Οι τράπεζες κερδίζουν έδαφος με το νέο σενάριο για τα ευρωπαϊκά επιτόκια
Η διάσταση για την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη.
Η πορεία των ευρωπαϊκών επιτοκίων διαμορφώνει ένα πλαίσιο που προσφέρει σπάνια ισορροπία. Οι τράπεζες διατηρούν τη σταθερότητα των εσόδων τους.
Οι αγορές προεξοφλούν ένα νέο βασικό σενάριο για την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που χαρακτηρίζεται ως «ιδανικό» για τον τραπεζικό κλάδο. Μετά από οκτώ συνεχόμενες μειώσεις, το επιτόκιο καταθέσεων (DFR) σταθεροποιήθηκε τον Ιούνιο του 2024 στο 2%, με τους αναλυτές να προβλέπουν περαιτέρω μικρή υποχώρηση στο 1,75% μέχρι τον Δεκέμβριο. Το ακόμη πιο σημαντικό είναι πως η ΕΚΤ εκτιμάται ότι θα διατηρήσει αυτό το επίπεδο σταθερό μέχρι και το 2026, προσφέροντας ένα σπάνιο παράθυρο προβλεψιμότητας σε μια περίοδο αβεβαιότητας.
Για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, το σενάριο αυτό συνιστά την «χρυσή τομή». Η ήπια μείωση του επιτοκίου καταθέσεων από το 2% στο 1,75% ως το τέλος του 2025 επιτρέπει τη μερική αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού στην πραγματική οικονομία, χωρίς όμως να διαβρώνει αισθητά τα καθαρά έσοδα από τόκους, τα οποία αντιστοιχούν σήμερα σε πάνω από το 60% της λειτουργικής κερδοφορίας τους. Οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ δείχνουν ότι με αυτή τη σταδιακή προσαρμογή, τα έσοδα των τραπεζών σε επίπεδο Ευρωζώνης θα παραμείνουν πάνω από τα 100 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ ταυτόχρονα οι μηνιαίες δόσεις στα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο θα μειωθούν κατά μέσο όρο 30 με 40 ευρώ ανά 100.000 ευρώ δανείου. Παράλληλα, η σταθεροποίηση των επιτοκίων περιορίζει τις διακυμάνσεις στην αγορά χρήματος, μειώνοντας το κόστος χρηματοδότησης του Δημοσίου και βελτιώνοντας τις αποδόσεις ομολόγων, κάτι που βοηθά τόσο τους καταθέτες όσο και τους επενδυτές να κινηθούν σε ένα περιβάλλον μεγαλύτερης εμπιστοσύνης.
Η διάσταση για την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Τα τελευταία δύο χρόνια οι ελληνικές τράπεζες αύξησαν θεαματικά την κερδοφορία τους, καθώς τα καθαρά έσοδα από τόκους εκτοξεύτηκαν, το 2023 άγγιξαν σχεδόν τα 8 δισ. ευρώ, καταγράφοντας άνοδο άνω του 40% σε σχέση με το 2022, χάρη στη ραγδαία αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ. Αυτή η βελτίωση, ωστόσο, είχε το αντίστροφο κόστος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις: οι δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο, συνδεδεμένο με το euribor, είδαν τις μηνιαίες δόσεις τους να αυξάνονται κατά 200 έως 300 ευρώ για στεγαστικά ύψους 100.000–150.000 ευρώ. Η προοπτική σταθεροποίησης του DFR κοντά στο 1,75% από τα τέλη του 2025 σημαίνει ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να στηρίζονται σε ισχυρά έσοδα, αλλά οι πιέσεις στους δανειολήπτες θα μετριαστούν: σε πρακτικούς όρους, μια μείωση 0,25 ποσοστιαίας μονάδας μεταφράζεται σε μείωση περίπου 15–20 ευρώ τον μήνα για κάθε 100.000 ευρώ δανείου. Έτσι, ενώ ο κλάδος διατηρεί τον πυλώνα κερδοφορίας του, οι πελάτες αναμένεται να δουν μια έστω μικρή αλλά ουσιαστική «ανάσα» στις υποχρεώσεις τους.
Η πορεία των ευρωπαϊκών επιτοκίων διαμορφώνει ένα πλαίσιο που προσφέρει σπάνια ισορροπία. Οι τράπεζες διατηρούν τη σταθερότητα των εσόδων τους, ενώ οι δανειολήπτες ανακουφίζονται, από την πίεση του υψηλού κόστους χρηματοδότησης. Για την Ευρώπη και ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα, η σταθεροποίηση δεν είναι μια τεχνική λεπτομέρεια, αλλά μια εξέλιξη με άμεσο αποτύπωμα στην οικονομία και στην καθημερινότητα. Το ζητούμενο πλέον είναι αν αυτή η εύθραυστη ισορροπία θα μπορέσει να διατηρηθεί, ώστε να αποτελέσει γέφυρα προς μια περίοδο ανάπτυξης με λιγότερες αναταράξεις.