Ομόλογα σε κρίση: Γιατί οι επενδυτές εγκαταλείπουν το «ασφαλές καταφύγιο» και πού κατευθύνονται τα κεφάλαια

Το φαινόμενο έχει βαθιές συνέπειες για τις κυβερνήσεις

Ομόλογα σε κρίση: Γιατί οι επενδυτές εγκαταλείπουν το «ασφαλές καταφύγιο» και πού κατευθύνονται τα κεφάλαια
Φωτεινοί πίνακες και οθόνες με τις μετοχές στην είσοδο του κτηρίου του Χρηματιστηρίου Αθηνών στη λεωφόρο Αθηνών. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Αλέξανδρος Μπελτές

Οι επενδυτές και οι αγορές εμφανίζονται λιγότερο πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν χώρες με εύθραυστες οικονομίες ή πολιτικούς κινδύνους.

Η διεθνής αγορά ομολόγων περνά μία από τις δυσκολότερες φάσεις των τελευταίων δεκαετιών, με τους αναλυτές να μιλούν για «τέλεια καταιγίδα». Η ταυτόχρονη άνοδος των αποδόσεων, οι ανησυχίες για την πορεία του πληθωρισμού αλλά και η πολιτική αβεβαιότητα σε αρκετές χώρες δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, το οποίο οδηγεί σε μαζικό ξεπούλημα κρατικών τίτλων.

Οι αποδόσεις των αμερικανικών δεκαετών ομολόγων έχουν εκτοξευθεί κοντά στο 4,4%, επίπεδα που θυμίζουν εποχές πριν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Στη Γερμανία, το «benchmark» δεκαετές κινείται πλέον πάνω από το 2,6%, ενώ στην Ιταλία το spread έναντι των γερμανικών bunds αγγίζει τις 170 μονάδες βάσης, σηματοδοτώντας αυξημένη ανησυχία για τη βιωσιμότητα του χρέους. Στην Τουρκία, οι αγορές τιμώρησαν τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης στη νομισματική πολιτική με άλμα των αποδόσεων άνω του 30%, αποθαρρύνοντας ακόμη και τους πιο τολμηρούς επενδυτές.

Το ξεπούλημα έχει φέρει σε δύσκολη θέση το ιστορικό χαρτοφυλάκιο «60/40» (60% μετοχές και 40% ομόλογα), που επί δεκαετίες θεωρούνταν συνταγή ισορροπίας ανάμεσα σε ρίσκο και ασφάλεια. Η παράλληλη πτώση στην αξία και των δύο κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων υπονομεύει τη στρατηγική αυτή, οδηγώντας τους επενδυτές να αναζητήσουν νέα καταφύγια.

Ένα από αυτά φαίνεται να είναι ο χρυσός. Η τιμή του πολύτιμου μετάλλου ξεπέρασε τα 3.500 δολάρια ανά ουγκιά, καταρρίπτοντας ιστορικά ρεκόρ, καθώς η ανάγκη για σταθερότητα ωθεί ολοένα και περισσότερα κεφάλαια σε εναλλακτικές μορφές αποθήκευσης αξίας. Ταυτόχρονα, ενισχύεται το ενδιαφέρον για βραχυπρόθεσμους τίτλους του αμερικανικού Δημοσίου (T- Bills) και ομόλογα προστατευμένα από τον πληθωρισμό (TIPS), που θεωρούνται πιο ευέλικτα εργαλεία σε περιβάλλον έντονης μεταβλητότητας.

Μεγάλες εταιρείες διαχείρισης, προτείνουν στροφή προς ομόλογα μεσαίας διάρκειας (3–7 έτη), τα οποία εμφανίζουν καλύτερο προφίλ κινδύνου από τα μακροπρόθεσμα, ειδικά σε μια περίοδο που η καμπύλη αποδόσεων παραμένει ανεστραμμένη. Η σύσταση αυτή αντανακλά την ανησυχία ότι η υπερβολική έκθεση σε μακροχρόνιο χρέος ενέχει μεγάλες ζημίες αν οι αποδόσεις συνεχίσουν να ανεβαίνουν.

Το φαινόμενο έχει βαθιές συνέπειες για τις κυβερνήσεις. Το κόστος δανεισμού αυξάνεται αισθητά, περιορίζοντας τον δημοσιονομικό χώρο, ενώ επενδυτές και αγορές εμφανίζονται λιγότερο πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν χώρες με εύθραυστες οικονομίες ή πολιτικούς κινδύνους. Η πίεση αυτή δεν αφορά μόνο τις αναδυόμενες αγορές, αλλά και την Ευρωζώνη, όπου η ΕΚΤ καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη σταθερότητα των τιμών και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.