Εξ αφορμής ενός βιβλίου για την Τεχνητή Νοημοσύνη , μια πραγματική εξίσωση ισχύος στη Νέα Δημοκρατία

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας

Εξ αφορμής ενός βιβλίου για την Τεχνητή Νοημοσύνη , μια πραγματική εξίσωση ισχύος στη Νέα Δημοκρατία
Παρουσίαση του συλλογικού τόμου που επιμελήθηκε ο Βουλευτής Ροδόπης της Νέας Δημοκρατίας και Αν. Καθηγητής Νομικής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου Ευριπίδης Στυλιανίδης με τίτλο "Τεχνητή Νοημοσύνη. Ανθρώπινα Δικαιώματα, Δημοκρατία και Κράτος Δικαίου", παρουσία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, στο Ωδείο Αθηνών, Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025. (ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ/EUROKINISSI)

Στο κατάμεστο Ωδείο Αθηνών, η προχθεσινή παρουσίαση του συλλογικού τόμου του Ευριπίδη Στυλιανίδη για την Τεχνητή Νοημοσύνη ήταν κάτι παραπάνω από ένα πολιτιστικό ή ακαδημαϊκό γεγονός. Από όλους εκλήφθηκε ως μια προσεκτικά σκηνοθετημένη πολιτική σκηνή, ένα tableau vivant της εσωτερικής γεωγραφίας της Νέας Δημοκρατίας, όπου η τεχνολογία λειτούργησε ως άλλοθι για τη συνάντηση ή αντίστοιχα τη ρήξη, των τριών θεωρούμενων «πόλων» εσωτερικής εξουσίας της παράταξης.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εμφανώς άνετος και κυρίαρχος, επέλεξε να αναδείξει την εκδήλωση σε συμβολική στιγμή πολιτικού επαναπροσδιορισμού. Η ομιλία του, που ξεπέρασε τα όρια του θεματικού πλαισίου του βιβλίου, προσδιόρισε την τεχνητή νοημοσύνη όχι ως ουδέτερη τεχνολογία, αλλά ως πεδίο άσκησης πολιτικής ισχύος και κρατικής στρατηγικής. Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες που θα φιλοξενήσουν «AI factories», αναφέροντας την ανάγκη εθνικού σχεδίου για την ηθική, θεσμική και οικονομική ενσωμάτωση της νέας τεχνολογίας. Το μήνυμα, ωστόσο, ήταν βαθύτερο: σε μια εποχή που η τεχνητή νοημοσύνη επανακαθορίζει την παραγωγή, την παιδεία, την άμυνα και τη διακυβέρνηση, ο Μητσοτάκης θέλει να φανεί ως ο πρώτος Έλληνας ηγέτης που δεν απλώς αντιδρά στην εξέλιξη, αλλά την ενσωματώνει στο αφήγημά του για το “νέο ελληνικό κράτος”. Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός χρησιμοποίησε την ευκαιρία όχι για να «παρουσιαστεί», αλλά για να επαναβεβαιώσει την ηγεμονία του.

Η επιλογή του Ευριπίδη Στυλιανίδη να συγκεντρώσει, υπό την αιγίδα της επιστήμης, την «όλη Νέα Δημοκρατία», υπουργούς, βουλευτές, τεχνοκράτες και πρώην πρωθυπουργούς , αποδείχθηκε επιτυχής. Ήταν μια εικόνα ενότητας, αλλά και μια σκηνή όπου κάθε παρουσία ή απουσία είχε το δικό της βάρος. Ο Κώστας Καραμανλής, ψύχραιμος και πάντα μετρημένος, χειροκροτήθηκε θερμά, ενώ η τυπική χειραψία με τον Μητσοτάκη ερμηνεύθηκε ως σιωπηρή υπενθύμιση ότι η καραμανλική πτέρυγα δεν αποσύρεται, αλλά απλώς παρακολουθεί, κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας.

Αντιθέτως, η απουσία του Αντώνη Σαμαρά, αν και είχε επιβεβαιωμένη τη πρόσκλησή του , ήχησε πιο δυνατά από οποιονδήποτε λόγο. Δεν είναι τυχαίο ότι η είδηση της μη παρουσίας του κυκλοφόρησε λίγα λεπτά πριν την έναρξη, προκαλώντας θόρυβο στα δημοσιογραφικά πηγαδάκια. Σε πολιτικό επίπεδο, η αποχή του ερμηνεύεται ως ένδειξη αποστασιοποίησης, ίσως και ως προαναγγελία μιας διαδρομής που θα τον φέρει εκτός Ν.Δ., προς τη συγκρότηση ενός –ακόμα- νέου πολιτικού φορέα.

