Εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης στο κράτος: Καλύτερα συνεργάτες παρά αντίπαλοι

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.

Εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης στο κράτος: Καλύτερα συνεργάτες παρά αντίπαλοι
Pixabay

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας.

Η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ για τη διακυβέρνηση με Τεχνητή Νοημοσύνη (AI) αποτελεί ένα από τα πιο φιλόδοξα κείμενα πολιτικής των τελευταίων ετών. Δεν πρόκειται απλώς για μια τεχνολογική μελέτη, αλλά πρόκειται για έναν πολιτικό και ηθικό οδικός χάρτης που θέτει τα πλέον χρήσιμα ερωτήματα, όπως πώς μπορεί η ΤΝ να ενσωματωθεί στις λειτουργίες του κράτους, ποια είναι τα όρια της, και κυρίως ποια εγγύηση λογοδοσίας υπάρχει όταν ο αλγόριθμος αποφασίζει για τη ζωή των πολιτών.

Ο ΟΟΣΑ καταγράφει περίπου 200 περιπτώσεις χρήσης της ΤΝ σε 11 βασικές λειτουργίες του κράτους. Εντοπίζει αξιοσημείωτη πρόοδο στη δικαιοσύνη, στις κοινωνικές παροχές και στη συμμετοχική διακυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει τη στασιμότητα σε τομείς όπως η φορολογία ή η αξιολόγηση πολιτικών. Με άλλα λόγια, η τεχνολογία τρέχει πιο γρήγορα εκεί όπου οι ανάγκες είναι πιο άμεσες και ορατές, ενώ καθυστερεί όπου απαιτείται στρατηγική σκέψη και διοικητική αναδιάρθρωση.

Το κεντρικό διακύβευμα, όμως, δεν είναι τεχνικό αλλά θεσμικό. Η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να απογειώσει την αποδοτικότητα της δημόσιας διοίκησης, να βελτιώσει την εμπειρία του πολίτη, να ενισχύσει τη διαφάνεια και να προσφέρει νέα εργαλεία πρόβλεψης και ανάλυσης δεδομένων. Ταυτόχρονα, ενέχει τον κίνδυνο μεροληψίας, αδιαφάνειας, παραβίασης προσωπικών δεδομένων και κοινωνικής δυσπιστίας. Η λογική του «μαύρου κουτιού» πολλών αλγορίθμων δεν είναι συμβατή με τη δημοκρατική αρχή της λογοδοσίας. Ένας πολίτης μπορεί να δεχθεί ότι ένας υπάλληλος ή ένας υπουργός έκανε λάθος, όμως δυσκολεύεται να αποδεχθεί μια απόφαση που «πήρε» μια αλγοριθμική μηχανή.

Εδώ βρίσκεται και η μεγαλύτερη πρόκληση για τις κυβερνήσεις διεθνώς: πώς να συνδυάσουν την καινοτομία με την εμπιστοσύνη. Ο ΟΟΣΑ προτείνει τρεις πυλώνες: τους ενδυναμωτές (enablers), τα φρένα (guardrails) και τη συμμετοχή (engagement). Ο πρώτος αφορά τις υποδομές και τις δεξιότητες, ο δεύτερος τα ρυθμιστικά και ηθικά όρια και ο τρίτος την ενεργό εμπλοκή των πολιτών, των κοινωνικών φορέων και των διεθνών εταίρων. Χωρίς αυτούς τους τρεις πυλώνες, η ΤΝ κινδυνεύει να γίνει είτε μια τεχνολογική μόδα είτε ακόμα χειρότερα, ένα όπλο αυταρχισμού. Αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στη διάσταση της συμμετοχής. Η εμπιστοσύνη δεν χτίζεται μόνο κανονιστικά με νόμους αλλά δημοκρατικά, με διαφάνεια, διάλογο και συνεχή λογοδοσία. Αν οι πολίτες αισθανθούν ότι η ΤΝ εφαρμόζεται ερήμην τους, θα την απορρίψουν. Αντίθετα, αν δουν ότι οι κυβερνήσεις τους χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να βελτιώσουν την καθημερινότητά τους, από τη ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης μέχρι πιο στοχευμένες κοινωνικές παροχές, τότε η αποδοχή θα είναι πολύ μεγαλύτερη και η συμβολή της πολύ πιο ουσιαστική.

Η Ελλάδα, όπως και πολλές άλλες χώρες, βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μια, διαθέτει δυναμικό ανθρώπινου κεφαλαίου και μια διοίκηση που προσπαθεί να μετασχηματιστεί ψηφιακά. Από την άλλη όμως κουβαλάει βαρίδια και παθογένειες χρόνων: ελλιπή υποδομή δεδομένων, γραφειοκρατικά εμπόδια, περιορισμένη κουλτούρα αξιολόγησης. Η πρόκληση είναι να μην αναπαραχθούν οι αδυναμίες του παρελθόντος μέσα από καινούργια τεχνολογικά εργαλεία. Δεν αρκεί να εγκατασταθούν συστήματα AI, αλλά πρέπει να εξασφαλιστεί ότι είναι αξιόπιστα, δίκαια και αξιοκρατικά.

Η εμπειρία άλλων χωρών δείχνει ότι οι πιο επιτυχημένες εφαρμογές είναι αυτές που ξεκινούν πιλοτικά, με σαφή στόχο, συνεχή αξιολόγηση και δυνατότητα προσαρμογής. Τα «πειραματικά ‘εργαστήρια πολιτικής» (policy sandboxes) μπορούν να δώσουν τη δυνατότητα να δοκιμάζονται οι λύσεις πριν γενικευτούν, μειώνοντας τον κίνδυνο αποτυχίας. Αντίθετα, η αλόγιστη και άκριτη υιοθέτηση της ΤΝ μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα προσπαθήσει να λύσει.

Έτσι η πολιτική διάσταση δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι και θα παραμείνει ένα πεδίο ανταγωνισμού, τεχνολογικού, οικονομικού αλλά και γεωπολιτικού. Όποια χώρα καταφέρει να συνδυάσει καινοτομία, θεσμική ωριμότητα και κοινωνική εμπιστοσύνη, θα εξασφαλίσει το συγκριτικό πλεονέκτημα. Όποια αποτύχει, θα βρεθεί αντιμέτωπη με δυσπιστία, αναποτελεσματικότητα και πιθανώς κοινωνική αναταραχή.

Η έκθεση του ΟΟΣΑ, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένας τεχνοκρατικός οδηγός. Είναι μια υπενθύμιση ότι η τεχνολογία από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζεται στρατηγική, θεσμοί και συμμετοχή. Χρειάζεται μια κυβέρνηση που θα αξιοποιήσει την ΤΝ όχι ως μαγική λύση, αλλά ως εργαλείο μέσα σε ένα πλαίσιο δημοκρατίας και λογοδοσίας. Η πρόκληση για όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, είναι να αποδείξουν ότι μπορούν να κυβερνούν με Τεχνητή Νοημοσύνη χωρίς ν αφεθούν να κυβερνιούνται από αυτήν.