Έξι χρόνια κυβέρνηση Μητσοτάκη: η ευθύνη της σταθερότητας και η πρόκληση της επόμενης μέρας
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας
Πέρασαν έξι χρόνια από τότε που ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας, τον Ιούλιο του 2019. Σε αυτό το διάστημα, η Ελλάδα άλλαξε πρόσωπο σε πολλά επίπεδα: από την οικονομία και την εξωτερική πολιτική, μέχρι την ψηφιακή αναβάθμιση του κράτους και την αμυντική της θωράκιση. Αν κάτι χαρακτηρίζει την εξαετία, είναι η συνύπαρξη σημαντικών μεταρρυθμίσεων με αλλεπάλληλες εξωτερικές κρίσεις — συνθήκη που θα μπορούσε να εκτροχιάσει οποιαδήποτε κυβέρνηση σε μια χώρα με την ευθραυστότητα της Ελλάδας.
Η πρώτη μεγάλη τομή ήταν η σταθερή επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα. Οι αριθμοί το αποτυπώνουν καθαρά: η Ελλάδα από το 2020 και μετά έχει καταγράψει σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, από τους ταχύτερους στην Ε.Ε. Παρά τις αναταράξεις, η ανεργία έχει υποχωρήσει από το 17% κάτω από το 8%, ενώ οι επενδύσεις και τα έσοδα από τον τουρισμό κατέρριψαν ιστορικά ρεκόρ. Οι αξιολογήσεις της χώρας έχουν αναβαθμιστεί από τους οίκους πιστοληπτικής ικανότητας, επισφραγίζοντας την επιστροφή στην «επενδυτική βαθμίδα» έπειτα από σχεδόν 14 χρόνια. Πρόκειται για κεκτημένα που δύσκολα θα φανταζόταν κανείς στο θολό καλοκαίρι του 2015 ή στο πρώτο κύμα της πανδημίας.
Το μεγαλύτερο όμως επίτευγμα αυτής της διακυβέρνησης είναι η συγκράτηση της κοινωνικής συνοχής μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που, συχνά, έμοιαζε με κινούμενη άμμο. Από το πρώτο κύμα της πανδημίας, όπου η Ελλάδα πιστώθηκε τη διαχείριση μιας πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης, έως τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την ενεργειακή καταιγίδα που ακολούθησε, η κυβέρνηση κλήθηκε να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, επιδοτήσεις ενεργειακού κόστους, μαζικοί εμβολιασμοί, ψηφιακά πιστοποιητικά: όλα αυτά έγιναν σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης και συνεχούς αβεβαιότητας.
Σημαντική ήταν και η αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας. Η αμυντική συνεργασία με τη Γαλλία, η εμβάθυνση της στρατηγικής σχέσης με τις ΗΠΑ, η ενίσχυση του στόλου και της αεροπορίας, οι συμφωνίες για τα Rafale και τις φρεγάτες Belharra έδωσαν την αίσθηση μιας Ελλάδας που δεν περιμένει να δει «πού θα κάτσει η μπίλια», αλλά διεκδικεί και προνοεί. Επίσης κηρύχθηκαν όρια της ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο, αλλά και επεκτάθηκαν τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο. Παράλληλα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πέτυχε να θωρακίσει τα σύνορα στον Έβρο την κρίσιμη Άνοιξη του 2020 και επίσης μετά την ελληνοτουρκική ένταση επέβαλε μέχρι και σήμερα τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο, επιβεβαιώνοντας ότι η φύλαξη των συνόρων δεν είναι αφηρημένο σύνθημα αλλά ζήτημα εθνικής κυριαρχίας.
Δεν θα ήταν όμως ειλικρινές αν σε αυτή την ανασκόπηση αγνοούσαμε και τις σκιές. Η δοκιμασία της ακρίβειας εξακολουθεί να ταλαιπωρεί μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, η γραφειοκρατία και οι ανισότητες δεν εξαφανίζονται από τη μια μέρα στην άλλη και η σχέση εμπιστοσύνης πολιτών – κράτους παραμένει εύθραυστη. Η τραγωδία στα Τέμπη ήταν μια οδυνηρή υπενθύμιση ότι οι παθογένειες δεκαετιών, ειδικά στις υποδομές και στον τρόπο που λειτουργούν τυφλές γωνίες του κράτους, χρειάζονται περισσότερο χρόνο, σκληρή δουλειά και αδιάκοπη λογοδοσία για να ξεριζωθούν.
