Τα «600 δισεκατομμύρια» του Τραμπ στη Σαουδική Αραβία: Επιτυχία ή υπερβολή;

Οι αριθμοί που μεταδόθηκαν από τον Λευκό Οίκο έδωσαν την αίσθηση μιας ιστορικής οικονομικής διπλωματίας

Τα «600 δισεκατομμύρια» του Τραμπ στη Σαουδική Αραβία: Επιτυχία ή υπερβολή;
(EUROKINISSI / WORLD ECONOMIC FORUM / MATTIAS NUTT)

Η τακτική των εντυπωσιακών, πλην ασαφών, ανακοινώσεων κατά τη διάρκεια υψηλού επιπέδου επισκέψεων δεν αποτελεί πρωτοτυπία.

Η ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ περί συμφωνιών ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων με τη Σαουδική Αραβία αποτέλεσε αναμφίβολα το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της πρώτης ημέρας της τετραήμερης περιοδείας του στη Μέση Ανατολή. Οι αριθμοί που μεταδόθηκαν από τον Λευκό Οίκο έδωσαν την αίσθηση μιας ιστορικής οικονομικής διπλωματίας, με επενδύσεις και εμπορικές συμφωνίες χωρίς προηγούμενο. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάγνωση των στοιχείων που παρουσιάστηκαν και οι πρώτες δημοσιογραφικές αναλύσεις αποκαλύπτουν ασάφειες, υπερβολές και σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στο ανακοινωθέν ποσό και στις πραγματικές δεσμεύσεις που περιγράφηκαν.

Σύμφωνα με τους Αμερικανούς αξιωματούχους, το συνολικό ύψος των συμφωνιών που εξασφαλίστηκαν από την επίσκεψη Τραμπ ανέρχεται στα 600 δισ. δολάρια. Το ποσό αυτό, εάν αποδεικνυόταν πλήρως δεσμευτικό και εφαρμόσιμο, θα αποτελούσε μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές συμφωνίες μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και ξένου κράτους στη σύγχρονη ιστορία. Όμως τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν παρουσιάζουν σημαντικές αντιφάσεις: σύμφωνα με την τεκμηρίωση που δόθηκε στη δημοσιότητα από τον Λευκό Οίκο, μόνο ένα μέρος αυτών των συμφωνιών, περίπου 270 δισεκατομμύρια συνοδεύεται από συγκεκριμένα μνημόνια κατανόησης, επενδυτικές προθέσεις ή διακρατικές συμφωνίες. Τα υπόλοιπα είτε παραμένουν αδιευκρίνιστα είτε αποτελούν μελλοντικές δυνατότητες συνεργασίας, χωρίς συμβατική δέσμευση.

Ακόμα και αυτές οι “κλειδωμένες” συμφωνίες περιλαμβάνουν έργα και συμβάσεις που είχαν ήδη ξεκινήσει πριν από την επιστροφή του Τραμπ στην προεδρία. Σε αρκετές περιπτώσεις, πρόκειται για παρατάσεις, επικαιροποιήσεις ή διευρύνσεις υφιστάμενων συμφωνιών σε τομείς όπως η αμυντική βιομηχανία, η ενέργεια, οι υποδομές και η τεχνολογία. Ορισμένες από τις εταιρείες που περιλαμβάνονται στις συμφωνίες – όπως γνωστοί αμερικανικοί αμυντικοί και ενεργειακοί κολοσσοί είχαν ήδη παρουσία στη Σαουδική Αραβία ή συμμετείχαν σε μακροπρόθεσμα σχέδια στρατηγικής συνεργασίας από προηγούμενες κυβερνήσεις, περιλαμβανομένης και της πρώτης προεδρικής θητείας του ίδιου του Τραμπ. Η δήλωση περί συμφωνιών ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων είχε έντονο συμβολικό φορτίο. Ένας τέτοιος αριθμός προβάλλει εικόνα οικονομικής υπεροχής και διπλωματικής επιτυχίας, ενισχύοντας το αφήγημα μιας ηγεσίας που αποσπά τεράστιες συμφωνίες και ενδυναμώνει την αμερικανική οικονομία. Πίσω από την εντυπωσιακή παρουσίαση, όμως, απουσιάζουν κρίσιμες λεπτομέρειες: δεν υπάρχουν συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, οι δεσμεύσεις της σαουδαραβικής πλευράς παραμένουν αόριστες, και ένα μεγάλο μέρος των συμφωνιών φαίνεται να βασίζεται σε ήδη υφιστάμενες συνεργασίες. Η γραμμή ανάμεσα σε μια νέα στρατηγική προσέγγιση και την επαναδιατύπωση παλαιών συμφωνιών παραμένει θολή, αφήνοντας ανοιχτό το ερώτημα για το πόσο νέα και ουσιαστικά είναι όσα παρουσιάστηκαν ως επιτυχία.

Επιπλέον, η φύση της Σαουδικής Αραβίας ως κράτος με απόλυτο έλεγχο στις επενδυτικές και θεσμικές του αποφάσεις, χωρίς τις διαδικασίες διαφάνειας και κοινοβουλευτικής έγκρισης που ισχύουν σε δυτικά συστήματα, καθιστά δυσκολότερη τη διασταύρωση του τι ακριβώς υπογράφηκε και με ποιους όρους. Μέχρι στιγμής, ούτε η σαουδαραβική πλευρά έχει δώσει αναλυτικές διευκρινίσεις για το εύρος και τη δέσμευση των συμφωνιών αυτών.

Η τακτική των εντυπωσιακών, πλην ασαφών, ανακοινώσεων κατά τη διάρκεια υψηλού επιπέδου επισκέψεων δεν αποτελεί πρωτοτυπία. Η διαφορά, όμως, ανάμεσα σε επικοινωνιακή υπερβολή και ουσιαστικό περιεχόμενο αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όταν μια ολόκληρη προεδρική ατζέντα βασίζεται στην εικόνα αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης και στην υπόσχεση οικονομικής ανάκαμψης. Εάν μεγάλο μέρος των συμφωνιών αυτών αποδειχθεί ανεπαρκώς τεκμηριωμένο ή μη δεσμευτικό, το κόστος δεν θα περιοριστεί σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Θα πλήξει και το εσωτερικό πολιτικό αφήγημα του Τραμπ, όπου η αξιοπιστία και η ικανότητα να φέρνει χειροπιαστά αποτελέσματα βρίσκονται στον πυρήνα της δημόσιας εικόνας του, ιδίως σε προεκλογική περίοδο.