Η πολιτική Μητσοτάκη πολλαπλασιάζει την ενεργειακή ανασφάλεια

Άρθρο στο TheOpinion του Σωκράτη Φάμελλου, Τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Βουλευτή Β Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. 

Η πολιτική Μητσοτάκη πολλαπλασιάζει την ενεργειακή ανασφάλεια

Άρθρο στο TheOpinion του Σωκράτη Φάμελλου, Τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Βουλευτή Β Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. 

H ενεργειακή ανασφάλεια θα είναι το μείζον θέμα των επόμενων μηνών. Τι κάνει όμως η κυβέρνηση για να απεξαρτηθούμε από το εισαγόμενο και πανάκριβο φυσικό αέριο, αφού μας δέσμευσε σε αυτό με την προσχηματική απολιγνιτοποίηση του κ. Μητσοτάκη το 2019;

Τα στοιχεία της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας τις τελευταίες ημέρες είναι αποκαλυπτικά και σε απόλυτη αντίθεση με τη δέσμευση της κυβέρνησης για συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτρική παραγωγή σε ποσοστό 20%. Η συμμετοχή του εγχώριου λιγνίτη στην ηλεκτρική παραγωγή στο πενθήμερο 11 έως 15 Αυγούστου ήταν 11,88%, ενώ η συμμετοχή εισαγόμενου πανάκριβου φυσικού αερίου 43,02%!

Περιορισμοί στην κατανάλωση ενέργειας

Πληθαίνουν πλέον τα δημοσιεύματα και οι διαρροές για σενάρια περικοπής της κατανάλωσης ενέργειας σε ορισμένες χρήσεις, προκειμένου να μειωθεί η ζήτηση. Παρά το αρχικό κλίμα αισιοδοξίας, που καλλιέργησε με επιμέλεια η κυβέρνηση, αποδεικνύεται ότι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο ενεργειακού ελλείμματος και σοβαρά τεχνικά ζητήματα που δεν έχουν λυθεί.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ έγκαιρα αναγνώρισε το πρόβλημα και ζήτησε ειδική συζήτηση στη Βουλή, που έγινε στις 29/7. Στα σενάρια που παρουσιάστηκαν στη συνεδρίαση, προκύπτει ότι σε περίπτωση διακοπής τροφοδοσίας ρωσικού φυσικού αερίου, λαμβάνοντας υπόψη και την ανάγκη εξαγωγών προς τη Βουλγαρία, θα υπάρχει σημαντικό έλλειμμα φυσικού αερίου στη χώρα, ενώ η ζήτηση για LNG θα αυξηθεί, συμπαρασύροντας τις τιμές κάτι που προεισπράττει ήδη η αγορά. Η κυβέρνηση όλα αυτά τα κρύβει και τα υποτιμά.

Παρότι η Ελλάδα φαίνεται να διατρέχει μικρότερους κινδύνους από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, λόγω των εναλλακτικών διαθέσιμων πηγών φυσικού αερίου, δεν δικαιολογείται ούτε η αδράνεια ούτε η προχειρότητα και η απουσία ουσιαστικής προετοιμασίας των καταναλωτών, νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που επιδεικνύει η κυβέρνηση. Ενδεικτικό της στείρας επικοινωνιακής διαχείρισης της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν οι κυβερνητικές ανακοινώσεις πριν και μετά την απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΕ για την περικοπή 15% στην κατανάλωση του φυσικού αερίου, που επιχειρούσαν να πείσουν ότι η Ελλάδα είναι έξω από το κάδρο των προβλημάτων.

Η πολιτική και ενεργειακή αδυναμία της Ευρώπης στην διαρκώς επιδεινούμενη κρίση είναι αδιαμφισβήτητη. Έως σήμερα δεν έχει υπάρξει ουσιαστική ευρωπαϊκή παρέμβαση ούτε για τις οικονομικές επιπτώσεις και τις διαρκώς διογκούμενες τιμές σε ηλεκτρική ενέργεια και ορυκτά καύσιμα, ούτε όμως και για θέματα επάρκειας, ενόψει της επαπειλούμενης διακοπής της ροής ρωσικού φυσικού αερίου. Η πρόσφατη απόφαση για εθελοντική, και, εφόσον χρειαστεί υποχρεωτική, μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 15%, συνοδεύθηκε από πολλά παράθυρα και εξαιρέσεις, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες των κρατών.

Η ελληνική δέσμευση στο εισαγόμενο φυσικό αέριο

Η Ελλάδα μπαίνει στη νέα αυτή κρίση βαρύτατα επιβαρυμένη. Η χώρα, μετά την εξαγγελία της βίαιης απολιγνιτοποίησης από τον κ. Μητσοτάκη, έσπευσε να εξοβελίσει το λιγνίτη από το ενεργειακό μίγμα της χώρας νωρίς, αντικαθιστώντας τον με φυσικό αέριο και όχι με ΑΠΕ, όπως προέβλεπε ο ενεργειακός σχεδιασμός του 2018 για ταυτόχρονη απεξάρτηση και από λιγνίτη και από φυσικό αέριο. Ήδη, από το 2020, η συμβολή του λιγνίτη στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής σε ετήσια βάση είχε μειωθεί στο 10% από 20% το 2019, ενώ το φυσικό αέριο είχε αυξηθεί από 31% το 2019 σε 40% το 2021, με τη ΔΕΗ να σπεύδει να κλείσει ομολογιακά δάνεια με ρήτρα άνθρακα προκειμένου να μειώσει πλήρως το λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή. Η παρατεταμένη εγκατάλειψη των λιγνιτωρυχείων έχει ως αποτέλεσμα η ανάκαμψη της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής να είναι ιδιαίτερα αμφίβολη, καθώς απουσιάζει πλέον το απαραίτητο προσωπικό και τα μηχανήματα.

