Αντικίνητρα στη μετανάστευση: Ανάμεσα στη νομιμότητα και τον ρεαλισμό, σε μια εποχή κρίσης

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας

Αντικίνητρα στη μετανάστευση: Ανάμεσα στη νομιμότητα και τον ρεαλισμό, σε μια εποχή κρίσης
(ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ/EUROKINISSI)

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας

Η διαχείριση της παράτυπης μετανάστευσης, ιδίως στη νότια Ευρώπη, αποτελεί διαρκή πρόκληση για τα κράτη που βιώνουν αυξημένες ροές προσφύγων και μεταναστών. Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, βρίσκεται συχνά στην πρώτη γραμμή αυτών των πιέσεων, καλούμενη να ισορροπήσει ανάμεσα στην προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην ανάγκη διατήρησης της κοινωνικής συνοχής και της εθνικής ασφάλειας.

Η πρόσφατη τροπολογία που προβλέπει την τριμηνιαία αναστολή της δυνατότητας υποβολής αιτήσεων ασύλου για όσους εισέρχονται παράνομα με πλωτά μέσα στην Κρήτη από τις ακτές της Λιβύης, σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του υπουργού Μετανάστευσης Θάνου Πλεύρη για την εφαρμογή λιτότερων γευμάτων και μείωση επιδομάτων σε κλειστές δομές φιλοξενίας, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα πολιτικών που στοχεύουν να θέσουν όρια και να δημιουργήσουν αντικίνητρα στην παράτυπη μετανάστευση.

Αυτές οι πολιτικές πρακτικές, ενώ προκαλούν έντονες αντιπαραθέσεις, δεν είναι μόνο ρεαλιστικές από πολιτική άποψη, αλλά μπορούν να βρουν νομικά ερείσματα, πάντα υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων της εφαρμογής με σεβασμό στα ατομικά δικαιώματα και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να εξεταστεί η νομική βάση της αναστολής αιτήσεων ασύλου και των αντικινήτρων στη μετανάστευση. Η νομική θεωρία έχει δείξει πως η υποβολή αίτησης ασύλου είναι αναμφίβολα δικαίωμα θεμελιώδες, προστατευόμενο από τη Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης (1951) και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Παράλληλα, όμως, η ευρωπαϊκή και διεθνής νομολογία επιβεβαιώνει ότι το κράτος έχει δικαίωμα και υποχρέωση να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τα σύνορά του και να προστατεύει τη δημόσια τάξη.

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Hirsi Jamaa (2012) εδραίωσε την αρχή ότι οι επαναπροωθήσεις χωρίς εξατομικευμένη εξέταση είναι παράνομες. Όμως, δεν απαγορεύει τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση μαζικών μεταναστευτικών ροών, αρκεί αυτά να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας και να διασφαλίζουν το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Η γνωστή έκφραση «ψωμί, κρεβάτι και σαπούνι» (Brot, Bett und Seife) που έχει εδραιωθεί στη γερμανική δικαστική πρακτική, περιγράφει το ελάχιστο αυτό επίπεδο για την υποδοχή και την φιλοξενία αιτούντων άσυλο. Η διασφάλιση αυτών των στοιχείων αποτελεί προϋπόθεση ώστε τα μέτρα περιορισμού να μην καταστρατηγούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, έχουν εκδοθεί αποφάσεις που αναγνωρίζουν τη δυνατότητα προσωρινών περιορισμών και διαδικαστικών απλοποιήσεων σε καταστάσεις μαζικών αφίξεων, όταν αυτά συνοδεύονται από κατάλληλο νομικό έλεγχο και διασφαλίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσφύγων.

Ποια είναι όμως η ελληνική πραγματικότητα και υπάρχουν ρεαλιστικές πολιτικές επιλογές; Στην Ελλάδα, το ζήτημα αποκτά επιπλέον ένταση εξαιτίας της γεωπολιτικής θέσης και της πρόσφατης αυξανόμενης πίεσης στην Κρήτη. Η απόφαση για τριμηνιαία αναστολή υποβολής αιτήσεων ασύλου για όσους εισέρχονται παράνομα με πλωτά μέσα, που περιλαμβάνεται στην τροπολογία, αποτελεί μια πολιτική πρωτοβουλία που επιχειρεί να απαντήσει στο πρόβλημα με ρεαλισμό, χωρίς να παραβλέπει τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας.

