Σεπτέμβριος: Ο μήνας που θα κρίνει κεντρικές τράπεζες και αγορές

Ο Σεπτέμβριος του 2025, δεν είναι απλώς μια ακόμη περίοδος συνεδριάσεων και ανακοινώσεων

Σεπτέμβριος: Ο μήνας που θα κρίνει κεντρικές τράπεζες και αγορές
ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας

Ο Σεπτέμβριος μπορεί να επανακαθορίσει την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής παγκοσμίως και να δοκιμάσει την αντοχή των κρατικών ισολογισμών

Ο Σεπτέμβριος του 2025 βρίσκει τις αγορές μπροστά σε μια καμπή που θα μπορούσε να αποδειχθεί καθοριστική για την πορεία του τελευταίου τριμήνου του έτους. Η Société Générale χαρακτηρίζει τον μήνα «κομβικό», καθώς συμπίπτει με μια σειρά κρίσιμων συνεδριάσεων κεντρικών τραπεζών και με αυξημένη κινητικότητα στην αγορά κρατικού χρέους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όλα τα βλέμματα στρέφονται στη Fed, η οποία αναμένεται να ανακοινώσει μείωση επιτοκίων για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια. Οι περισσότερες αγορές έχουν προεξοφλήσει κίνηση της τάξης των 25 μονάδων βάσης, με οίκους όπως η JP Morgan να εκτιμούν ότι ενδέχεται να ακολουθήσουν νέες μειώσεις και το 2026. Το αμερικανικό 10ετές ομόλογο κινείται ήδη στο 4,35%, ενώ το διετές παραμένει κοντά στο 4,80%, αντικατοπτρίζοντας τις προσδοκίες ότι η στροφή στη νομισματική πολιτική είναι πλέον αναπόφευκτη. Η αγορά εργασίας παραμένει ανθεκτική, όμως τα τελευταία στοιχεία δείχνουν σημάδια κόπωσης, ενώ ο πληθωρισμός έχει αποκλιμακωθεί στο 2,6%, αρκετά χαμηλότερα από τα περσινά επίπεδα.

Στην Ευρώπη, η ΕΚΤ βρίσκεται αντιμέτωπη με διαφορετικά διλήμματα. Αν και ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη υποχώρησε στο 2,8% τον Αύγουστο, παραμένει πάνω από τον στόχο του 2%, ενώ οι τιμές ενέργειας και τροφίμων συνεχίζουν να ασκούν πιέσεις. Ταυτόχρονα, οι αποδόσεις των γερμανικών και γαλλικών ομολόγων έχουν εκτοξευθεί. Το γερμανικό 10ετές διαπραγματεύεται στο 3,15%, υψηλότερα επίπεδα από το 2011, ενώ το τριακονταετές κινείται πάνω από το 3,50%. Η Γαλλία βλέπει το spread έναντι του γερμανικού 10ετούς να αγγίζει τις 80 μονάδες βάσης, θυμίζοντας εποχές που η συζήτηση για δημοσιονομική σταθερότητα επανερχόταν έντονα. Η ΕΚΤ, που συνεδριάζει στα μέσα Σεπτεμβρίου, καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη στήριξης της οικονομίας και στον κίνδυνο να υπονομεύσει την αξιοπιστία της στον πόλεμο κατά του πληθωρισμού.

Η πίεση εντείνεται και από την πλευρά των εκδόσεων χρέους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει μέσα στον μήνα να εκδώσει ομόλογα ύψους 250 δισ. δολαρίων, ενώ στη Γερμανία προγραμματίζεται έκδοση δεκαετούς και τριακονταετούς διάρκειας ύψους άνω των 20 δισ. ευρώ. Η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία θα βγουν επίσης στις αγορές με αυξημένες ανάγκες, με το συνολικό ποσό για τον Σεπτέμβριο να ξεπερνά τα 120 δισ. ευρώ. Η Ιαπωνία, από την πλευρά της, αναμένεται να ενισχύσει τις δικές της εκδόσεις, προκαλώντας ένα παγκόσμιο κύμα προσφοράς που θα πρέπει να απορροφηθεί σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας.

Σε αυτό το περιβάλλον, η Société Générale προειδοποιεί ότι η μεταβλητότητα δύσκολα θα μείνει χαμηλή. Οι επενδυτές θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τα στοιχεία για την απασχόληση στις ΗΠΑ, τις ενδιάμεσες ανακοινώσεις πληθωρισμού στην Ευρώπη και τις κινήσεις στις αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων. Το γεγονός ότι οι αποδόσεις των αμερικανικών 30ετών κινούνται ήδη κοντά στο 4,50% και των ευρωπαϊκών αντίστοιχων πάνω από το 3,60% δείχνει ότι η αγορά τιμολογεί αυξημένο ρίσκο. Παράλληλα, η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου κινείται γύρω στο 1,07, αντικατοπτρίζοντας τις διαφορετικές προσδοκίες για Fed και ΕΚΤ.

Ο Σεπτέμβριος του 2025, λοιπόν, δεν είναι απλώς μια ακόμη περίοδος συνεδριάσεων και ανακοινώσεων. Είναι ένας μήνας που μπορεί να επανακαθορίσει την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής παγκοσμίως, να δοκιμάσει την αντοχή των κρατικών ισολογισμών και να φέρει εκ νέου στο προσκήνιο τον κίνδυνο αστάθειας στις αγορές. Αν η Fed κινηθεί αποφασιστικά και η ΕΚΤ καταφέρει να ισορροπήσει ανάμεσα στις αντικρουόμενες ανάγκες, η μετάβαση σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων μπορεί να αποδειχθεί ομαλή. Αν όμως η αγορά ομολόγων συνεχίσει να δέχεται πίεση και οι κεντρικές τράπεζες δείξουν ασυνέπεια, τότε ο Σεπτέμβριος μπορεί να μείνει στην ιστορία ως η απαρχή μιας νέας περιόδου αστάθειας για την παγκόσμια οικονομία.