ΟΠΕΚ: Η μεγάλη επιστροφή στην παραγωγή και το νέο παιχνίδι ισχύος στο πετρέλαιο

Η κίνηση του ΟΠΕΚ έχει σαφή γεωπολιτική διάσταση.

ΟΠΕΚ: Η μεγάλη επιστροφή στην παραγωγή και το νέο παιχνίδι ισχύος στο πετρέλαιο
Εικόνα: Pixabay

Η απόφαση του ΟΠΕΚ να ενισχύσει εκ νέου την παραγωγή πετρελαίου σηματοδοτεί μια κρίσιμη καμπή για την παγκόσμια αγορά ενέργειας.

Μετά από σχεδόν δύο χρόνια περιορισμών που στόχευαν στη στήριξη των τιμών, η συμμαχία υπό τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία αλλάζει στρατηγική και επιστρέφει επιθετικά στις διεθνείς αγορές. Από τον Οκτώβριο, η παραγωγή αυξάνεται κατά περίπου 137.000 βαρέλια την ημέρα, ανοίγοντας τον δρόμο για μια σταδιακή επαναφορά συνολικά 1,65 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως που είχαν αποσυρθεί το 2023.

Στην πράξη, έχουν ήδη διοχετευθεί από την άνοιξη πάνω από 2,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως γεγονός που φέρνει το παγκόσμιο ισοζύγιο προσφοράς–ζήτησης σε μία λεπτή ισορροπία. Παρά την αυξημένη ροή αργού, οι τιμές δεν κατέρρευσαν. Το Brent κινείται σταθερά γύρω στα 65 με 66 δολάρια το βαρέλι, μακριά από τα χαμηλά των 58 δολαρίων που καταγράφηκαν τον Απρίλιο, ενώ το αμερικανικό WTI παραμένει πάνω από τα 62 δολάρια. Η συγκράτηση των τιμών οφείλεται σε ένα μείγμα παραγόντων. Από την εποχική άνοδο της ζήτησης στις ασιατικές οικονομίες μέχρι τις διαταραχές στις ροές ρωσικού και ιρανικού πετρελαίου λόγω κυρώσεων και γεωπολιτικής αβεβαιότητας.

Η κίνηση του ΟΠΕΚ έχει σαφή γεωπολιτική διάσταση. Η Σαουδική Αραβία, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας παγκοσμίως, εμφανίζεται πρόθυμη να θυσιάσει μέρος της τιμής για να ενισχύσει τα μερίδια αγοράς της, ιδιαίτερα στην Ασία, όπου η Ινδία και η Κίνα απορροφούν ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες. Η αύξηση παραγωγής από τα 9,07 στα 9,98 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα προσφέρει στο Ριάντ μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μια περίοδο που οι ενεργειακές ισορροπίες συνδέονται άμεσα με την εξωτερική πολιτική. Η επικείμενη επίσκεψη του πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στην Ουάσινγκτον δεν θεωρείται τυχαία, καθώς το timing δείχνει ότι το βασίλειο θέλει να εμφανιστεί ως σταθεροποιητικός παράγοντας αλλά και ως αναντικατάστατος προμηθευτής. Η τιμή του πετρελαίου πλησιάζει επικίνδυνα το κατώφλι κόστους παραγωγής του αμερικανικού σχιστολιθικού, το οποίο σύμφωνα με εκτιμήσεις κυμαίνεται μεταξύ 50 και 60 δολαρίων ανά βαρέλι. Αυτό σημαίνει ότι κάθε επιπλέον πτώση τιμών απειλεί άμεσα τη βιωσιμότητα ενός μεγάλου μέρους της αμερικανικής παραγωγής, προσφέροντας στο Ριάντ όχι μόνο οικονομικό αλλά και πολιτικό μοχλό πίεσης στην Ουάσινγκτον ενόψει της επίσκεψης.

Οι επενδυτές από την άλλη δείχνουν συγκρατημένοι. Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι αν συνεχιστεί η επιστροφή βαρελιών με τον ίδιο ρυθμό, τότε στις αρχές του 2026 η αγορά μπορεί να βρεθεί μπροστά σε υπερπροσφορά. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, η παγκόσμια ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί το 2025 κατά μόλις 680 χιλιάδες βαρέλια ημερησίως, ενώ η προσφορά από χώρες εντός και εκτός OPEC+ μπορεί να φτάσει τα 2,5 εκατομμύρια βαρέλια παραπάνω. Η διαφορά αυτή δημιουργεί προοπτικές νέας πίεσης στις τιμές, ιδιαίτερα αν ο ανταγωνισμός με τους παραγωγούς σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ ενταθεί.

Οι αριθμοί δείχνουν ότι η μάχη δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική. Με τη Ρωσία να χρειάζεται έσοδα λόγω κυρώσεων και το Ριάντ να επιδιώκει ενίσχυση της γεωστρατηγικής του θέσης, ο ΟΠΕΚ επιχειρεί να δείξει ότι εξακολουθεί να είναι ο ρυθμιστής της αγοράς. Το ερώτημα είναι κατά πόσο μπορεί να το πετύχει σε έναν κόσμο όπου η ενεργειακή μετάβαση και οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές δημιουργούν μακροπρόθεσμα πίεση στη ζήτηση πετρελαίου.

Το βέβαιο είναι πως η απόφαση που έχει ληφθεί δεν στοχεύει μόνο στη βραχυπρόθεσμη διαχείριση των τιμών, αλλά αποτελεί ένα μήνυμα ότι το καρτέλ επιλέγει ενεργά να μπει στο παιχνίδι των μεριδίων, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται πιο ασταθείς τιμές τους επόμενους μήνες. Για τις διεθνείς αγορές, το φθινόπωρο ξεκινά με περισσότερο πετρέλαιο, αλλά και με περισσότερη αβεβαιότητα για το πού θα ισορροπήσει τελικά η προσφορά με τη ζήτηση.