάμεσα στη δικαιοσύνη και το θέαμα. Μετά την υπόθεση Πισπιρίγκου και η περίπτωση της Ειρήνης Μουρτζούκου που ομολόγησε τη δολοφονία των τριών βρεφών της και της αδελφής της, ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Μια ένοχη ιστορία κρατήθηκε θαμμένη για καιρό, κι όταν πια βγήκε στο φως, άφησε πίσω της συντρίμμια: όχι μόνο τα χαμένα παιδιά, αλλά κι ένα μιντιακό σύστημα που λειτούργησε ως βήμα εξομολόγησης για έναν άνθρωπο που είχε ανάγκη όχι μόνο να μιλήσει αλλά να αυτοπροβληθεί δημόσια.
Η επιλογή των μέσων να δώσουν χώρο και μικρόφωνο σε μια γυναίκα η οποία περιέγραφε τον εαυτό της αποκλειστικά ως θύμα, δίχως ουσιαστικό δημοσιογραφικό έλεγχο, αποκαλύπτει τις πιο σάπιες ρωγμές μιας βιομηχανίας που ζει από τη δραματοποίηση του εγκλήματος. Σε μια τρας μιντιακή ατμόσφαιρα το δράμα παραμένει το πιο εμπορεύσιμο προϊόν. Κάθε τηλεοπτικό πάνελ που φιλοξενεί ιστορίες οριακής φρίκης ξέρει πως το κοινό δεν θα κλείσει την οθόνη. Αντίθετα, ο πόνος, η εξαθλίωση και το αίμα μετατρέπονται σε ωμό, ανακυκλώσιμο περιεχόμενο, συχνά χωρίς την παραμικρή απόδειξη ότι η «αλήθεια» του εκάστοτε προσώπου αντέχει σε στοιχειώδη διασταύρωση.
Η υπόθεση αυτή φωτίζει όμως κι έναν δεύτερο, πιο άβολο παράγοντα: την ψυχολογία της κατανάλωσης του εγκλήματος ως θεάματος. Στο true crime, το κοινό αναζητά το ακραίο, το απαγορευμένο. Ο φόνος –και ειδικά η παιδοκτονία- λειτουργεί ως υπέρτατο ταμπού που διεγείρει φόβο, αποτροπιασμό, αλλά και μια υπόγεια ηδονή για το ακατανόητο. Από τις λαϊκές φυλλάδες στις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι τα σημερινά τηλεοπτικά «πάνελ έρευνας», η φρίκη του εγκλήματος υπόσχεται ένα σπάνιο προνόμιο: την παρατήρηση του κακού από ασφαλή απόσταση.
Ο Guy Debord είχε περιγράψει την «Κοινωνία του Θεάματος» ως ένα σύστημα όπου το γεγονός χάνει την ουσία του και γίνεται θέαμα για κατανάλωση — κι εδώ το θέαμα είναι η ίδια η ωμότητα. Η τραγωδία μετατρέπεται σε ανακυκλώσιμο προϊόν που πρέπει να σοκάρει, αλλά ποτέ να μην φωτίζει τις αληθινές αιτίες. Ο Umberto Eco είχε γράψει πως τα μέσα αναπαράγουν την ακραία βία για να καθησυχάζουν το κοινό ότι ο κίνδυνος βρίσκεται «εκεί έξω», μακριά από το σπίτι του καθενός. Στην πραγματικότητα, αυτό το «εκεί έξω» γίνεται σταδιακά τόσο οικείο, ώστε η φρίκη μοιάζει σχεδόν φυσική.
