Οι δύο λόγοι που η Ελβετία δεν έχει πρόβλημα με τον πληθωρισμό
Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι οικονομολόγοι και οι πολιτικές ηγεσίες σε όλο τον κόσμο, από τα μέσα του 2021 και έπειτα, είναι αδιαμφισβήτητα ο πληθωρισμός.
Και ο πληθωρισμός, όπως και τα υπόλοιπα μακροοικονομικά φαινόμενα, δεν είναι σίγουρα κάτι που απασχολεί μόνο τις ηγεσίες και την επιστημονική κοινότητα, αλλά έχει άμεσο και επώδυνο αντίκτυπο πάνω στις μεγάλες λαϊκές μάζες, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, αυτούς που αποτελούν την «πραγματική οικονομία».
Το κόστος των πρώτων υλών για τις επιχειρήσεις μετακυλίεται άμεσα στη λιανική τιμή, οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν αύξηση στο κόστος του καλαθιού της νοικοκυράς, όπως αντικατοπτρίζεται στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και η αναταραχή δημιουργεί κλονισμό στην κοινωνική ευημερία και στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Οι καταναλωτές το ζουν στο πετσί τους εδώ και μερικούς μήνες και στην Ελλάδα, η οποία (όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη) είχε να αντιμετωπίσει πληθωριστικές πιέσεις, τουλάχιστον για δύο δεκαετίες. Οι τιμές των βασικών αγαθών αυξάνονται και οι οικογένειες χάνουν πραγματικό εισόδημα εξαιτίας των ανατιμήσεων, ενώ οι κεντρικές τράπεζες σε Ευρώπη, Βρετανία και ΗΠΑ αναζητούν λύσεις που δεν θα βλάψουν την οικονομική ανάπτυξη αλλά θα συγκρατήσουν τον πληθωρισμό.
Η εξαίρεση
Υπάρχει όμως μια χώρα η οποία δεν αντιμετωπίζει αντίστοιχου επιπέδου πρόβλημα με τον πληθωρισμό: Η Ελβετία!
Η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας δε φαίνεται να ανησυχεί τόσο για το φαινόμενο που πονοκεφαλιάζει τους οικονομολόγους στον υπόλοιπο κόσμο και αυτή η εξαίρεση φαίνεται να οφείλεται σε δύο λόγους. Ο πρώτος είναι το ελβετικό φράγκο. Το ισχυρό νόμισμα της χώρας που έχει απορροφήσει μεγάλο μέρος του εισαγόμενου πληθωρισμού. Η αύξηση των τιμών των εισαγόμενων πρώτων υλών, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, φαίνεται να αντισταθμίστηκε από την ισχυρή διεθνή θέση του νομίσματος.
Ως εκ τούτου το αποτέλεσμα στην εσωτερική κατανάλωση ήταν περιορισμένος και σε καμία περίπτωση δεν έφτασε στο επίπεδο του αντίστοιχου αποτελέσματος στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αύξηση του κόστους των εισαγομένων προϊόντων περιορίστηκε στο 1,5% την χρονιά που πέρασε, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα η αύξηση του κόστους των προϊόντων που παρήχθησαν στην Ελβετία έφτασε μόλις το 0,3%.
Ο δεύτερος λόγος που συντέλεσε ώστε να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός στην Ελβετία, οφείλεται στο είδος του πληθωρισμού που εκπορεύεται κυρίως από τις τιμές των καυσίμων. Η ορεινή χώρα της Κεντρικής Ευρώπης είναι πολύ λιγότερο εκτεθειμένη στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες και την Ελλάδα, που μετά την απολιγνιτοποίηση είναι εκτεθειμένη σημαντικά στο φυσικό άεριο.
Συγκεκριμένα, οι ενεργειακές ανάγκες της Ελβετίας καλύπτονται μόνο κατά 10% από το φυσικό αέριο και κατά 60% σε ανανεώσιμες πηγές που παράγονται εγχώρια και δεν επηρεάζονται από την άνοδο των διεθνών τιμών των ορυκτών καυσίμων. Έτσι, για λόγους συναλλαγματικούς και λόγους ενεργειακού μίγματος, η Ελβετία αντιστέκεται στον πληθωρισμό που πλήττει όλο τον κόσμο.
«Η Ελβετία είναι ήδη μια πολύ ακριβή οικονομία, με υψηλούς μισθούς και με περιορισμένες δυνατότητες των επιχειρήσεων να προχωρήσουν σε αυξήσεις των τιμών και εν γένει να αντισταθμίσουν τις αυξήσεις του λειτουργικού τους κόστους», εξήγησε στη γαλλική «Le Figaro» ο Λομπάρ Οντιέ, επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας της Ελβετίας.