Η διασπάθιση των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και το αθεράπευτο πελατειακό μας τραύμα
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.
Τις τελευταίες εβδομάδες, η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ που ήρθε στο φως με αποκαλύψεις για κακοδιαχείριση κοινοτικών κονδυλίων για αγροτικές και κτηνοτροφικές επιδοτήσεις, καταδεικνύει ξανά ένα γνώριμο μοτίβο στη διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων στην Ελλάδα. Η χώρα μας έχει βρεθεί κατά το παρελθόν αντιμέτωπη με πρόστιμα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για παράνομες ή υπερβολικές πληρωμές σε αγροτικές επιδοτήσεις, γεγονός που φέρνει στην επιφάνεια όχι μόνο θεσμικές αδυναμίες αλλά και τη βαθιά ριζωμένη πελατειακή κουλτούρα γύρω από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ).
Αυτή η διαχρονική δυσλειτουργία δεν αφορά μόνο την τεχνική αδυναμία ελέγχου ή τις μεμονωμένες περιπτώσεις διαφθοράς, αλλά φωτίζει ένα βαθύτερο πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο που έχει τις ρίζες του στην ίδια την ελληνική πολιτική κουλτούρα.
Το ελληνικό κράτος οικοδομήθηκε ως ένα πελατειακό μόρφωμα ήδη από τον 19ο αιώνα, με βασικό χαρακτηριστικό τη διαμεσολάβηση του πολιτικού παράγοντα ανάμεσα στον πολίτη και τα δημόσια αγαθά. Η επιδότηση —είτε για καπνό και βαμβάκι άλλοτε, είτε για αγροτικά μηχανήματα και αρδευτικά έργα σήμερα— δεν θεωρήθηκε ποτέ αναπτυξιακό εργαλείο με κοινωνικό έλεγχο και διαφάνεια, αλλά ένα είδος «δικαιώματος» που ο κάθε δικαιούχος διεκδικεί με τον ίδιο τρόπο που παζαρεύει μια μετάθεση, μια θέση στο Δημόσιο ή μια χάρη από τον βουλευτή.
Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι χαρακτηριστική γιατί αναδεικνύει πόσο εύκολα αναπαράγεται αυτό το μοντέλο, παρά τις θεσμικές ασφαλιστικές δικλείδες που υποτίθεται πως έχουν ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια. Εταιρείες-μεσάζοντες, υπερτιμολογήσεις, έργα που τεμαχίζονται για να σπάνε τα όρια των απευθείας αναθέσεων, πολιτικά γραφεία που πιέζονται και αντίστοιχα ζητούν να εξυπηρετήσουν ψηφοφόρους «πελάτες». Τίποτα από αυτά δεν είναι πρωτόγνωρο. Αντίθετα, είναι δυστυχώς τόσο βαθιά ριζωμένα που μοιάζουν πια σχεδόν ανεκτά στη συλλογική μας συνείδηση.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο οι επιτήδειοι που τελικά βρίσουν ευκαιρία και καταχρώνται τους κοινοτικούς πόρους. Είναι και η κοινωνική αποδοχή αυτής της νοοτροπίας. Στην ελληνική περιφέρεια —και ειδικά στον αγροτικό κόσμο— οι κοινοτικές επιδοτήσεις εδώ και χρόνια δεν αντιμετωπίζονται ως λεφτά που προέρχονται από τις τσέπες όλων των Ευρωπαίων πολιτών, άρα και των Ελλήνων φορολογουμένων. Θεωρούνται «λεφτά της Ευρώπης», άρα ξένα και ανεξάντλητα. Το πόσο «δικαιούσαι» να πάρεις γίνεται συχνά μέτρο της πολιτικής σου επιρροής ή της επιτυχίας του τοπικού σου βουλευτή. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, το παιχνίδι του ρουσφετιού γύρω από τις επιδοτήσεις αναθερμαίνεται, με διαγραφές χρεών, «τακτοποιήσεις» εκκρεμοτήτων, επιπλέον «έκτακτες» ενισχύσεις.
Αυτός ο φαύλος κύκλος αναπαράγεται γιατί εξυπηρετεί όλους τους κρίκους της αλυσίδας: τον αγρότη που νιώθει ότι κάτι «κερδίζει», τον τοπικό κομματάρχη που χτίζει το δίκτυό του, αλλά και τους βουλευτές που εξασφαλίζουν την εκλογική τους βάση. Ακόμη και όταν η πολιτική ηγεσία δεν είναι άμεσα μπλεγμένη σε σκάνδαλα, σπάνια τολμά να σπάσει αυτή τη λογική. Οι κοινωνικές αντιδράσεις, τα μπλόκα και τα τρακτέρ στις εθνικές οδούς υπενθυμίζουν με τον πιο εκβιαστικό τρόπο πόσο ομηρία συνεπάγεται η πελατειακή εξάρτηση.
Όσο για τον έλεγχο; Παρά τις προσπάθειες ψηφιοποίησης, οι μηχανισμοί παραμένουν υποστελεχωμένοι και, κυρίως, πολιτικά χειραγωγούμενοι. Ακόμη και όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει πρόστιμα ή περικοπές, το πολιτικό κόστος ανακυκλώνεται στο εσωτερικό: οι «κακοί γραφειοκράτες των Βρυξελλών» που «δεν ξέρουν τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής γεωργίας» γίνονται εύκολος αποδιοπομπαίος τράγος. Έτσι, η κουλτούρα της ατιμωρησίας διαιωνίζεται.
Τι θα μπορούσε να αλλάξει αυτό το παθογενές μοντέλο; Σίγουρα όχι άλλη μια ελεγκτική αρχή που λειτουργεί στα χαρτιά. Ούτε η γενικόλογη επίκληση της «διαφάνειας». Απαιτείται μια τομή που να ξεκινά από κάτω προς τα πάνω: ουσιαστική ενημέρωση των δικαιούχων για το τι σημαίνει ευρωπαϊκό χρήμα, πώς ελέγχεται και γιατί πρέπει να χρησιμοποιείται αναπτυξιακά. Πλήρης ψηφιοποίηση των διαδικασιών πληρωμών και άμεση διασταύρωση στοιχείων σε πραγματικό χρόνο. Η απόφαση για τη μεταφορά του ελέγχου και των πληρωμών στην ΑΑΔΕ είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Γιατί χρειάζονται ανεξάρτητοι μηχανισμοί ελέγχου με ισχυρή στελέχωση και κυρίως πολιτική βούληση να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι, ακόμη κι αν αυτό κοστίσει βραχυπρόθεσμα σε ψήφους.
Το πιο δύσκολο όμως είναι να αλλάξει η ηθική νομιμοποίηση της μικροδιαφθοράς. Όσο ο Έλληνας πολίτης βλέπει το κράτος ως λάφυρο και τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις ως προσωπικό χαρτζιλίκι, θα υπάρχουν πάντα «πρόθυμοι» να στήνουν κυκλώματα, «πρόθυμοι» να κλείνουν τα μάτια και «πρόθυμοι» να παίζουν το παιχνίδι του ρουσφετιού. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα μιας χρόνιας ασθένειας. Αν δεν το δούμε έτσι, θα το ξαναβρούμε μπροστά μας. Και η Ευρώπη —δηλαδή εμείς οι ίδιοι— θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε το τίμημα.