Από τη δημοσκόπηση στο δημοψήφισμα

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Νίκος Νικήσιανης, μέλος της παράταξης «Η Πόλη Ανάποδα».

Από τη δημοσκόπηση στο δημοψήφισμα

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Νίκος Νικήσιανης, μέλος της παράταξης «Η Πόλη Ανάποδα».

«Η δημοσκόπηση της Palmos αποτελεί μια κρίσιμη στιγμή στη συζήτηση για το μέλλον της ΔΕΘ: είναι η πρώτη φορά που τίθενται με σαφή κι αντικειμενικό τρόπο τα πραγματικά ερωτήματα, και συνεπώς αποκτούμε μια ποσοτική εικόνα για το τί σκέφτονται οι κάτοικοι της μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης.

Μετά λοιπόν από τα αρχικά αυθόρμητα χαμόγελα, όσοι και όσες υποστηρίζουμε το δημοψήφισμα, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε τα αποτελέσματά της για μια πιο ψύχραιμη κι ειλικρινή ανάλυση.

Η σημασία της ΔΕΘ για την πόλη

Στις πρώτες ερωτήσεις αποτυπώνεται ένα παράδοξο: από τη μια, οι Θεσσαλονικείς θεωρούν πολύ σημαντικό τόσο τον θεσμό (86%), όσο και τις εγκαταστάσεις (69%) της ΔΕΘ, επιβεβαιώνοντας ότι η ΔΕΘ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της μνήμης και της ταυτότητας της πόλης. Από την πλευρά μας, πιστεύουμε ότι η δημιουργία νέου χώρου στη Σίνδο μπορεί να ανανεώσει τον θεσμό. Μπορεί όμως, ταυτόχρονα, να τραυματίσει τη σχέση της πόλης με τη ΔΕΘ: την γνωρίζουμε αυτή την ανησυχία, την συζητάμε καθημερινά μαζεύοντας υπογραφές. Για αυτό και προτείναμε να διασωθούν τα ιστορικά κτίρια της ΔΕΘ και να συνεχίζουν να φιλοξενούν ήπιες εκθεσιακές δραστηριότητες.

Από την άλλη, σημειώστε ότι οι ίδιοι άνθρωποι απαντούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία (74%) ότι επισκέπτονται το χώρο της 1-2 φορές τον χρόνο ή σπανιότερα. Τί πιο εύγλωττη απόδειξη της αποτυχίας της διοίκησης της ΔΕΘ να αξιοποιήσει δημιουργικά αυτή την πολύτιμη προίκα που της δώρισε η πόλη; Ο χώρος της ΔΕΘ, αυτή η φριχτή λαμαρινούπολη, παραμένει περίκλειστη για την τοπική κοινωνία και χρησιμοποιείται στο ελάχιστο, κυρίως για χρήσεις άσχετες με τον προορισμό της, όπως το πάρκινγκ για τους πελάτες των καταστημάτων της Αγγελάκη. Συμπέρασμα πρώτο λοιπόν: χρειαζόμαστε άμεσα μια πραγματική ανάπλαση, που να διατηρεί τη σχέση της πόλης με τη ΔΕΘ και να ανοίγει τον χώρο της στην πόλη.

Ποιο πρέπει να είναι το κύριο κριτήριο αυτής της ανάπλασης; Μέσα στα τόσα προβλήματα της καθημερινότητας τους, οι ερωτώμενοι/ες παραμένουν σαφείς: η αύξηση του πράσινου (43%). Ακόμα κι η δημιουργία θέσεων στάθμευσης, που τόσο προβάλλεται ως «λύση» στο κυκλοφοριακό (δεν είναι, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία), έρχεται 4η (28%). Δεν παραβλέπουμε ωστόσο ότι η «οικονομική ανάπτυξη» έρχεται δεύτερη.

Πολλές λύσεις, πολλές απόψεις

Στο βασικό ερώτημα, η δημοσκόπηση επιβεβαιώνει ότι παρά τα δώδεκα χρόνια πιέσεων, η κοινωνία της πόλης μας παραμένει αρνητική στο σχέδιο του Υπερταμείου για την επί τόπου ανάπλαση: ένα σχέδιο που -όπως σωστά μας θυμίζουν οι υποστηρικτές του- είχε εξασφαλίσει τη συμφωνία τριών κυβερνήσεων, τριών διοικήσεων του Δήμου και όλων των εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου της πόλης, αποσπά τη συναίνεση μόνο του 40%. Όσο αφορά ειδικότερα το real estate σκέλος, με το ξενοδοχείο συμφωνεί το 34% και με το εμπορικό κέντρο το 45%.

