Ελλάδα και κράτος δικαίου: η Πρόοδος και οι προκλήσεις που παραμένουν

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας. 

Ελλάδα και κράτος δικαίου: η Πρόοδος και οι προκλήσεις που παραμένουν
(ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ / EUROKINISSI)

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας. 

Η φετινή Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα μοιάζει με έναν καθρέφτη που δείχνει δύο όψεις: από τη μία την πρόοδο που έχει συντελεστεί σε κομβικά πεδία, από την άλλη τις χρόνιες προκλήσεις που εξακολουθούν να βαραίνουν την εικόνα της ελληνικής Δικαιοσύνης.

Μέσα σε τέσσερα χρόνια, η χώρα κατάφερε να μειώσει τον αριθμό των συστάσεων από επτά σε τέσσερις. Ένα θετικό μήνυμα που αντανακλά την προσπάθεια για βελτίωση, ειδικά αν αναλογιστούμε τη δύσκολη αφετηρία: ένα σύστημα που ταλαιπωρείται εδώ και δεκαετίες από καθυστερήσεις, γραφειοκρατία και έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς.

Η πρόοδος αυτή δεν είναι τυχαία. Η κυβέρνηση επένδυσε σε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που είχαν ως στόχο να θωρακίσουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και να επιταχύνουν τις διαδικασίες. Η πιο χαρακτηριστική τομή είναι η ενίσχυση του ρόλου του δικαστικού σώματος στην επιλογή της ηγεσίας του. Ένα πάγιο αίτημα που υλοποιείται για πρώτη φορά με τέτοιο θεσμικό βάθος και φέρνει την Ελλάδα πιο κοντά στις ευρωπαϊκές καλές πρακτικές.

Την ίδια στιγμή, το ψηφιακό άλμα που επιχειρείται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης δείχνει ότι υπάρχει σχέδιο για να ξεφύγουμε από το μοντέλο της «Δικαιοσύνης με τους φακέλους». Περισσότερα από 650 εκατομμύρια ευρώ κατευθύνονται σε υποδομές, νέα εργαλεία και κατάρτιση. Το στοίχημα, ωστόσο, παραμένει ανοιχτό: θα απορροφηθούν έγκαιρα; Θα αλλάξουν την καθημερινότητα των δικαστών, των δικηγόρων και – κυρίως – των πολιτών;

Σημαντική αναγνώριση αποτελεί και η πρόοδος στο πεδίο της διαφάνειας. Ο έλεγχος του πόθεν έσχες έχει αποκτήσει πιο αξιόπιστο χαρακτήρα, ενώ η δημόσια διαβούλευση δεν αντιμετωπίζεται πια ως αγγαρεία. Είναι όμως στο χέρι της εκτελεστικής εξουσίας να αποδείξει ότι ακούει πραγματικά και δεν περιορίζεται σε τυπική συμμόρφωση με το γράμμα του νόμου. Η ποιότητα των θεσμών κρίνεται και στη λεπτομέρεια της καθημερινής νομοθέτησης.

Στο ζήτημα της ελευθερίας του Τύπου, η εικόνα παραμένει σύνθετη. Τα μέτρα για την προστασία των δημοσιογράφων, το Μνημόνιο Κατανόησης και η Task Force δείχνουν θετική κατεύθυνση, αλλά η πραγματική ασπίδα είναι η εμπέδωση της ανεξαρτησίας στην πράξη. Οι δημοσιογράφοι δεν κινδυνεύουν μόνο από ακραίες επιθέσεις, αλλά και από το πιο ύπουλο όπλο: τις στρατηγικές αγωγές φίμωσης (SLAPPs). Η ευθυγράμμιση με την ευρωπαϊκή οδηγία είναι αναγκαία, η εφαρμογή της όμως είναι κρίσιμη.

Η διαφθορά, τέλος, παραμένει η πιο δύσκολη παθογένεια. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ψηφιοποίηση και η ενίσχυση της Αρχής Καταπολέμησης Διαφθοράς βάζουν φρένο σε φαινόμενα που για χρόνια θεωρούνταν «κανονικότητα». Αλλά η Δικαιοσύνη που αποδίδεται με καθυστέρηση ισοδυναμεί με αρνησιδικία. Ο πολίτης που περιμένει δεκαπέντε χρόνια για μια απόφαση, χάνει την πίστη του σε κάθε θετικό βήμα που γίνεται στην κορυφή του συστήματος.

Η μεγάλη αλήθεια είναι πως η Έκθεση δεν είναι απλώς μια γραφειοκρατική αξιολόγηση από τις Βρυξέλλες. Είναι μια δοκιμασία αξιοπιστίας: δείχνει αν η Ελλάδα μπορεί να αποδείξει ότι οι θεσμοί της αντέχουν στις πιέσεις και προχωρούν μπροστά. Μέχρι στιγμής, υπάρχουν δείγματα ότι η πολιτική βούληση για τομές είναι υπαρκτή. Όμως η εμπιστοσύνη χτίζεται αργά και χάνεται εύκολα.

Στο τέλος της ημέρας, το Κράτος Δικαίου δεν είναι ένα κουτάκι για να το τσεκάρουμε στην ευρωπαϊκή ατζέντα. Είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών και η σταθερότητα της δημοκρατίας μας. Σε μια εποχή που οι κρίσεις και οι αμφισβητήσεις θεριεύουν, το στοίχημα είναι να μην υπάρξει πισωγύρισμα. Οι προκλήσεις είναι εδώ και μας περιμένουν. Το ερώτημα είναι αν θα συνεχίσουμε να τις αντιμετωπίζουμε με σχέδιο και τόλμη ή αν θα μείνουμε στη μέση του δρόμου.