Το μεγάλο παίγνιο του πετρελαίου: Ποιος ρίχνει τις τιμές και ποιος πληρώνει το κόστος
Το ερώτημα δεν είναι πλέον αν οι τιμές θα πέσουν, αλλά ποιος θα ωφεληθεί περισσότερο από την πτώση.
Η γεωπολιτική σκακιέρα του πετρελαίου μπορεί να φαίνεται μακρινή, όμως έχει άμεσες επιπτώσεις στην καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων.
Το καλοκαίρι του 2025 φέρνει μια από τις πιο καίριες ανακατατάξεις στην παγκόσμια αγορά ενέργειας. Ο OPEC+, η συμμαχία πετρελαιοπαραγωγών που τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ως ρυθμιστής των τιμών του «μαύρου χρυσού», αποφάσισε να ανοίξει τους διακόπτες. Από τον Σεπτέμβριο, πάνω από μισό εκατομμύριο νέα βαρέλια πετρελαίου την ημέρα θα πλημμυρίζουν την παγκόσμια αγορά, φέρνοντας μια προγραμματισμένη πλεονάζουσα προσφορά σε μια εποχή που η ζήτηση δείχνει μεν δυναμική, αλλά δεν ακολουθεί τις ίδιες αυξήσεις.
Η στρατηγική αυτή έρχεται ως απάντηση στην αυξανόμενη πίεση που δέχονται τα κράτη-μέλη του OPEC από ανταγωνιστές εκτός καρτέλ, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς και η Βραζιλία, οι οποίοι έχουν ενισχύσει την παραγωγή τους σε ιστορικά υψηλά. Η Σαουδική Αραβία, αν και μέχρι πρότινος κρατούσε χαμηλό προφίλ υποστηρίζοντας πολιτικές περιορισμένης προσφοράς, άλλαξε πλεύση. Το διακύβευμα είναι η διατήρηση του μεριδίου αγοράς και όχι πια η διαχείριση των τιμών. Ίσως για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα, το καρτέλ δίνει σήμα ότι η σταθερότητα των εσόδων του μπορεί να περιμένει, ενώ ο έλεγχος της αγοράς δεν μπορεί.
Οι χαμηλές τιμές, αν και επιβαρύνουν τα έσοδα όλων των παραγωγών, πλήττουν ιδιαίτερα την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ, το οποίο απαιτεί τιμές άνω των 70–75 δολαρίων το βαρέλι για να είναι οικονομικά βιώσιμο, καθώς και τη ρωσική παραγωγή, όπου το μέσο κόστος εξόρυξης κυμαίνεται γύρω στα 45–50 δολάρια το βαρέλι. Σε τέτοιο περιβάλλον τιμών, οι επενδύσεις σε νέες γεωτρήσεις παγώνουν, και η μακροπρόθεσμη δυναμική αυτών των παικτών τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής πολιτικής ήταν άμεσο. Παρά τις προσωρινές αυξήσεις των τιμών τον Ιούλιο, κυρίως λόγω γεωπολιτικών εντάσεων και της θερινής ζήτησης, οι αναλυτές βλέπουν ξεκάθαρη κατεύθυνση προς χαμηλότερες τιμές ως το τέλος του 2025 και ακόμα χαμηλότερες το 2026. Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για επιστροφή του Brent κοντά στα 66 δολάρια το βαρέλι, με φάση σταθεροποίησης περίπου στα 70–72, δηλαδή πολύ κάτω από τα επίπεδα των τελευταίων ετών.
Η Ελλάδα παρακολουθεί αυτές τις εξελίξεις με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Για μια οικονομία που εξαρτάται έντονα από τις εισαγωγές ενέργειας και που τα τελευταία χρόνια βίωσε έντονες ανατιμήσεις στα καύσιμα, μια υποχώρηση των διεθνών τιμών πετρελαίου θα μπορούσε να προσφέρει μια πραγματική ανάσα. Αν οι τιμές ακολουθήσουν τις προβλέψεις, το κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις ενδέχεται να μειωθεί αισθητά – όχι μόνο στο πρατήριο αλλά και στο ράφι. Επιπλέον, η αποκλιμάκωση των ενεργειακών τιμών θα μπορούσε να περιορίσει τις πληθωριστικές πιέσεις, να ενισχύσει την κατανάλωση και να επιτρέψει στην κυβέρνηση να αποσύρει σταδιακά τα μέτρα επιδότησης χωρίς να προκαλέσει κοινωνικούς τριγμούς.
Ωστόσο, η μετάδοση του οφέλους δεν είναι αυτόματη. Οι τελικές τιμές στην αγορά επηρεάζονται από πολλούς ενδιάμεσους παράγοντες – από τη φορολογία καυσίμων μέχρι τη διαπραγματευτική ισχύ των εισαγωγικών εταιρειών και των διυλιστηρίων. Γι’ αυτό και η πρόκληση για την ελληνική πολιτεία είναι διπλή: αφενός να διασφαλίσει ότι οι χαμηλότερες διεθνείς τιμές μεταφέρονται δίκαια στον καταναλωτή, αφετέρου να χρησιμοποιήσει τη συγκυρία για να ενισχύσει μακροπρόθεσμα τη στρατηγική ενεργειακής αυτονομίας.
Η ελληνική κυβέρνηση, τα τελευταία δύο χρόνια, έχει δαπανήσει σημαντικά ποσά για να περιορίσει τις επιπτώσεις της ενεργειακής ακρίβειας. Οι επιδοτήσεις στα καύσιμα και στο ηλεκτρικό ρεύμα ξεπέρασαν τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ από το 2022 έως τα μέσα του 2025, με παροχές όπως το Fuel Pass, την επιδότηση στο πετρέλαιο θέρμανσης, καθώς και τους λογαριασμούς ρεύματος. Η μείωση των διεθνών τιμών θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιορισμό αυτών των δαπανών και σε επαναπροσανατολισμό των πόρων σε στοχευμένες επενδύσεις, όπως η αναβάθμιση του δικτύου ή η ενίσχυση των ΑΠΕ.
Η γεωπολιτική σκακιέρα του πετρελαίου μπορεί να φαίνεται μακρινή, όμως έχει άμεσες επιπτώσεις στην καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων και στην Ελλάδα ακόμα περισσότερο, καθώς η ενεργειακή της εξάρτηση παραμένει υψηλή. Το ερώτημα δεν είναι πλέον αν οι τιμές θα πέσουν, αλλά ποιος θα ωφεληθεί περισσότερο από την πτώση. Και εκεί, η πολιτική βούληση θα αποδειχθεί καθοριστική.