Ιδιωτικοποίηση ενεργειακών φορέων και δικτύων

Επιπλέον, η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ (η οποία πλέον εμφανώς λειτουργεί ως ιδιωτική εταιρεία με στόχο τα χρηματιστηριακά κέρδη και όχι ως πυλώνας του ενεργειακού συστήματος της χώρας) αλλά και του 49% του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, του 100% του δικτύου φυσικού αερίου και η απώλεια της διοίκησης των ΕΛΠΕ, έχουν αφήσει την ελληνική Πολιτεία χωρίς στρατηγικά εργαλεία, μέσω των οποίων θα μπορούσε να παρέμβει τόσο για τον περιορισμό της αισχροκέρδειας, όσο και σε στρατηγικά θέματα ενεργειακού σχεδιασμού και ανάπτυξης υποδομών.

Εξοικονόμηση ενέργειας στην Ελλάδα

Τέλος, η εξοικονόμηση ενέργειας στη χώρα μας εδώ και τρία χρόνια έχει βαλτώσει. Η ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων ως βασικό εργαλείο για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας είναι ουσιαστικά παγωμένη, ιδίως στα δημόσια κτίρια. Η κυβέρνηση ΝΔ «θυμήθηκε» το σχετικό πρόγραμμα ΗΛΕΚΤΡΑ για τα δημόσια κτίρια μόλις φέτος τον Ιούνιο, όταν ακριβώς τρία χρόνια νωρίτερα το πρόγραμμα είχε εξασφαλισμένο προϋπολογισμό και προ-ενταγμένα έργα.

Δεν έχει υπάρξει πρόγραμμα εξοικονόμησης στην επιχειρηματικότητα, ενώ και το Εξοικονομώ στην κατοικία κάνει χαμηλές πτήσεις: οι πληρωμές έργων του «Εξοικονομώ-Αυτονομώ» του 2020 δεν έχουν ξεπεράσει το 15-20%, πρόγραμμα Εξοικονομώ δεν προκηρύχθηκε το 2021, και για αυτό του 2022 οι εντάξεις ανακοινώθηκαν μόλις στις 17.08, μετά από πολύμηνη καθυστέρηση για τάχατες αξιολόγησή τους.

Η κυβέρνηση -επικοινωνιακά- ανακοίνωσε το πρόγραμμα «Θερμοστάτης», ενώ εδώ και τρία χρόνια δεν προχωρά στον ορισμό ενεργειακών υπευθύνων και στη μείωση κατανάλωσης ενέργειας στο Δημόσιο. Ακόμα και τα αποτελέσματα του «Ανακυκλώνω-Αλλάζω Συσκευή» ήρθαν 7 μήνες μετά την εξαγγελία του, χρηματοδοτείται μόλις μία (1) στις έξι (6) αιτήσεις και οι όποιες συσκευές τελικά αλλάξουν δεν θα έχουν προλάβει τη θερινή ζήτηση αιχμής.

Ακρίβεια Μητσοτάκη και στην ενέργεια

Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έχει διαψευσθεί πλήρως στην ενεργειακή πολιτική. Η μόνη της προτεραιότητα στην ενέργεια ήταν το ξεπούλημα και η τακτοποίηση γαλάζιων παιδιών σε χρυσοπληρωμένες θέσεις. Αποτέλεσμα αυτών των επιλογών είναι, με ευθύνη της ΝΔ, να μπαίνουμε στην κορύφωση της ενεργειακής κρίσης μετά από 12 μήνες πρωτοφανούς ακρίβειας, κατά τη διάρκεια των οποίων οι παραγωγοί ενέργειας εισέπραξαν υπερκέρδη 2,2 δισ. ευρώ τα οποία ακόμη δεν έχουν φορολογηθεί για να επιστρέψουν στους καταναλωτές.

Η επόμενη ημέρα

Είναι προφανές ότι οι πολλαπλές διαψεύσεις στην ενέργεια αποδεικνύουν την έλλειψη αξιοπιστίας των κυβερνητικών επιλογών και θέτουν ζήτημα συνολικής πολιτικής αλλαγής στη χώρα μας.

Η επερχόμενη κρίση ενεργειακής επάρκειας και ασφάλειας, θέτει νέες μεγαλύτερες απαιτήσεις ενώ θα οδηγήσει σε νέα, ακόμα πιο ακραία ακρίβεια. Απαιτείται λοιπόν ένα σχέδιο έκτακτης ενεργειακής ανάγκης, με ενεργό ρόλο της οικονομίας και της κοινωνίας. Πρώτη προτεραιότητα είναι να υπάρξει ενίσχυση του ρόλου της πολιτείας και ο δημόσιος έλεγχος στις ενεργειακές εταιρείες και στη ΔΕΗ, ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσβαση στο αγαθό της ενέργειας σε πολίτες και επιχειρήσεις.