Η Ελένη Μουρτζούκου γνώριζε πως θα χρησιμοποιεί αυτή την εξίσωση. Η εικόνα μιας κακοποιημένης γυναίκας, που υποστηριζόταν ότι είχε χάσει τα παιδιά της κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, ενεργοποίησε τον μηχανισμό της συλλογικής συμπόνιας. Ο θύτης παρουσιάστηκε ως το απόλυτο θύμα. Αυτή η αντιστροφή των ρόλων γίνεται πάντα το τέλειο σενάριο για εκπομπές που ψάχνουν την «αποκλειστικότητα». Οι κλαυθμοί και τα βλέμματα γεμάτα αγανάκτηση για το «άδικο» υποκαθιστούν την έρευνα. Στο τέλος, το θέαμα του ριάλιτι τηλεοπτικού τσακωμού κερδίζει και όχι η αλήθεια.
Ορισμένοι ίσως ισχυριστούν ότι φταίει μόνο η τηλεόραση. Στην πραγματικότητα, η σχέση είναι αμφίδρομη: το μιντιακό κύκλωμα προσφέρει, αλλά η ζήτηση προϋπάρχει. Στην ψυχολογία του κοινού εδράζεται ένα διαχρονικό μοτίβο. Το «έγκλημα» ως αφήγημα εξηγεί το ανεξήγητο και επιτρέπει σε χιλιάδες θεατές να βυθίζονται για λίγο στη φρίκη των άλλων. Ο φόνος δεν είναι πια κάτι ξένο· γίνεται καθημερινός ήρωας ενός τηλεοπτικού επεισοδίου. Η ταύτιση, ο οίκτος, ο θυμός, όλα γίνονται εύκολες δόσεις συναισθήματος, αναλώσιμες και βολικές.
Στο κέντρο αυτής της υπόθεσης μένει η τραγωδία των θυμάτων, χαμένη πίσω από τις ερωτήσεις που κανείς δεν τόλμησε να θέσει: ποιος διασταύρωσε τα λεγόμενα της; Ποιος αναζήτησε το παρασκήνιο; Ποιοι ειδικοί ψυχικής υγείας εξέτασαν την πιθανότητα παθολογικής ψυχοπαθολογίας πίσω από την αφήγηση; Ελάχιστοι. Αντί για έρευνα, προτιμήθηκε η πρόχειρη συγκίνηση.
Η ευθύνη, λοιπόν, δεν είναι μόνο των προσώπων που κερδίζουν χρόνο στα τηλεοπτικά παράθυρα ή των παρουσιαστών που μετατρέπουν το δράμα σε βραδινό θέαμα. Είναι και της δημοσιογραφίας που συχνά παραιτείται από την αποστολή της, ώστε να αμφισβητεί, να ελέγχει, να προστατεύει την κοινωνία από το ψεύδος, ακόμη και όταν το ψεύδος κρύβεται πίσω από δάκρυα.
Αυτή η ιστορία δεν αφορά μόνο μια παιδοκτόνο που έπνιξε τα παιδιά της και έθαψε για χρόνια την αλήθεια. Αφορά και ένα οικοσύστημα το οποίο αντλεί κέρδος από το ανθρώπινο σκοτάδι και ένα κοινό που προτιμά να σοκάρεται παρά να κατανοεί. Στο τέλος, το έγκλημα χάνει το βάρος του ως κοινωνικό φαινόμενο και μένει μόνο το σοκ, προετοιμάζοντας το επόμενο επεισόδιο. Μέχρι τότε, το ίδιο σενάριο θα επαναλαμβάνεται: ένας «καλεσμένος» θα αφηγείται το δικό του δράμα και ο φακός θα καταπίνει κάθε λέξη του, όσο εξωφρενική κι αν ακούγεται, ακόμα και αν είναι δολοφόνος.
Η υπόθεση Μουρτζούκου υπενθυμίζει με τον πιο ωμό τρόπο ότι το έγκλημα, όταν γίνεται θέαμα, παύει να είναι αντικείμενο δικαιοσύνης και κοινωνικής συνείδησης. Παραμένει μόνο η φρίκη — και η πρόθυμη κατανάλωσή της. Κι εκεί, ο καθρέφτης δεν κολακεύει κανέναν.