Ο προσωρινός χαρακτήρας αυτής της αναστολής είναι το πιο κρίσιμο κριτήριο εδω. Αρκεί να μην καταργείται το δικαίωμα του ασύλου per se, αλλά αποθαρρύνεται η παράτυπη είσοδος και επιτρέπεται στην πολιτεία να οργανώσει καλύτερα τις δομές υποδοχής. Αυτές οι πρακτικές συνάδουν με την ευρωπαϊκή νομολογία που δίνει περιθώριο στα κράτη να λαμβάνουν έκτακτα μέτρα σε έκτακτες περιστάσεις, πάντα υπό την προϋπόθεση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Οι δηλώσεις του υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου Θάνου Πλεύρη για τη μείωση των επιδομάτων και την παροχή λιτότερων γευμάτων στις δομές φιλοξενίας τίθενται σε μια επιχείρησ εξορθολογισμού των πόρων και αποφυγής της δημιουργίας κινήτρων για παράτυπη μετανάστευση. Αν και κοινωνικά και ηθικά αμφιλεγόμενες, τέτοιες πολιτικές είναι απολύτως νόμιμες εφόσον εξασφαλίζεται το ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης.

Από πολιτική σκοπιά, οι πολιτικές αποθάρρυνσης της παράτυπης μετανάστευσης αν και βρίσκουν σύμφωνα μεγάλα τμήματα τόσο των τοπικών κοινωνιών όσο και της κοινής γνώμης, συναντούν και έντονες αντιδράσεις και αμφισβητήσεις. Ωστόσο, η απουσία σαφών εναλλακτικών λύσεων και η πίεση των κοινωνικών δομών καθιστούν αναγκαία την ύπαρξη ενός ρεαλιστικού σχεδίου διαχείρισης, με άμεση δράση και εφαρμογή σε μια κατάσταση ανάγκης.

Η πολιτική βούληση να τεθούν όρια και αντικίνητρα δεν σημαίνει άρνηση ανθρωπισμού, αλλά αντίθετα μια προσπάθεια να ισορροπήσει το κράτος ανάμεσα στην υποδοχή και την εθνική σταθερότητα. Η κοινωνική αποδοχή τέτοιων μέτρων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και την αυστηρή τήρηση των κανόνων δικαίου.

Η νομιμότητα και η πολιτική εφαρμογή των μέτρων που περιορίζουν προσωρινά την υποβολή αιτήσεων ασύλου και θέτουν αντικίνητρα στη μετανάστευση δεν αποτελούν αντιφατικές έννοιες. Αντίθετα, είναι δυνατή η συνύπαρξή τους μέσα σε ένα πλαίσιο που σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το διεθνές δίκαιο, χωρίς να υπονομεύει την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη.

Η Ελλάδα, αξιοποιώντας τη διεθνή και ευρωπαϊκή εμπειρία και νομολογία, μππρεί να εφαρμόσει αυτές τις πολιτικές, αρκεί να τις ασκήσει με σύνεση και αναλογικότητα. Η τρέχουσα πολιτική πρακτική, που περιλαμβάνει την αναστολή υποβολής αιτήσεων ασύλου και τον περιορισμό των παροχών σε κλειστές δομές, αντανακλά την ανάγκη για ένα βιώσιμο, νόμιμο και κοινωνικά αποδεκτό μοντέλο διαχείρισης της μετανάστευσης.

Σε μια εποχή όπου η πίεση των ροών θα αυξάνεται, η Ελλάδα οφείλει να προσαρμοστεί, να διαφυλάξει την κυριαρχία και την κοινωνική συνοχή των νησιών της- ειδικά της Κρήτης, χωρίς να θίγει παράλληλα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επειδή το μέλλον μιας οργανωμένης μεταναστευτικής πολιτικής περνά μέσα από την ισορροπία αυτών των κρίσιμων αξιών.