Η αθηναϊκή «αυτογνωσία» και το ελιξίριο νεότητας
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο δημοσιογράφος Δημήτρης Αθανασόπουλος.
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο δημοσιογράφος Δημήτρης Αθανασόπουλος.
Ολοένα και πληθαίνουν οι αναφορές στην πληθυσμιακή υπεροχή της Αθήνας. Χθες σε μια συζήτηση στο ERTnews άκουσα δημοσιογράφο να λέει «ο μισός πληθυσμός ζει στην Αθήνα» και αντίστοιχη φράση και από πολιτικούς πρόσφατα, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσουν αποφάσεις, θέσεις, απόψεις. Το περιοδικό της κυριακάτικης «Καθημερινής» έχει κάθε εβδομάδα πολυσέλιδο αφιέρωμα σε μια αθηναϊκή γειτονιά. Η ειδησεογραφία της περιφέρειας περιορίζεται στους πανελλαδικούς (ή μάλλον αθηναϊκούς) τηλεοπτικούς σταθμούς σε θέματα του αστυνομικού δελτίου, σε περιστασιακά προβλήματα και συχνά σε αντιμετώπιση τους ως γραφικούς τουριστικούς προορισμούς.
Έτσι θυμηθήκαμε ξανά την πλημμυρισμένη Θεσσαλία λόγω αγροτών, ενώ ξεχάσαμε εντελώς την καμένη Δαδιά, Ρόδο και Εύβοια. Παγκόσμιας σημασίας γεγονότα όπως ο νέος μουσειακός χώρος της Πέλλας, μας απασχολούν για 1-2 μέρες και μετά χάνονται στην πρωτευουσιάνικη χοάνη. Παράλληλα η φράση «αποκέντρωση» έχει εξαφανιστεί από την δημόσια σφαίρα και τις εκάστοτε κυβερνήσεις και απομένει μόνο ως θύμηση στις «Αποκεντρωμένες Περιφέρειες».
Η πρωτεύουσα δείχνει ότι πλέον διεκδικεί χωρίς προσχήματα να εννοεί ως πανελλαδικό μόνο ότι είναι αθηναϊκό, σε μια επικίνδυνη εθνική «αυτογνωσία». Στο πλαίσιο αυτό, απογυμνώνει ότι λειτουργούσε «αυτόνομα» εκτός Αττικής (βλέπε πρώην υπουργεία Μακεδονίας Θράκης και Αιγαίου, την ΕΡΤ3, τα ΔΗΠΕΘΕ και πολλά άλλα) και πλέον αδιαφορεί για τις διαμαρτυρίες ή τις καθυστερήσεις ακόμα και στη δεύτερη μεγαλύτερη ελληνική πόλη (βλέπε Flyover, project ΔΕΘ, τεχνολογικά πάρκα, 6η Προβλήτα κ.ά.). Δεν θα μιλήσουμε για την αθλητική – ποδοσφαιρική αν-ισονομία, τη ανύπαρκτη διοικητική αποκέντρωση, την επιχειρηματική, πολιτική και πολιτιστική «απομόνωση».
Τι δείχνουν τα αριθμητικά δεδομένα σύμφωνα με τις επίσημες απογραφές; Η Αττική το 1920 είχε 501.615 μόνιμους κατοίκους με τον νομό Θεσσαλονίκης να έχει πάνω από τους μισούς: 281.136, σε 5.536.375 πανελλαδικά. Ωστόσο η εξέλιξη ανά 20ετία είναι αποκαλυπτική. 1940: (Αττική: 1.271.310 – Ν. Θεσσαλονίκης: 375.127 σε σύνολο 7.632.801), 1961: (2.036.866 – 544.394, 8.388.553), 1981: (3.369.443 – 871.287, 9.738.243), 2001: (3.761.810 – 1.057.825, 10.964.020), 2021: (3.814.064 – 1.092.919 — 10.482.487). Ιδού η παγκόσμια πρωτοτυπία μιας χώρας (και όχι ενός νησιωτικού κρατιδίου του Ειρηνικού) να συγκεντρώνει σχεδόν τον μισό πληθυσμό της σε μια μόνο πόλη.
Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς οι λοιποί ιθαγενείς και δη οι Θεσσαλονικείς; Ίσως η μοναδική ελπίδα είναι τα πανεπιστήμια μας. Ναι καλά διαβάζετε. Το ζωντανό κομμάτι αυτής της πόλης, ο νέος σε ηλικία πληθυσμός που ανανεώνεται ετησίως εδράζει στο Αριστοτέλειο, το Μακεδονίας, το Διεθνές. Είναι νέες και νέοι που βάζουν τα θεμέλια της ζωής τους ατενίζοντας το ηλιοβασίλεμα στον Θερμαϊκό, ανταλλάσοντας γνώμες και κάνοντας όνειρα στη γαστρονομική πρωτεύουσα με τη μεγαλύτερη αναλογία νεολαίας πανελλαδικά (οι εν Θεσσαλονίκη φοιτητές αποτελούν σχεδόν ένα 12% του υπάρχοντος μόνιμου πληθυσμού). Ο περιστασιακός αυτός πληθυσμός πρέπει να γίνει μόνιμος. Μέσα από ένα ευρύτερο σχέδιο που φυσικά θα αρχίζει από την βελτίωση των συνθηκών σπουδών (ένα σύγχρονο campus πηγή γνώσης –έρευνας και όχι ορμητήριο ανομίας για κουκουλοφόρους ή επαναστατικής γυμναστικής για «αιώνιους» φοιτητές), θα συνεχίζεται με τη βελτίωση της καθημερινότητας, και φυσικά θα ολοκληρώνεται με τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε μια αμφίδρομη σχέση προσφοράς – ζήτησης.
Κι αν η Αθήνα αδιαφορήσει για έναν τέτοιο σχεδιασμό («σιγά μην αφήσουμε τα καλύτερα μυαλά να ζήσουν εκεί πάνω…») τότε όσοι πράγματι αγαπούν αυτή την πόλη, ας σκεφθούν την αναγκαιότητα να λειτουργήσουν με αυτή την προοπτική. Ένα ελιξίριο νεότητας θα μας σώσει. Μήπως και αρχίσουμε να αλλάζουμε τη μίζερη εξέλιξη της πόλης μας που θα ακούει όλο και συχνότερα την εξ Αθηνών δικαιολογία σε κάθε απραξία: «μα ο μισός ελληνικός πληθυσμός ζει εδώ…».