Τα ποσοστά αυτά είναι σαφώς μειοψηφικά, αλλά όχι ασήμαντα. Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό διατηρούνται εξαιτίας της άγνοιας για τις εναλλακτικές και τον εκβιασμό των αρμοδίων ότι «είναι αυτό ή τίποτα»: αν δεν δεχθούμε την ανάπλαση όπως έχει, δεν θα γίνει κανένα έργο. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε κι αυτές τις απόψεις.

Η πλειοψηφία που διαφωνεί με το κυρίαρχο σχέδιο, μοιράζεται ανάμεσα στη λύση της ολοκληρωτικής μεταφοράς εκτός πόλης (28%) και στη δικής μας, ενδιάμεση, λύση, δηλαδή τη δημιουργία ενός μητροπολιτικού πάρκου με διατηρημένα ορισμένα κτίρια στο κέντρο και ενός νέου χώρου εκτός (30%).

Βέβαια, γνωρίζουμε ότι αν στην ίδια ερώτηση έμπαιναν και άλλες πιθανές απαντήσεις, όπως πχ η επί τόπου ανάπλαση με νέα κτίρια αλλά χωρίς επιχειρηματικό κέντρο, ή η διατήρηση ορισμένων κτιρίων για μια μικρή ΔΕΘ χωρίς νέο χώρο στη Σίνδο, τα ποσοστά θα μοιραζόταν ακόμα περισσότερο. Ορθώς νομίζω οι δημοσκόποι επέλεξαν για τις ανάγκες τις έρευνας τις τρεις κυριότερες προτάσεις, οι οποίες στηρίζονται από σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.

Οι προϋποθέσεις μιας συναίνεσης

Για να προκύψει όμως, μέσα από όλη αυτή την γκάμα, μια λύση πραγματικά κοινής αποδοχής, υπάρχουν δύο προϋποθέσεις. Πρώτη προϋπόθεση, αυτή η λύση να μην είναι μονομερής, αλλά να λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές ανάγκες και προτεραιότητες: το πράσινο, τη μνήμη, την προοπτική της ΔΕΘ. Για αυτό και -μετά από πολύ διαβούλευση- οι φορείς της δημοψηφίσματος καταλήξαμε στην πρόταση που με σαφήνεια αποτυπώνεται στο σχετικό ερώτημα και περιγράφεται αναλυτικά στη σελίδα μας.

Δεύτερη προϋπόθεση, η λύση αυτή να εξασφαλίσει την ευρεία συναίνεση της κοινωνίας. Όπως καταλαβαίνει κάθε λογικός άνθρωπος, αυτό δεν μπορεί να γίνει με το να επιβληθεί μια μειοψηφική λύση από τα πάνω, χωρίς ενημέρωση (σύμφωνα με το 58%), χωρίς διαβούλευση (σύμφωνα με το 61%) και με τους αρμόδιους να φωνάζουν ότι «η συζήτηση τελείωσε». Η συζήτηση τώρα άνοιξε για τα καλά και ο μόνος τρόπος για να κλείσει ομαλά και να ξεκινήσει το όποιο έργο, είναι να αποφασίσει η ίδια η κοινωνία της πόλης, της μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης. Αυτό είναι άλλωστε και το πιο εντυπωσιακό εύρημα της δημοσκόπησης, η πιο καθολική συμφωνία σε μία απάντηση: 83% υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος.

Και αυτό είναι που θέλω να κρατήσουμε: η μοίρα της ΔΕΘ βρέθηκε εδώ και 12 χρόνια σε αδιέξοδο, εξαιτίας της εμμονής του ιδιοκτήτη της, δηλαδή του Υπερταμείου, «να βγάλει κάτι από αυτήν». Έχουμε πει πολλές φορές ότι ακόμα και αυτό το «κάτι» είναι αέρας κοπανιστός, αφού ο ιδιώτης θα βάλει πολύ λιγότερα από όσα θα στοιχίσει στο δημόσιο το κομμάτι που θα του εκχωρήσει, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα εδώ. Είναι φανερό ότι η λύση αυτή δεν προχωράει, αλλά κανένας θεσμός, καμιά αρχή -όπως πχ η διοίκηση του Δήμου- δεν έκανε τίποτα για να μας βγάλει από αυτό το αδιέξοδο, ανοίγοντας τον δρόμο για κάτι διαφορετικό. Η διέξοδος έρχεται τελικά από τα κάτω, από τη βάση της κοινωνίας, μέσα από την πρωτοβουλία για το δημοψήφισμα.