Ωστόσο, αν κάτι δείχνει η πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2023 είναι πως ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας εκτίμησε τη σταθερότητα και την αίσθηση ασφάλειας που προσέφερε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η δεύτερη κυβερνητική θητεία ως τώρα έδειξε δείγματα γραφής με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο που επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, τις νέες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, την ενίσχυση των ψηφιακών υπηρεσιών του Δημοσίου και την περαιτέρω μείωση φόρων και εισφορών. Παράλληλα, συνεχίζεται η προσπάθεια για την πράσινη μετάβαση και την ενεργειακή αυτονομία, με επενδύσεις σε ΑΠΕ και αποθήκευση ενέργειας — τομείς που θα καθορίσουν το ενεργειακό μέλλον της χώρας.
Οι μεταρρυθμίσεις σε Παιδεία και Υγεία επίσης κινούνται, έστω με αντιδράσεις. Η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, που πλέον δρομολογείται, αποτελεί μια αλλαγή που έμοιαζε αδιανόητη πριν από λίγα χρόνια. Η ψηφιοποίηση ραντεβού, φακέλων υγείας και η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στη δημόσια διοίκηση φανερώνουν πως το κράτος μπορεί να γίνει πιο φιλικό και αποτελεσματικό.
Η μεγάλη πρόκληση για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και το κυβερνητικό επιτελείο δεν είναι πια να πείσουν για την ανάγκη σταθερότητας — αυτό το κέρδισαν στις κάλπες. Είναι να αποδείξουν ότι η σταθερότητα μπορεί να συνδυάζεται με προοδευτική μεταρρυθμιστική ορμή, χωρίς να αφήνει κανέναν πίσω. Όπως δέχτηκαν το πολιτικό κόστος στην επέκταση του οικογενειακού δικαίου και στα ομόφυλα ζευγάρια, χρειάζεται ν αποδειχθεί και σε άλλους τομείς η ίδια μεταρρυθμιστική ζέση, όπως στο ότι η ανάπτυξη μπορεί να είναι περισσότερο δίκαιη, η κοινωνία να νιώθει ότι μοιράζεται τους καρπούς της, η νεολαία να βλέπει προοπτική και το κράτος να ακούει τις αδυναμίες του πολίτη.
Έξι χρόνια μετά, η χώρα είναι αναμφίβολα σε καλύτερη θέση απ’ ό,τι το 2019. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει δρόμος να διανυθεί — το αντίθετο. Η πολιτική κυριαρχία ενίοτε κρύβει τον κίνδυνο της αλαζονείας ή της αδράνειας. Όσο η κυβέρνηση διατηρεί τη φιλελεύθερη, μεταρρυθμιστική της ταυτότητα, όσο προχωρά με σχέδιο και συναίσθηση ευθύνης, τόσο θα κερδίζει όχι μόνο εκλογές αλλά και την ουσία της κοινωνικής εμπιστοσύνης, αλλάζοντας τη χώρα προς το καλύτερο. Γιατί τελικά, η σταθερότητα δεν είναι αυτοσκοπός — είναι εργαλείο για να γίνουν όσα έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και δεκαετίες.
Οι σημερινές απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες, γιατί οι πολίτες δεν αρκούνται πλέον σε υποσχέσεις αλλά ζητούν χειροπιαστά αποτελέσματα, ειδικά αν πλέον η κόπωση της εξουσίας αλλά και η δημοσιοποίηση του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ κινδυνεύουν να θολώσουν την εικόνα των μεταρρυθμίσεων και του εκσυγχρονισμού, δείχνοντας μια Ελλάδα που θα πρεπε να βρίσκεται ήδη στο παρελθόν. Η κοινή γνώμη ακόμα δίνει την κυριαρχία επί των πρωτοβουλιών στον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά με όλο και μεγαλύτερες επιφυλάξεις, αυξάνοντας το προσωπικό στοίχημα του πρωθυπουργού.
Αν κάτι απέδειξαν αυτά τα έξι χρόνια, είναι πως στον ταραγμένο καιρό των permacrises χρειάζεται σχέδιο, τόλμη και πολιτική βούληση. Υπάρχει η δυνατότητα για ρεαλιστικές μεταρρυθμίσεις και δράσεις προς εφαρμογή. Ωστόσο το στοίχημα είναι να μην χαθεί ο ρυθμός. Γιατί πέρα από την τύχη της κάθε κυβέρνησης, το έχει ανάγκη πρωτίστως η χώρα.