Λιγότεροι φόροι, καλύτερες συντάξεις: Τι αλλάζει μετά τις εξαγγελίες Μητσοτάκη στη ΔΕΘ
H πραγματική τους αξία θα μετρηθεί από το κατά πόσο θα αντέξουν στον χρόνο και θα ενσωματωθούν σε μια συνεκτική αναπτυξιακή στρατηγική.
Οι εξαγγελίες της ΔΕΘ υπόσχονται άμεση ανακούφιση για εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες καθώς και αύξηση στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Η φετινή Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης σηματοδότησε ένα νέο κεφάλαιο για την κυβερνητική στρατηγική, με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να ανακοινώνει ένα ευρύ πακέτο μέτρων ύψους 1,6 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι εξαγγελίες του εστιάζουν στη φορολογική ελάφρυνση, στην ενίσχυση συνταξιούχων και νέων, αλλά και στη στήριξη τοπικών κοινωνιών οι οποίες συχνά μένουν στο περιθώριο. Στην καρδιά των παρεμβάσεων βρίσκεται η μείωση των φορολογικών συντελεστών κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες για όλα τα εισοδήματα, κίνηση που προσφέρει άμεσο οικονομικό όφελος στη μεσαία τάξη επιχειρώντας να ανακτήσει την εμπιστοσύνη μιας κοινωνικής ομάδας που αισθάνεται περιθωριοποιημένη τα τελευταία χρόνια.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στους νέους καθώς οι εργαζόμενοι έως 25 ετών απαλλάσσονται πλήρως από τη φορολόγηση για εισόδημα έως 20.000 ευρώ, ενώ για την ηλικιακή ομάδα 25–30 ετών προβλέπεται μειωμένος συντελεστής. Πρόκειται για ένα μέτρο με σαφή πολιτικό και κοινωνικό συμβολισμό, που επιδιώκει να αναχαιτίσει το διαρκές brain drain προσφέροντας κίνητρο παραμονής στη χώρα. Αντίστοιχα, οι πολύτεκνες οικογένειες βλέπουν προοδευτική ελάφρυνση, με το όφελος να αγγίζει τα 1.680 ευρώ για τετραμελείς οικογένειες με εισόδημα 20.000 ευρώ. Το μέτρο αυτό αναμένεται να καλύψει περισσότερους από 400.000 νέους εργαζόμενους, ενώ για την ηλικιακή ομάδα 25–30 ετών, όπου προβλέπεται μειωμένος φόρος, οι δικαιούχοι εκτιμώνται σε πάνω από 250.000 άτομα
Η επιδίωξη είναι σαφής. Ενίσχυση της δημογραφικής πολιτικής, με φορολογικό όπλο την ελάφρυνση των βαρών για όσους μεγαλώνουν πολλά παιδιά. Η στόχευση στα παιδιά και στις οικογένειες με πολλά μέλη δεν είναι τυχαία. Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας στην Ευρώπη ο οποίος κυμαίνεται γύρω στο 1,3 με 1,4 παιδιά ανά γυναίκα, όταν το όριο αναπλήρωσης του πληθυσμού είναι 2,1. Οι διεθνείς αναλύσεις μιλούν για συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού κάτω από τα 9 εκατομμύρια τις επόμενες δεκαετίες, εάν δεν ανατραπεί η τάση. Αυτή η πραγματικότητα καθιστά τη φορολογική ελάφρυνση για πολύτεκνους όχι μόνο μια οικονομική διευκόλυνση αλλά ένα εργαλείο με στρατηγικό βάρος. Δίνεται ένα ισχυρό κίνητρο ώστε οι νέες οικογένειες να πάρουν την απόφαση να μεγαλώσουν περισσότερα παιδιά. Συνολικά, περίπου 65.000 οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά θα δουν ουσιαστική ελάφρυνση, με το όφελος να αγγίζει ακόμη και τα 1.680 ευρώ ετησίως για τετραμελείς οικογένειες με εισόδημα 20.000 ευρώ.
Ταυτόχρονα, η σύνδεση φορολογικών κινήτρων με το δημογραφικό ζήτημα έχει ισχυρή πολιτική διάσταση. Μεταφέρει το μήνυμα ότι η κυβέρνηση αναγνωρίζει το βάρος που καλούνται να αντιμετωπίσουν όσοι επιλέγουν να μεγαλώσουν περισσότερα παιδιά. Επομένως τα παραπάνω μέτρα λειτουργούν τόσο ως ανακούφιση όσο και ως επένδυση στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του κοινωνικού ιστού ο οποίος εξαρτάται άμεσα από τον ενεργό πληθυσμό. Πέρα από τις φορολογικές ελαφρύνσεις και τις κοινωνικές παρεμβάσεις, η κυβερνητική στρατηγική περιλαμβάνει και στοχευμένες δράσεις ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, 200 εκατομμύρια ευρώ θα κατευθυνθούν για την ενίσχυση της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ 70 εκατομμύρια ευρώ προβλέπονται για πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που επιχειρούν για πρώτη φορά. Παράλληλα, 50 εκατομμύρια ευρώ δεσμεύονται για την ανάπτυξη νέων ψηφιακών τεχνολογιών, ώστε η χώρα να βελτιώσει τη θέση της στη διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Σημαντικές είναι και οι παρεμβάσεις για τα μεσαία εισοδήματα, με τη δημιουργία νέου συντελεστή 39% για εισοδήματα 40.000–60.000 ευρώ, αντί για τον σημερινό 44%. Δίνεται λοιπόν μεγαλύτερη φορολογική ανάσα για αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι συχνά εγκλωβίζονταν σε μια «φορολογική παγίδα», χωρίς ωστόσο να απολαμβάνουν αντίστοιχα κοινωνικά αντισταθμίσματα.
