Άνγκελα Μέρκελ στην Αθήνα: Ο ρεαλισμός ως όριο και ως αρετή

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας 

Άνγκελα Μέρκελ στην Αθήνα: Ο ρεαλισμός ως όριο και ως αρετή
Former German Chancellor Angela Merkel speaks with the executive editor of the Greek newspaper Kathimerini, during an interview on the occasion of the Greek publication of her book 'Freedom: Memoirs 1954 - 2021' at the Stavros Niarchos Foundation Cultural Center (SNFCC) in Athens, Greece, 02 July 2025. EPA/ALEXANDROS BELTES

Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Μαγουλάς, Πολιτικός Επιστήμονας 

Η παρουσία της Άνγκελα Μέρκελ αυτές τις μέρες στην Αθήνα είναι για πολλούς αφορμή να ξανανοίξουν τον φάκελο της «γερμανικής εποπτείας», των Μνημονίων, του Grexit που δεν έγινε, αλλά και της Ευρώπης που σήμερα δοκιμάζεται ξανά. Και για άλλους είναι μια αφορμή να επανεκτιμήσουν, έστω πιο ψύχραιμα, το παράδοξο πολιτικό αποτύπωμα μιας ηγέτιδας που κράτησε την ήπειρο όρθια στα δύσκολα — χωρίς ποτέ να γίνει το σύμβολο που θα ενέπνεε τις επόμενες γενιές.

Η Μέρκελ δεν είναι το πρότυπο του οραματιστή πολιτικού. Ποτέ δεν υπήρξε. Όποιος διαβάσει την αυτοβιογραφία της, το καταλαβαίνει από τις πρώτες σελίδες: η δική της μέθοδος ήταν η διαχείριση του εδώ και τώρα, η αναζήτηση του συμβιβασμού που θα έκλεινε τις πληγές χωρίς να ανοίξει άλλες μεγαλύτερες. Η ίδια παραδέχτηκε, άλλωστε, πως μια από τις λίγες φορές που αποπειράθηκε να μιλήσει «μεγάλα λόγια», το 2005, έφτασε στο σημείο να κινδυνεύσει να χάσει εκλογές που της είχαν ουσιαστικά ήδη παραδοθεί από τον Σρέντερ. Το μάθημα ήταν σκληρό, αλλά καθοριστικό: ο ρεαλισμός είναι η πυξίδα, το όριο αλλά και η δύναμη της πολιτικής της.

Αυτό το «day to day» δεν ήταν έλλειμμα κατανόησης. Ήταν συνειδητή επιλογή. Χθες, στο ΚΠΙΣΝ, όποιος την παρακολούθησε κατάλαβε ότι πίσω από τη λιτή, σχεδόν ψυχρή της σκιά, υπάρχει μια προσωπικότητα με ενσυναίσθηση. Δεν είναι τυχαίο που η πιο γενναία —και πιο αντιδημοφιλής— απόφαση που πήρε ποτέ, αφορούσε το προσφυγικό το 2015: άνοιξε τις πόρτες σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, ξέροντας ότι σε πολιτικό επίπεδο θα το πλήρωνε ακριβά. Και ναι, ήξερε ότι στην πρώτη γραμμή αυτού του βάρους θα βρισκόταν και η Ελλάδα.

Από εκεί ξεκινά και το παράδοξο της κριτικής που της γίνεται σήμερα. Ουκρανία, Πούτιν, Nord Stream, η ενεργειακή εξάρτηση που έγινε όπλο στα χέρια της Ρωσίας: όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα εκείνης της σχολής σκέψης που πίστευε —λανθασμένα, όπως φάνηκε— πως η αλληλεξάρτηση φέρνει ειρήνη. «Πιστεύαμε πως η οικονομική συνεργασία θα συγκρατήσει τη Ρωσία», είπε η ίδια στην Αθήνα, με τον πιο καθαρό τρόπο. Ήταν μια ομολογία που, αν και καθυστερημένη, δεν είναι τόσο αυτονόητη για έναν ηγέτη που πια ζει μόνο με το βάρος της υστεροφημίας.

