Σεισμός στη Δαμασκό: Αραβικές επενδύσεις 5,6 δισ. δολαρίων ανοίγουν νέο κεφάλαιο για τη Συρία

Η επίσκεψη πολυπληθούς σαουδαραβικής επιχειρηματικής αποστολής στη Δαμασκό, έφερε την υπογραφή 44 συμφωνιών.

Σεισμός στη Δαμασκό: Αραβικές επενδύσεις 5,6 δισ. δολαρίων ανοίγουν νέο κεφάλαιο για τη Συρία

Για τη Σαουδική Αραβία, η Συρία προσφέρει κάτι σπάνιο, μια ευκαιρία να επενδύσει με γεωστρατηγικό βάθος και χαμηλό ανταγωνισμό.

Η Συρία, μετά από περισσότερα από δώδεκα χρόνια καταστροφής, φαίνεται να εισέρχεται σε μια νέα φάση: αυτή της μεταπολεμικής οικονομικής «ανασυγκρότησης» ή όπως τη βλέπουν οι χώρες του Κόλπου, της στρατηγικής διείσδυσης. Η Σαουδική Αραβία, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης περιφερειακής επαναπροσέγγισης, ανακοίνωσε εντυπωσιακό πακέτο επενδύσεων ύψους 5,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σηματοδοτώντας την επιστροφή της στο συριακό έδαφος αυτή τη φορά όχι με γεωπολιτικά μηνύματα, αλλά με επιχειρηματικά συμβόλαια.

Η επίσκεψη πολυπληθούς σαουδαραβικής επιχειρηματικής αποστολής στη Δαμασκό, υπό την αιγίδα του υπουργού Επενδύσεων Khalid al-Falih, έφερε την υπογραφή 44 συμφωνιών σε στρατηγικούς τομείς όπως η ενέργεια, οι υποδομές, η τεχνολογία και ο τουρισμός. Αν και το επίκεντρο βρίσκεται στις επενδύσεις, η ατζέντα φέρει έντονο πολιτικό φορτίο: η Σαουδική Αραβία δείχνει έμπρακτα ότι στηρίζει τη νέα πολιτική κατάσταση στη Συρία, μετά την απομάκρυνση Άσαντ από την εξουσία και την άνοδο της κυβέρνησης al- Sharaa. Σε αυτό το νέο τοπίο, η Τουρκία δεν παραμένει θεατής. Έχοντας ήδη αποκαταστήσει τις διπλωματικές της σχέσεις με τη Δαμασκό, η Άγκυρα εντείνει τις επαφές με την κυβέρνηση al-Sharaa, διεκδικώντας σημαντικό ρόλο στην ασφάλεια των βορείων περιοχών και στον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών. Παράλληλα, τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες έχουν ήδη προχωρήσει σε συμφωνίες για έργα υποδομών σε περιοχές όπως η Ιντλίμπ και η Ράκκα, ενώ ανακοινώθηκε αύξηση 37% στις τουρκικές εξαγωγές προς τη Συρία το πρώτο εξάμηνο του 2025.

Η «οικονομική διπλωματία» του Ριάντ εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο περιφερειακής επανατοποθέτησης, όπου το πολιτικό ρίσκο δίνει τη θέση του σε επενδυτικό σχεδιασμό. Σαουδαραβικές εταιρείες φέρονται έτοιμες να αναλάβουν μεγάλα έργα, όπως η ανακατασκευή του συστήματος ηλεκτροδότησης στη Χομς, η δημιουργία βιομηχανικής ζώνης στη Χάμα και η αξιοποίηση των παραθαλάσσιων περιοχών της Ταρτούς για τουριστική ανάπτυξη. Η Κίνα, από την πλευρά της, διατηρεί χαμηλούς τόνους αλλά σταθερή παρουσία. Μέσω της πρωτοβουλίας Belt and Road, η Συρία έχει ήδη ενταχθεί στον κινεζικό σχεδιασμό από το 2022. Η κινεζική εταιρεία CNPC εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στον τομέα του πετρελαίου με κοινοπραξίες όπως η AlFurat Petroleum, ενώ πρόσφατα υπεγράφη συμφωνία για την αναβάθμιση λιμενικών εγκαταστάσεων στη Λατάκεια. Παρότι το Πεκίνο αποφεύγει ανοιχτές τοποθετήσεις, ενισχύει σταθερά τη θέση του μέσω υποδομών και ενέργειας.

Παράλληλα, Ριάντ και Δαμασκός αναβιώνουν τις διπλωματικές τους σχέσεις, που είχαν παγώσει για περισσότερο από μια δεκαετία, ενώ η συνεργασία προχωρά και σε επίπεδο εκπαίδευσης και ιατρικών επενδύσεων. Αυτό που ξεχωρίζει, ωστόσο, είναι το μέγεθος της εμπλοκής: πρόκειται για την πιο ευρεία και φιλόδοξη ξένη οικονομική παρέμβαση στη Συρία από την έναρξη του πολέμου.

Το σκηνικό δεν είναι φυσικά απλό. Παρά την επίσημη στροφή της διεθνούς κοινότητας σε πολιτική «επανένταξης» της Συρίας, η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις: κατεστραμμένες υποδομές, εκτεταμένη φτώχεια, διεθνείς κυρώσεις που δεν έχουν ακόμα αρθεί πλήρως, και παρουσία ξένων δυνάμεων, όπως της Ρωσίας και του Ιράν, που διατηρούν στρατιωτικά συμφέροντα.

Ωστόσο, για τη Σαουδική Αραβία, η Συρία προσφέρει κάτι σπάνιο: μια ευκαιρία να επενδύσει σε λευκό καμβά, με γεωστρατηγικό βάθος και χαμηλό ανταγωνισμό. Και για τη Δαμασκό, είναι η πρώτη σοβαρή ροή ξένου κεφαλαίου μετά από χρόνια οικονομικής ασφυξίας.

Το ερώτημα είναι αν αυτή η οικονομική ανάσα σημαίνει και ένα βιώσιμο μέλλον για τον πληθυσμό της Συρίας ή αν οι νέες επενδύσεις θα εξυπηρετήσουν κυρίως τις γεωπολιτικές βλέψεις των δυνατών του Κόλπου.