Είδαμε τους «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου και δεν το μετανιώσαμε (ΦΩΤΟ)
Προσωπικά, πήρα όσα ζητούσα από αυτήν την παράσταση
Δεν έχω θεατρικές γνώσεις και φυσικά δεν κάνω κριτική. Σαν θεατής σχολιάζω αρκετές παραστάσεις, έτσι για να κάνουμε κουβέντα (και για να επιβεβαιώσω την Λένα Κιτσοπούλου που ισχυρίζεται πως «εμείς οι Έλληνες για όλα θέλουμε να έχουμε γνώμη»).
Τους «Σφήκες» να τους δείτε. Να πάτε απόψε στο δάσος στη δεύτερη και τελευταία τους παράσταση. Το προτείνω ανεπιφύλακτα, όχι με τη σιγουριά ότι θα σας αρέσει αλλά με την βεβαιότητα ότι θα σας προκαλέσει «δονήσεις».
Είναι «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου κι όχι του Αριστοφάνη. Αν θέλετε Αριστοφανική κωμωδία θα ξενερώσετε. Δεν είναι μετάφραση του έργου, δεν είναι καν διασκευή. Είναι κάτι «άλλο» εμπνευσμένο από τους «Σφήκες».
Στην παράσταση που έχει καταιγιστικό ρυθμό, η Κιτσοπούλου τα στηλιτεύει όλα: την εξουσία, την πατριαρχία, τον μικροαστισμό, την υποκρισία της κοινωνίας, την ελληνική νοοτροπία, την ανοχή στη βία, τον σεξισμό, τον δικαιωματισμό. Και το κάνει με έναν τρόπο που δεν περνάει απαρατήρητος. Αφήνει χνάρια στην ψυχή του θεατή.
Προσωπικά, πήρα όσα ζητούσα από αυτήν την παράσταση: είδα στοιχεία του εαυτού μου, της κοινωνίας που ζω, σκέφτηκα, γέλασα και σήμερα όλο αυτό «σιγοκαίει» ακόμα κάπου στην άκρη του μυαλού και της καρδιάς μου. Δεν το θεωρώ λίγο αυτό. Φυσικά κάποια στοιχεία της παράστασης τα βρήκα υπερβολικά ή αχρείαστα αλλά δεν επηρέασαν την «αίσθησή» μου, ούτε με αποσυντόνισαν, αντιθέτως στο σύνολό της η παράσταση κατάφερε να με «μετακινήσει» σε έναν άλλον, καινούργιο εαυτό.
Στις κερκίδες του Δάσους είχε λίγο κόσμο. Το «κράξιμο» για την πρεμιέρα στην Επίδαυρο επηρέασε πολλούς. Όσοι πήγαν, ωστόσο, στη συντριπτική τους πλειοψηφία χειροκρότησαν θερμά. Τους άρεσε. Μάλλον, λοιπόν, έλλειπαν αυτοί που «έχουν γνώμη» για την ορθή «αξιοποίηση» των αρχαίων κειμένων αλλά και τη «χρήση» των αρχαίων θεάτρων. Δικαίωμά τους, μεν, αλλά η έξαλλη αποδοκιμασία της παράστασης και της Λένας Κιτσοπούλου ήταν απίστευτα υπερβολική και τελικά άδικη. Διότι δεν είναι δυνατόν να είδαμε κατά καιρούς τόσα βαρετά, ανούσια, άστοχα «ανεβάσματα» παραστάσεων χωρίς καμία αντίδραση, καμία αποδοκιμασία (και ορθώς φυσικά) αλλά να θίχτηκε η αισθητική και η ηθική τόσων ανθρώπων από τον -προκλητικό- τρόπο της Κιτσοπούλου ο οποίος, στο φινάλε, είναι γνωστός εδώ και χρόνια.

Όπως σωστά διαπίστωσε η Αλίκη σε μια παρέα χθες βράδυ, αν το έργο λέγονταν «Η Δημοκρατία του μπακλαβά» και όχι «Σφήκες», δεν θα προκαλούνταν όλο αυτό το «νταβαντούρι» που τελικά στέρησε την ευκαιρία από πολλούς να δούνε την παράσταση επηρεασμένοι από το «μην πάει κανείς» το οποίο διαδόθηκε σαν ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ.
Κι εδώ επιστρέφω στο «σχόλιο» της Κιτσοπούλου για την ανάγκη αυτής της κοινωνίας «να έχει γνώμη για όλα, απλώς για να την έχει». Το ήξερε το «κράξιμο» που θα φάει. Το προφήτευσε επακριβώς και το σχολιάζει στην παράσταση και κυρίως στο συγκλονιστικό αυτοαναφορικό τέλος της όπου, ως άλλος ΛΕΞ, ραπάρει η ίδια στη σκηνή. Δεν έφτασε 52 χρόνων η Κιτσοπούλου για να μπορεί να την επηρεάσει το κάθε ηθικολογικό μπούλινγκ που θα δεχτεί. Αντιθέτως, ίσως και να την εμπνέει, να την «τρέφει», να την κρατάει δυνατή. Σαφώς και σε ένα μεγάλο κομμάτι του θεατρικού κοινού η Κιτσοπούλου δεν αρέσει. Το καταλάβαμε. Είναι αυτό που έλλειπε από τις κερκίδες του Δάσους. Δικαίωμά τους να λείπουν, καθόλου δικαίωμά τους, όμως, να απαιτούν να μην ανεβαίνουν τέτοιες παραστάσεις.

Σιγά μην τους ρωτήσει η κάθε Λένα Κιτσοπούλου αν θα «πειράξει» τους «Σφήκες» ή αν θα τολμήσει να τους ανεβάσει στην «ιερή» Επίδαυρο. Σαφώς και η παράσταση αυτή θα μπορούσε να είναι παραγωγή ενός πειραματικού θεατρικού οργανισμού κι όχι σύμπραξη Εθνικού και ΚΘΒΕ. Ωστόσο ήταν σύμπραξη δημόσιων φορέων. Και καλώς. Αν οι διευθυντές των θεάτρων εντόπισαν την αιτία του ανεβάσματος, καλά έκαναν και την χρηματοδότησαν. Γι αυτό πληρώνονται και είναι σε αυτές τις θέσεις: για να επιλέγουν. Δεν έχει μόνον ο Λιγνάδης, ο Μιγνάδης και ο κάθε φούφουτος αυτό το προνόμιο. Δικαιούται και το κοινό της Κιτσοπούλου να δει μια παράστασή της με περισσότερα τεχνικά μέσα και ηθοποιούς.
Κλείνω με την προτροπή, αν με εμπιστεύεστε, να δείτε σήμερα την τελευταία παράσταση στο Δάσος. Και να συζητήσουμε αύριο για τις ερμηνείες των ηθοποιών, την σκηνοθεσία, την μπασκέτα στο σκηνικό, την ζωντανή ορχήστρα, τις ατάκες και το χιούμορ του κειμένου… Να μιλήσουμε για θέατρο κι όχι για το αν έχει ο οποιοσδήποτε καλλιτέχνης το δικαίωμα να δημιουργεί μόνον όπου και όπως αρέσει σε μας. Σαφώς και έχει το δικαίωμα για να μην μπω και την υποχρέωση να εκφράζεται όπως ο ίδιος θέλει. Τα αυτονόητα είναι περιττό να τα σχολιάζουμε.
Φωτογραφίες: Γιώργος Τσιτιρίδης
Άκης Σακισλόγλου