Για αυτό είπα στην αρχή ότι η δημοσκόπηση αυτή έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή: ως τώρα, όσοι διαφωνούσαμε με το καταστροφικό σχέδιο της επί τόπου ανάπλασης, ήμασταν σε θέση άμυνας. Οφείλαμε να ανοίξουμε ξανά μια απαγορευμένη συζήτηση, να καταδείξουμε την περιβαλλοντική καταστροφή και την οικονομική απάτη, να αναδείξουμε τις εναλλακτικές. Στην αρχή, ελάχιστοι μας πήραν σοβαρά. Θεωρούσαν, όχι παράλογα, ότι είναι αδύνατο να συγκεντρώσουμε 25.000 υπογραφές – με τον ίδιο αριθμό, θυμίζουμε, ο Αγγελούδης βγήκε δήμαρχος. Σήμερα όμως, με τον στόχο των υπογραφών να φτάνει στα δύο τρίτα, ο ρόλος μας έχει αλλάξει. Δεν μας πέφτει πια το βάρος της κριτικής, αλλά της λύσης.

Το δημοψήφισμα, η μόνη διέξοδος

Το δημοψήφισμα λοιπόν θα γίνει και θα γίνει με ένα συγκεκριμένο ερώτημα. Ο νόμος είναι εξαιρετικά σαφής: στο δημοψήφισμα δεν «συντάσσονται ερωτηματολόγια», δεν «εξετάζονται εναλλακτικές», αλλά καλούνται οι πολίτες να απαντήσουν σε ένα διαζευτικό ερώτημα. Το ερώτημα αυτό το θέτουν αυτοί που καταθέτουν τη συγκεκριμένη πρόταση: στην περίπτωσή μας δηλαδή, οι πολίτες που υπογράφουν το σχετικό αίτημα. Θα μπορούσε πχ, αν ήθελε, να θέσει το δικό της η πλειοψηφία του Δημοτικού Συμβουλίου. Το προτείναμε εγκαίρως στη διοίκηση και είπε όχι. Τώρα ο κ. Αγγελούδης απειλεί να κάνει hijacking στην πρωτοβουλία των πολιτών για να επιβάλλει αυτός εκ των υστέρων το ερώτημα: αν δεν ήταν παράνομο, θα ήταν τουλάχιστον άκομψο.

Ξέρουμε λοιπόν ήδη ποιο θα είναι το ερώτημα του δημοψηφίσματος και ο νόμος δεν επιτρέπει κανένα παζάρι πάνω σε αυτό: οι δημότες/ισσες θα κληθούν να απαντήσουν αν συμφωνούν στη «διπλή λύση», δηλαδή πάρκο και διατηρημένα κτίρια στο κέντρο και νέες εγκαταστάσεις στη Σίνδο. Απέναντι σε αυτή τη λύση θα τεθεί εκ των πραγμάτων η πρόταση Υπερταμείου και ΔΕΘ, δηλαδή η επί τόπου ανάπλαση με ΣΔΙΤ, η οποία παραμένει το κυρίαρχο σήμερα σενάριο, με σημαντική -όπως είδαμε- υποστήριξη. Αν οι δημότες πουν όχι στην πρώτη, συνεχίζει νομιμοποιημένα η δεύτερη.

Θα συνεχίσουν βέβαια να υπάρχουν υποστηρικτές των υπόλοιπων λύσεων, αλλά και αυτοί θα πρέπει να γείρουν προς τη μία ή την άλλη πλευρά: αν το κύριο κριτήριό τους πχ είναι το πράσινο, ακόμα κι αν έχουν επιφυλάξεις για επιμέρους πλευρές της πρότασής μας, θα στηρίξουν το «ναι». Αν πάλι έχουν προτεραιότητα το επιχειρηματικό κέντρο, ή θεωρούν για κάποιο λόγο καταστροφική οποιαδήποτε νέα δομή στη Σίνδο, θα πάνε προς το «όχι».

Είναι μεγάλη η ευθύνη που έχουμε αναλάβει, το γνωρίζουμε. Αλλά ήταν ο μόνος δρόμος για να βγάλουμε την πόλη από το αδιέξοδο ενός καταστρεπτικού σχεδίου που επιβλήθηκε χωρίς ποτέ να πείσει – και που, να μην το ξεχνάμε, από τον Σεπτέμβρη μπαίνει σε εφαρμογή. Η θερμή αποδοχή του δημοψηφίσματος δείχνει ότι καλώς πήραμε αυτό το ρίσκο. Όμως χρειαζόμαστε βοήθεια. Ακόμα κι όσοι σταθήκαν με εύλογες επιφυλάξεις απέναντι στους κινδύνους της πρωτοβουλίας μας, ας κάνουν το βήμα κι ας έρθουν δίπλα μας, ισότιμα. Είναι μια ωραία και μεγάλη στιγμή για την πόλη μας, θέλουμε να τη μοιραστούμε».