Η βία που δεν μοιάζει με βία και η εξάπλωσή της μέσα στην κοινωνία μας
Αρθρογραφεί στο TheOpinion η Κωνσταντίνα Σκλάβου, Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Αρθρογραφεί στο TheOpinion η Κωνσταντίνα Σκλάβου, Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Η βία κατά των ανηλίκων δεν είναι μόνο ένα σύνολο πράξεων, αλλά κυρίως μια αντανάκλαση των αξιών μιας κοινωνίας και της ψυχοσυναισθηματικής σχέσης της με την παιδική ηλικία. Όταν εξετάζουμε το φαινόμενο όχι απλώς ως ακραία συμπεριφορά, αλλά ως κοινωνικό και πολιτισμικό σύμπτωμα, αποκαλύπτεται ότι η βία δεν ξεκινά εκεί που εμφανίζεται ― στο χτύπημα, στην παραμέληση ή στο ακατάλληλο λεξιλόγιο ― αλλά διαγράφεται σε πολύ πιο αθέατα πεδία. Ενδεικτικά να αναφέρουμε τον τρόπο που οι ενήλικες νοηματοδοτούν την παιδικότητα, στην ιεραρχία εξουσίας μέσα στην οικογένεια και στο σχολείο, και τελικά στον ίδιο τον κοινωνικό ιστό και στη βία που έχει ενσωματώσει στους θεσμούς και τις δομές του.
Η σύγχρονη κοινωνία τείνει να αντιμετωπίζει το παιδί ως ένα «έργο υπό κατασκευή», ένα ημιτελές ον που πρέπει να πειθαρχηθεί και να πειθαρχήσει, να διαμορφωθεί και να διορθωθεί. Αυτή η λογική, βαθιά ριζωμένη στο εκπαιδευτικό, νομικό και οικογενειακό μας σύστημα, επιτρέπει ― αν όχι ενθαρρύνει ― διάφορες μορφές κακομεταχείρισης που δεν γίνονται πάντα αντιληπτές ως τέτοιες. Το παιδί δεν έχει λόγο, μόνο «όφελος», και αυτό το όφελος καθορίζεται συνήθως από άλλους. Σε αυτό το πλαίσιο, η βία δεν αποτελεί παρέκκλιση αλλά μέρος μιας κανονικότητας, που απλώς δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια, αλλά ως ένα αυτονόητο δικαίωμα απογυμνωμένο από κάθε ενσυναίσθηση και ανθρωπισμό.
Είναι κρίσιμο να διαχωρίσουμε την νομική από την ηθική έννοια της βίας. Ενώ το δίκαιο, με μια σειρά από νομοθεσίες, απαγορεύει και τιμωρεί συγκεκριμένες συμπεριφορές, η κοινωνική ανοχή απέναντι σε πιο ύπουλες μορφές καταπίεσης ή επιθετικότητας παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και συχνά τις κανονικοποιεί. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν η ψυχολογική πίεση για αριστεία, ο εξαναγκασμός σε υπερβολικές δραστηριότητες, η στέρηση του ελεύθερου χρόνου και η συνεχής αξιολόγηση των παιδιών και πολλά άλλα. Τα παραπάνω δεν αναγνωρίζονται φυσικά ως μορφές βίας, όμως καθορίζουν και διαμορφώνουν μια ψυχοπιεστική καθημερινότητα σε χιλιάδες παιδιά. Πίσω από την πρόφαση της αγάπης ή της φροντίδας, κρύβονται συχνά μη εκπληρωμένες επιθυμίες που φορτώνουν το παιδί με ρόλους, προσδοκίες και άγχη των ενηλίκων. Παρότι οι παράγοντες που ενδέχεται να προκαλέσουν την άσκηση στοχοκατευθυνόμενης βίας μπορεί να εντοπίζονται στα ατομικά χαρακτηριστικά, την οικογένεια, το σχολείο, το φιλικό περιβάλλον και άλλα, συχνά αγνοούμε το ευρύτερο κοινωνικό ή και πολιτισμικό πλαίσιο καθώς και τη συνισταμένη της αλληλεπίδρασης αυτών. Για παράδειγμα τα ακραία επεισόδια βίας μεταξύ ανηλίκων, εντός και εκτός του σχολικού περιβάλλοντος, αποτελούν εδώ και καιρό μια αρνητική ρουτίνα στην καθημερινότητα παιδιών, γονέων και εκπαιδευτικών. Πόσα όμως γνωρίζουμε για τα θύματα συναισθηματικής κακοποίησης ή παρενοχλητικών συμπεριφορών και με δεδομένο πάντα ότι τα όσα καταγράφονται ή γίνονται γνωστά είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου; Υπάρχει ενδεχομένως μια μεγάλη δεξαμενή μη ανιχνεύσιμων περιστατικών βίας, τα οποία δεν προσδιορίζονται ως περιστατικά κακοποίησης και συστηματικά αγνοούνται ή αποσιωπούνται. Όταν τα άμεσα περιβάλλοντα μέσα στα οποία ένα παιδί ζει και αλληλεπιδρά καθημερινά, μετατρέπονται σε εμπόλεμη ζώνη με έντονο ανταγωνισμό, άγχος, λεκτική και σωματική επιθετικότητα, τα δεινά του παιδιού δεν περιορίζονται μόνο στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο που λαμβάνουν χώρα, αλλά έχουν επιπτώσεις ευρύτερα στη ζωή και την ανάπτυξή του.