Η απουσία αυτή αποκτά νόημα μόνο μέσα στο πλαίσιο των τελευταίων μηνών, όπου ο Σαμαράς έχει συστηματικά διαφοροποιηθεί σε ζητήματα στρατηγικής, από τη Συμφωνία με την Αλβανία και το μεταναστευτικό, έως τη στάση απέναντι στην Ε.Ε. και ειδικά τα ελληνοτουρκικά. Οι αναφορές του περί «πατριωτικού ρεαλισμού» και «παράδοσης του έθνους στην παγκοσμιοποιημένη εξουσία των τεχνοκρατών» ηχούν πλέον σαν προγραμματικές γραμμές ενός αυτόνομου πολιτικού σχεδίου, όχι σαν εσωκομματική κριτική. Από τη στιγμή που η απουσία του χθες ήταν τόσο επιτηδευμένη, ίσως λειτουργεί ως πρώτη πράξη ενός πολιτικού αυτοπροσδιορισμού που δύσκολα θα αναστραφεί.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν ότι η προσωπική επιλογή της απουσίας Σαμαρά ίσως συνδέεται και με την πρόσφατη πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα να αποχωρήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ και να ιδρύσει τον δικό του πολιτικό φορέα. Δύο πρώην πρωθυπουργοί, από αντίθετες όχθες του πολιτικού φάσματος, κινούνται πλέον έστω σιωπηλά, σε παράλληλες τροχιές αποδέσμευσης από τα κόμματα που οι ίδιοι ηγήθηκαν. Είναι σαν να αντιλαμβάνονται, ο καθένας με τον τρόπο του, ότι το παλιό πολιτικό πλαίσιο δεν χωράει πια ούτε τη ρητορική ούτε το πολιτικό τους βάρος. Αυτή η σύμπτωση δεν είναι τυχαία· αποκαλύπτει ένα ρήγμα στο ίδιο το υπόστρωμα του δικομματισμού, που ίσως προαναγγέλλει ένα νέο σκηνικό στο κέντρο και τη δεξιά του πολιτικού φάσματος.

Το Μέγαρο Μαξίμου, από την πλευρά του, δεν φαίνεται να ανησυχεί. Στο περιβάλλον του πρωθυπουργού, επικρατεί η αίσθηση ότι «όποιος θέλει να αποχωρήσει, ας το κάνει καθαρά». Ο Μητσοτάκης έχει καταστήσει σαφές πως η Νέα Δημοκρατία του 2025 δεν θα είναι μια χαλαρή συμμαχία παραδοσιακών ρευμάτων, αλλά μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή κεντροδεξιά με σταθερό πυρήνα εξουσίας. Η επικοινωνιακή διαχείριση της εκδήλωσης ήταν απολύτως ελεγχόμενη: το μήνυμα που βγήκε προς τα έξω ήταν ότι «η Ν.Δ. είναι ενωμένη, σύγχρονη και μπροστά», αφήνοντας στο περιθώριο τις εσωτερικές αποστασιοποιήσεις.

Κι όμως, η σημειολογία της προχθεσινής βραδιάς ίσως μαρτυρά κάτι βαθύτερο. Ο τόμος για την τεχνητή νοημοσύνη έγινε, άθελά του, καθρέφτης ενός κόμματος που πασχίζει να συνδυάσει τον τεχνοκρατικό ορθολογισμό με το πολιτισμικό του υπόστρωμα. Η «μηχανική λογική» που περιγράφει ο Στυλιανίδης στα κείμενα του βιβλίου αντιπαρατίθεται με τις πιο συναισθηματικές, σχεδόν υπαρξιακές αντιδράσεις μιας συντηρητικής βάσης που βλέπει την ψηφιακή εποχή ως απειλή για την ταυτότητα και τη συνέχεια του έθνους. Στο εσωτερικό της Ν.Δ., η διαμάχη αυτή προσωποποιείται: Μητσοτάκης εναντίον Σαμαρά δεν είναι μόνο πολιτική αντιπαράθεση· είναι φιλοσοφική σύγκρουση ανάμεσα στην τεχνοκρατία του μέλλοντος και τον εθνικισμό του παρελθόντος.

Είναι πρόωρο να ειπωθεί αν ο Σαμαράς θα προχωρήσει σε ίδρυση νέου κόμματος. Όμως η απουσία του από μια εκδήλωση όπου παρέστη όλο το πολιτικό DNA της Νέας Δημοκρατίας μοιάζει περισσότερο με δήλωση πρόθεσης παρά με συγκυριακή αποχή. Η πολιτική, όπως και η τεχνητή νοημοσύνη, βασίζεται στη δυνατότητα πρόβλεψης μέσω επαναλαμβανόμενων μοτίβων. Και το συγκεκριμένο μοτίβο Σαμαρά – αποχή, διαφοροποίηση, σιωπηλή υπονόμευση – επαναλαμβάνεται με αξιοσημείωτη ιστορική συνέπεια.

Αν κάτι επιβεβαίωσε η προχθεσινή βραδιά, είναι ότι ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να ελέγχει απόλυτα το εσωκομματικό πεδίο. Όμως, σε ένα πολιτικό σύστημα που έχει μάθει να ζει με την τεχνητή σταθερότητα των δημοσκοπήσεων, κάθε απουσία αποκτά αυθύπαρκτη σημασία. Και στην περίπτωση του Αντώνη Σαμαρά, η σιωπή ίσως είναι ήδη η πρώτη λέξη ενός επόμενου κεφαλαίου.