Κι όμως: ποιος άλλος στην Ευρώπη εκείνη την εποχή διέθετε εκείνη την ισορροπία ανάμεσα στο πολιτικό κόστος και τη σταθερότητα; Χωρίς τη Μέρκελ, η Ελλάδα ίσως να είχε βρεθεί εκτός ευρώ — ένα Grexit που σήμερα λίγοι θυμούνται πόσο κοντά πέρασε από το τραπέζι. Ο μοιραίος Γιώργος Παπανδρέου πλήρωσε το τίμημα της αλήθειας, ανοίγοντας τα βιβλία και φέρνοντας την έκρηξη χρέους στο φως. Η Μέρκελ τον αντιμετώπισε ως αναγκαίο συνομιλητή, αλλά χωρίς καμία διάθεση να του χαρίσει ψευδαισθήσεις. Με τον Αντώνη Σαμαρά επίσης η σχέση της ήταν μάλλον υπαγορευμένη από το κοινό συμφέρον για την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων. Όταν αυτό δεν κατέστη δυνατόν από τις πολιτικές συνθήκες, πέρασε στον επόμενο.

Με τον Αλέξη Τσίπρα το 2015, η σχέση ήταν πιο περίπλοκη. Κάποιοι λένε ότι τον «συμπάθησε» γιατί, παρά τις ρητορικές ακρότητες, διαισθανόταν ότι θα έκανε την κωλοτούμπα όταν πια η πραγματικότητα θα τον ανάγκαζε. Ίσως να αναγνώριζε σε εκείνον μια άλλη εκδοχή του «day to day» που κι εκείνη πρέσβευε — μόνο που στη δική του περίπτωση, το day to day πήγαζε όχι από ρεαλισμό, αλλά από ιδεοληψία και την ψευδαίσθηση ότι οι νόμοι της οικονομίας λύνονται με γενναία συνθήματα. Στον Κυριάκο Μητσοτάκη πάλι, η Μέρκελ είδε μια Ελλάδα που είχε αφήσει πίσω της το «ειδικό πρόβλημα». Δεν χρειάστηκαν μαραθώνιες διαπραγματεύσεις. Η χώρα είχε ξαναμπεί στον ευρωπαϊκό κορμό, κι αυτό για πολλούς οφείλεται και στο δικό της πολιτικό πείσμα να μην αφήσει το ευρώ να σπάσει.

Σήμερα, αρκετοί την κατηγορούν για «έλλειψη οράματος». Ότι δεν είδε το Brexit να έρχεται, ότι δεν προέβλεψε τον ιμπεριαλισμό του Πούτιν, ότι δεν μπόρεσε να φανταστεί μια πιο θαρραλέα ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ίσως όλα αυτά να έχουν δόση αλήθειας. Αλλά όσοι την επικρίνουν γι’ αυτά, ξεχνούν τι θα σήμαινε η Ευρώπη χωρίς την ικανότητα της να ράβει και να ξηλώνει συμμαχίες, να διαχειρίζεται την κρίση μέρα με τη μέρα, να φέρνει τον Σαρκοζί ή τον Ολάντ, τον Ντράγκι ή τον Γιούνκερ, μπροστά σε αποφάσεις που ποτέ δεν ήταν ευχάριστες.

Η Μέρκελ δεν θα γίνει ποτέ ο μεγάλος «παραμυθάς» της ευρωπαϊκής ιδέας. Η πολιτική της ήταν συντηρητική, συχνά περιοριστική, πάντα ζυγισμένη στο «τι αντέχει σήμερα το σύστημα». Αλλά ακριβώς αυτή η ψυχρή ευθύνη είναι που κράτησε την Ευρώπη ζωντανή στα χρόνια που απειλήθηκε περισσότερο. Η υστεροφημία της —όσο κι αν την κρίνουν με όρους οραματισμού— θα βασίζεται πάντα στα δεδομένα της στιγμής.

Και μέχρι ενός βαθμού, δεν θα έχει κι άδικο να το κάνει.