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθεί η βαθιά και συνεχόμενη οικονομική κρίση που υπάρχει στη χώρα μας, η οποία μετρά πολλά χρόνια και πλέον έχει «φυσιολογικοποιηθεί». Οι πολιτισμικές αξίες, το επίπεδο φροντίδας σε μια κοινότητα και η φτώχεια είναι σημαντικά στοιχεία για την άσκηση ή τον καθορισμό της αναφοράς διαφόρων μορφών βίας προς και από ανήλικους/ες και το πώς αυτή εκδηλώνεται. Ο Γκάντι είχε πει ότι η φτώχεια είναι η χειρότερη μορφή βίας. Οι στρεσσογόνοι παράγοντες της κακοποίησης δεν είναι κατ’ ανάγκη μόνο οι σωματικές βλάβες όπως τα τραύματα ή τα χτυπήματα. Τα παιδιά έχουν ανάγκη από ένα προστατευμένο και ασφαλές περιβάλλον που να μπορούν να το αποκαλούν σπίτι. Εκτός από την παροχή στέγης, το σπίτι πρέπει να αποτελεί έναν χώρο σωματικής και συναισθηματικής ασφάλειας, όπου το παιδί θα βρίσκει υλικά αγαθά όπως φαγητό και συναισθηματική άνεση, προστασία και σταθερότητα. Οι συνθήκες φτώχειας κάτω από τις οποίες ζουν τα ελληνικά νοικοκυριά, η ανεργία, οι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και η έλλειψη υποστηρικτικών μέτρων γύρω από την οικογένεια, σαφώς αποτελούν εν δυνάμει παράγοντες βίας από και προς τα παιδιά. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι μια φτωχή οικογένεια είναι εξ ορισμού κακοποιητική και μια ευκατάστατη είναι φροντιστική. Φτωχοποιώντας, όμως, συστηματικά μια κοινωνία αυξάνουμε τις πιθανότητες και δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για άσκηση βίας και συνθήκες γενικευμένης επιθετικότητας, οι οποίες μεταγγίζονται από τον κόσμο των ενηλίκων προς τον κόσμο των παιδιών.
Κατανοούμε πλέον ότι η βία εντοπίζεται σε διάφορα περιβάλλοντα, αναδύεται μέσα από τις σχέσεις στην οικογένεια, το σχολείο, τις διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και μεταδίδεται μέσω ενός ισχυρού μηχανισμού μάθησης σε γνωστικό και συμπεριφορικό επίπεδο. Ως κοινωνία, τα τελευταία χρόνια διακρίνουμε και καταγράφουμε με διάφορους τρόπους μια διαρκή έξαρση της βίας ανάμεσα σε ανηλίκους/ες, είτε με φυσική παρουσία, είτε διαδικτυακά και από απόσταση, με πολλαπλασιαστικές αρνητικές ψυχοσωματικές επιπτώσεις τόσο προς αυτούς/ές που την ασκούν, όσο και σε όσους/ες την δέχονται ή και την παρακολουθούν. Η πρόληψη της βίας, επομένως, δεν μπορεί να περιορίζεται σε παρεμβάσεις ύστερα από το γεγονός, αλλά απαιτεί, μεταξύ άλλων, και επαναπροσδιορισμό της σχέσης ενηλίκων παιδιού. Χρειάζεται μια βαθύτερη ηθική μεταστροφή, ώστε να δούμε το παιδί όχι μόνο ως μελλοντικό πολίτη, αλλά ως παρόν υποκείμενο, με πλήρη αξία και δικαιώματα. Να του αναγνωρίσουμε την ικανότητα να ορίζει τον εαυτό του στο μέτρο του δυνατού και να εκφραστεί αλλά και να συμμετέχει ενεργά στις αποφάσεις που το αφορούν. Η κουλτούρα της παιδικής σιωπής ― που συχνά μεταφράζεται σε σεβασμό και πειθαρχία ― είναι το εύφορο έδαφος όπου φυτρώνει η βία.
Πέρα από το θεσμικό πλαίσιο για το οποίο επιβάλλεται να μεριμνήσει η κάθε πολιτεία, χρειάζεται ένας επαναπροσδιορισμός της γονεϊκότητας και της εκπαιδευτικής ευθύνης, όχι ως δικαίωμα επιβολής, αλλά ως διαρκής άσκηση ενεργητικής ακρόασης και ενσυναίσθησης προς τα παιδιά. Μην τρέφουμε αυταπάτες, οι ενήλικες φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την όποια έξαρση της παιδικής βίας και επιθετικότητας. Και φυσικά σχεδόν καμία αλλαγή δεν θα επέλθει αν δεν επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας σε όλα τα μικρό περιβάλλοντα που αλληλεπιδρούμε. Θα συνεχίσουμε να λειτουργούμε και να ενεργούμε ως ηθικοί αυτουργοί της παιδικής βίας και επιθετικότητας.
Η παιδαγωγική δεν είναι τεχνική, είναι ηθική στάση. Και η κοινωνία που σέβεται το παιδί, δεν είναι απλώς εκείνη που το προστατεύει από τον κίνδυνο, αλλά αυτή που δημιουργεί «χώρους» όπου το παιδί μπορεί να υπάρξει αυθεντικά, με ασφάλεια και σταθερότητα. Η καταπολέμηση της βίας κατά των ανηλίκων είναι ένας διαρκής αγώνας ενάντια σε μια κουλτούρα που θεωρεί το παιδί «ιδιοκτησία» των ενηλίκων και όχι πρόσωπο με δική του φωνή. Και όσο η κοινωνία δεν αναγνωρίζει στα παιδιά την πλήρη υπόστασή τους ως υποκειμένων, η βία ― φανερή ή σιωπηλή, ορατή ή αόρατη ― θα συνεχίζει να υπάρχει, όχι ως εξαίρεση, αλλά ως προέκταση του τρόπου που μαθαίνουμε να ζούμε.