Αλκίνοε, σου πάει και το «επίσημο ένδυμα»

Στην περίπτωση του Αλκίνοου Ιωαννίδη, το «επίσημο ένδυμα» δεν έτυχε αλλά πέτυχε.

Αλκίνοε, σου πάει και το «επίσημο ένδυμα»

Τον Αλκίνοο Ιωαννίδη τον πρωτοείδαμε ως ηθοποιό στα «Μπακούρια», στην τηλεόραση του Ant1, στις αρχές του ‘90. Μακρύ μαλλί, τζιν και φανελάκι, όπως όλοι οι νέοι της εποχής. 

Ο Αλκίνοος, ωστόσο, δεν ήταν ηθοποιός αλλά ερμηνευτής και ταλαντούχος μουσικός. Τραγουδοποιός. Έτσι συνέχισε τα επόμενα χρόνια ως και σήμερα, περισσότερα από 30 χρόνια μετά. Η εξέλιξη αυτού του ανθρώπου ήταν εντυπωσιακή: χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι, συναυλίες σε όλο τον κόσμο με μεγάλη εμπορική επιτυχία, συμπράξεις με ορχήστρες, ολοκλήρωση θεωρητικών σπουδών στη μουσική, βελτίωση της επιδεξιότητας του σε δεκάδες όργανα. Και παράλληλα με όλα αυτά ο Ιωαννίδης πάντα να παίρνει ξεκάθαρη θέση για όσα συμβαίνουν. Να μιλά και να «ενοχλεί» την εξουσία. Για όλα αυτά και για περισσότερα ακόμα που έχουν να κάνουν με την αισθητική του, το ήθος του, τον «τρόπο» του στα πράγματα, ο καλλιτέχνης και άνθρωπος Αλκίνοος Ιωαννίδης, έχει την εκτίμηση και το θαυμασμό μας.

Ίσως έτσι να το «ζύγισαν» οι άνθρωποι του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας και του ζήτησαν να φορέσει «επίσημο ένδυμα» στο Μέγαρο Μουσικής. Ο Ιωαννίδης με «επίσημο ένδυμα»; Και μόνο γι αυτό, θα άξιζε να δει κανείς την παράσταση και η πρώτη που το σκέφτηκε ήταν η… σύζυγος του η οποία δεν τον είχε δει με κοστούμι και γραβάτα, ούτε στον γάμο τους! Ήρθε λοιπόν κι αυτή από την Κύπρο και τον είδε στη σκηνή του Μεγάρου μαζί με χιλιάδες άλλους θεατές στις δύο sold out παραστάσεις την περασμένη Δευτέρα και Τρίτη. Ήμασταν κι εμείς εκεί και είπαμε να γράψουμε δυο κουβέντες όπως αντιληφθήκαμε το γεγονός και απολαύσαμε τις μουσικές.

Καταρχάς να πούμε ότι το «Επίσημο ένδυμα» είναι μια ιδέα του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας που βάζει καλλιτέχνες να συμπράξουν με ορχήστρες και χορωδίες της Θεσσαλονίκης και να παρουσιάσουν «αλλιώς» τα τραγούδια τους και τα τραγούδια που αγαπούν. Και το «αλλιώς» έχει να κάνει με το «επίσημο», δηλαδή την πλούσια ορχήστρα, την διαφορετική ενορχήστρωση, τον πλουραλισμό φωνών από χορωδίες. Ουσιαστικά το «επίσημο ένδυμα» το φοράνε τα τραγούδια των καλλιτεχνών και όχι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες.

Πρόκειται για μια δύσκολη, επίπονη, πολυδάπανη παραγωγή και μπράβο στο Κέντρο Πολιτισμού (βασικά, μπράβο στην Αννα Μυκωνίου και στον Θανάση Κολαλά) που την καθιέρωσε και παρουσίασε πριν από τον Αλκίνοο τους Πάνο Μουζουράκη, Σταμάτη Κραουνάκη και Νίκο Πορτοκάλογλου. Ελπίζουμε και η συνέχεια να είναι ανάλογη αφού υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες οι οποίοι θα τους άξιζε να προσεγγιστεί το έργο τους «αλλιώς», όπως επίσης θα άξιζε και στο κοινό της Θεσσαλονίκης, το διψασμένο για πρωτότυπες παραστάσεις, να ακούσει με άλλο τρόπο παιγμένα τόσα αγαπημένα τραγούδια.

