Πως η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν κρίνει το μέλλον της ενέργειας στον πλανήτη

Η συνάντηση στην Αλάσκα άφησε περισσότερο «θόρυβο» παρά ουσία.

Πως η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν κρίνει το μέλλον της ενέργειας στον πλανήτη
US President Donald Trump (R) welcomes Russian President Vladimir Putin during their meet to negotiate at Joint Base Elmendorf-Richardson in Anchorage, Alaska, USA, 15 August 2025. EPA/SERGEY BOBYLEV/SPUTNIK/KREMLIN POOL / POOL MANDATORY CREDIT

Η απουσία ουσιαστικής συμφωνίας κρατά τις κυβερνήσεις σε επιφυλακή για έναν ακόμη χειμώνα με υψηλό κόστος.

Η συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στην Αλάσκα δημιούργησε ελπίδες ότι μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για αποκλιμάκωση στον πόλεμο της Ουκρανίας και σταδιακή επιστροφή του ρωσικού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές. Οι αγορές ωστόσο αντέδρασαν με επιφύλαξη καθώς το Brent κινήθηκε γύρω από τα 77 δολάρια το βαρέλι, ενώ το αμερικανικό WTI διαπραγματευόταν κοντά στα 73 δολάρια, επίπεδα που υποδηλώνουν αβεβαιότητα και όχι σταθερότητα. Οι traders εκτιμούν ότι μόνο μια σαφής δέσμευση για κατάπαυση του πυρός θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτώση των τιμών κάτω από τα 70 δολάρια, ενώ σε αντίθετη περίπτωση δεν αποκλείεται εκτίναξη πάνω από 80.

Η Ουάσιγκτον έστειλε μηνύματα με διπλή ερμηνεία. Από τη μια ο Τραμπ χαλάρωσε τη ρητορική περί κυρώσεων, από την άλλη όμως διατήρησε την απειλή εμπορικών κυρώσεων απέναντι σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα που συνεχίζουν να αγοράζουν ρωσικό αργό πετρέλαιο. Η Μόσχα, που έχει δει τις εξαγωγές της προς την Ευρώπη να μειώνονται δραστικά, εξακολουθεί να στηρίζεται στην ασιατική ζήτηση, η οποία και απορροφά σχεδόν το 70% των φορτίων της. Σε αυτό το πλαίσιο, καμία πλευρά δεν είχε λόγο να υποχωρήσει άμεσα και να δεχθεί την οποιαδήποτε παραχώρηση εις βάρος των συμφερόντων της.

Στην Ευρώπη, οι κυβερνήσεις παρακολουθούν με ανησυχία. Η Γερμανία και η Πολωνία πιέζουν για συνέχιση της στήριξης προς το Κίεβο, γνωρίζοντας ότι μια «κούραση του πολέμου» μπορεί να μεταφραστεί σε μεγαλύτερο ενεργειακό κόστος και οικονομική επιβάρυνση. Στις Βρυξέλλες, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το αν η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αντέξει έναν ακόμη χειμώνα χωρίς σαφή αποκλιμάκωση στην αγορά ενέργειας, ενώ η αμερικανική πολιτική αβεβαιότητα αφήνει το βάρος όλο και περισσότερο στην ίδια την ήπειρο.

Η συνάντηση Πούτιν–Ζελένσκι, η πρώτη έπειτα από μεγάλο διάστημα, έριξε περισσότερο φως στις πραγματικές δυσκολίες για την επίτευξη ειρήνης. Αν και υπήρξαν ενδείξεις διάθεσης για συζήτηση γύρω από ανθρωπιστικά ζητήματα και πιθανές ανταλλαγές αιχμαλώτων, δεν υπήρξε απτή πρόοδος στο ουσιαστικό μέτωπο της κατάπαυσης του πυρός. Οι αγορές καυσίμων αντέδρασαν συγκρατημένα, με τις τιμές να παραμένουν σε εύθραυστα επίπεδα, καθώς οι επενδυτές θεωρούν ότι το ενδεχόμενο πολιτικής λύσης παραμένει μακρινό.

Για την Ευρώπη, η χθεσινή συνάντηση προσθέτει μια ακόμη δόση αβεβαιότητας. Εάν οι συνομιλίες οδηγήσουν έστω και σε μερική αποκλιμάκωση, η προοπτική σταθεροποίησης των τιμών ενέργειας θα ενισχυθεί. Ωστόσο, η απουσία ουσιαστικής συμφωνίας κρατά τις κυβερνήσεις σε επιφυλακή για έναν ακόμη χειμώνα με υψηλό κόστος, με την Ελλάδα να συνεχίζει να επενδύει σε ρόλο ενεργειακού κόμβου αλλά και στην επιτάχυνση των ΑΠΕ ως αντιστάθμισμα στις γεωπολιτικές πιέσεις.

Για την Ελλάδα, η εικόνα έχει πολλαπλές όψεις. Στην καθημερινότητα, η παραμονή των τιμών του πετρελαίου σε υψηλά επίπεδα μεταφράζεται σε μεγαλύτερο κόστος μεταφορών και θέρμανσης, με άμεση επιβάρυνση στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Την ίδια στιγμή όμως, η στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας ενισχύει τον ρόλο της ως ενεργειακός κόμβος για τη ΝΑ Ευρώπη, με έργα όπως οι διασυνδέσεις LNG στην Αλεξανδρούπολη και οι αγωγοί TAP και IGB να αποκτούν μεγαλύτερη σημασία. Η πιθανότητα παρατεταμένης ενεργειακής αστάθειας μπορεί να επιταχύνει επενδύσεις σε ΑΠΕ, να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και να θωρακίσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε βάθος χρόνου.

Πιο απλά, η συνάντηση στην Αλάσκα άφησε περισσότερο «θόρυβο» παρά ουσία. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ενεργειακή αγορά θα συνεχίσει να κινείται σε τεντωμένο σκοινί, με την πολιτική να κρατά το τιμόνι και τις χώρες εισαγωγείς, όπως η Ελλάδα, να παρακολουθούν ανήσυχες κάθε δήλωση που μπορεί να ανεβάσει ή να ρίξει τις τιμές από τη μια μέρα στην άλλη.