Στο μέτωπο της ακίνητης περιουσίας, το βάρος πέφτει στον ΕΝΦΙΑ. Από το 2026 θα μειωθεί στο μισό για χωριά έως 1.500 κατοίκους, με στόχο να ανασάνει η ελληνική περιφέρεια, ενώ το 2027 προβλέπεται πλήρης κατάργησή του σε αυτές τις περιοχές. Πρόκειται για ένα μέτρο που ενδέχεται να δώσει κίνητρο επιστροφής πληθυσμού στην ύπαιθρο και να συμβάλει στην αναζωογόνηση μικρών κοινοτήτων, αν και οι ειδικοί επισημαίνουν πως θα χρειαστούν συμπληρωματικές πολιτικές υποδομών για να υπάρξει πραγματική αναστροφή του δημογραφικού ρεύματος.
Εξίσου ηχηρή είναι η μείωση του ΦΠΑ κατά 30% σε ακριτικά νησιά με πληθυσμό κάτω των 20.000 κατοίκων, μέτρο που ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των τοπικών οικονομιών και επιχειρεί να αντισταθμίσει το υψηλό κόστος ζωής και μεταφορών. Στο πεδίο των ενοικίων, προβλέπεται επιστροφή ενός μηνιαίου μισθώματος από τον Νοέμβριο, ενώ αλλάζει και η φορολογία με ελαφρύτερο συντελεστή 25% για εισοδήματα από μισθώματα 12.000–24.000 ευρώ. Η στροφή αυτή αποτελεί απάντηση στην οξυμένη στεγαστική κρίση, αλλά ταυτόχρονα εγείρει ερωτήματα για το αν η ελάφρυνση των ιδιοκτητών θα μετακυλιστεί πράγματι στους ενοικιαστές ή αν απλώς θα αυξήσει το καθαρό εισόδημα των εκμισθωτών.
Στους συνταξιούχους, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να μειώσει την περιβόητη «προσωπική διαφορά» κατά 50% μέσα στο 2026 με σκοπό να την καταργήσει πλήρως το 2027. 671.000 συνταξιούχοι θα δουν σημαντική αύξηση στις αποδοχές τους, αίροντας μια αδικία που κρατούσε επί χρόνια. Παράλληλα 151.422 ένστολοι θα λάβουν αυξήσεις που περιμένουν ήδη από το φθινόπωρο, ενώ προαναγγέλθηκε η κατασκευή 2.000 διαμερισμάτων σε πρώην στρατόπεδα, με το 25% να προορίζεται για στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και το 75% για πολίτες χωρίς πρώτη κατοικία. Πρόκειται για μια διπλή παρέμβαση. Αφενός στοχεύσει σε ενίσχυση της στρατιωτικής κοινότητας, αφετέρου σε πειραματικό πρόγραμμα κοινωνικής στέγασης που μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για ευρύτερες εφαρμογές.
Η κυβέρνηση παρουσιάζει το πακέτο μέτρων ως προϊόν της θετικής πορείας της οικονομίας. Τα δημόσια έσοδα στο πρώτο εξάμηνο του 2025 ξεπέρασαν τις προβλέψεις, με αποτέλεσμα το πρωτογενές πλεόνασμα να διαμορφωθεί στα 4,52 δισ. ευρώ, έναντι στόχου για 2,235 δισ. ευρώ. Το 2024 είχε ήδη κλείσει με πλεόνασμα ίσο με 1,3% του ΑΕΠ, το οποίο αξιοποιήθηκε για κοινωνικές παροχές και επενδύσεις ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ. Τα παραπάνω στοιχεία δημιουργούν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο προσφέροντας στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να ανακοινώσει νέες φοροελαφρύνσεις και ενισχύσεις.
Η εικόνα δεν όμως είναι πρέπει να ερμηνεύεται μονοδιάστατα. Το νέο πλαίσιο της ΕΕ για τη δημοσιονομική πειθαρχία απαιτεί οι μόνιμες ελαφρύνσεις να καλύπτονται είτε από αντίστοιχα έσοδα είτε από αποδεδειγμένη αναπτυξιακή δυναμική. Οι ευρωπαϊκές προβλέψεις δείχνουν ανάπτυξη πάνω από 2% το 2025 και το 2026, στοιχείο που ενισχύει την κυβερνητική αισιοδοξία. Στον σχεδιασμό του 2026 εντάσσονται επίσης ουσιαστικές ενισχύσεις μέσω χρηματοδοτικών ταμείων. Το Ταμείο Επιχειρηματικότητας ΙΙΙ (ΤΕΧΠΙ ΙΙΙ) θα ενισχυθεί με 780 εκατομμύρια ευρώ, το Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης με 170 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το Patent Fund θα λάβει 41,4 εκατομμύρια ευρώ για την υποστήριξη καινοτόμων ιδεών. Οι πόροι αυτοί αποσκοπούν στη μακροπρόθεσμη τόνωση της παραγωγικότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης.
Πρέπει όμως να ληφθεί σοβαρά υπόψιν ο παράγοντας της διεθνούς αβεβαιότητας σε συνδυασμό με τον κίνδυνο επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας οι οποίοι ενδέχεται να περιορίσουν τα περιθώρια κινήσεων. Η αντιπολίτευση, από την πλευρά της, μιλά για «φιλοδωρήματα» τα οποία δεν αντιμετωπίζουν τα δομικά προβλήματα, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των μέτρων. Οι εξαγγελίες της ΔΕΘ υπόσχονται άμεση ανακούφιση για εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες καθώς και αύξηση στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, αλλά η πραγματική τους αξία θα μετρηθεί από το κατά πόσο θα αντέξουν στον χρόνο και θα ενσωματωθούν σε μια συνεκτική αναπτυξιακή στρατηγική.