Ουσιαστικά η παραγωγή προϋποθέτει συνεννοήσεις μηνών μεταξύ ανθρώπων άγνωστων μεταξύ τους, επιλογή ρεπερτορίου, παρτιτούρες, πρόβες και όλα αυτά για μία, δύο το πολύ βραδιές. Τεράστιος κόπος, πρόσκαιρο το αποτέλεσμα. Γι αυτό και τόσο σημαντικό για όσους το ζουν.

Στην περίπτωση του Αλκίνοου Ιωαννίδη, το «επίσημο ένδυμα» δεν έτυχε αλλά πέτυχε. Του πήγε του μπαγάσα πάρα πολύ, έτσι όμορφα που μεγαλώνει και «γκριζάρει». Το ήξερε κι αυτός ότι του πάει. Φόρεσε το κουστούμι με αυτοπεποίθηση και συνέπραξε στη σκηνή με τη συμφωνική ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης που απαρτίζεται από κορυφαίους μουσικούς. Ευχάριστη έκπληξη της παράστασης ήταν και το Γυναικείο Φωνητικό Σύνολο Voci Contra Tempo, Female Vocal Ensemble. Πρόσωπα ορεξάτα και γελαστά, φωνές φρέσκιες και εργασία άκρως επαγγελματική. Όλα τα τραγούδια παρουσιάστηκαν με σεβασμό και τους χαρίστηκε μια «δεύτερη μουσική ζωή».

Ζήσαμε ένα ωραίο δίωρο μουσικό θέαμα όσοι βρεθήκαμε στο Μέγαρο Μουσικής. Κατάμεστη η μεγάλη αίθουσα. Γεμάτη ενέργεια και δέος. Γεμάτη σεβασμό για έναν καλλιτέχνη που κυριολεκτικά μεγάλωσε τρεις γενιές της σύγχρονης Ελλάδας υπηρετώντας το νέο έντεχνο τραγούδι με ταπεινότητα και χωρίς φανφάρες. Τα τραγούδια του προγράμματος ήταν όλα υπέροχα. Τα περισσότερα του Αλκίνοου αλλά και πολλά παραδοσιακά από την Κύπρο ή κλασικά του Μάνου Χατζιδάκι. Όλα ήταν για κάποιο λόγο διαλεγμένα. Όλα φανέρωναν «το αληθινό πρόσωπο»  του Αλκίνοου και εξηγούσαν το πώς και γιατί έγινε αυτό που όλοι βλέπουμε κι απολαμβάνουμε. Προσωπικά, εντυπωσιάστηκα από τις εργασίες του για το θέατρο και ειδικά από την μελοποίηση του Ματωμένου Γάμου του Λόρκα. Το ότι ο καλλιτέχνης τόλμησε να αναμετρηθεί με ένα έργο το οποίο ο Χατζιδάκις το κατέστησε εμβληματικό, δείχνει την μεγάλη του αγάπη για τη μουσική. Ή και την άγνοια κινδύνου που τον διακρίνει. Σε κάθε περίπτωση ήταν κάτι δύσκολο κι ωραίο.

Στο δρόμο της επιστροφής βάλαμε στο αυτοκίνητο τον «Ματωμένο γάμο». Χατζιδάκις, Λόρκα, Γκάτσος. Μαλάκωσε το είναι μας. Το έργο δημιουργήθηκε το 1948 για το θέατρο τέχνης του Καρόλου Κουν. Πού να ήξεραν οι δημιουργοί του ότι 75 χρόνια αργότερα θα το ακούγαμε στην πλατφόρμα του Spotify μέσω Ίντερνετ στην οθόνη του αυτοκινήτου. Κι όμως, όλα πια έρχονται και δένουν αρμονικά με κάποιον τρόπο. Διότι κάποτε μπορεί να ήταν το γραμμόφωνο ή το βινύλιο και τώρα οι ψηφιακές πλατφόρμες και το YouTube. Τίποτα δε θα είχε νόημα αν δεν υπήρχε το «υλικό». Τα τραγούδια. Και τίποτα δε θα είχε αξία αν δεν υπήρχαν άνθρωποι να ψάχνουν τον Χατζιδάκι, το κυπριακό παραδοσιακό «Αχυρόμπασμα», το απόσπασμα από τις «Βάκχες». Η μουσική δημιουργείται από ανθρώπους. Κανονικούς. Με αίμα, καρδιά και νου. Και απευθύνονται σε ανθρώπους. Είναι ό,τι κοντινότερο σε αναπαράσταση της φύσης θα μπορούσε να επινοήσει ο άνθρωπος. Κι ό,τι πλησιέστερο στην αθανασία που όλοι γνωρίζουμε ότι ποτέ δε θα αγγίξουμε αλλά ακριβώς αυτό είναι που πάντα θα μας «αθωώνει».