Κέρδη-ρεκόρ στο πρώτο εξάμηνο του 2025: Οι ελληνικές τράπεζες σε τροχιά άνω των €4,5 δισ.

Η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα, επιτρέποντας μελλοντικές εκδόσεις ομολόγων με χαμηλότερο κόστος.

Κέρδη-ρεκόρ στο πρώτο εξάμηνο του 2025: Οι ελληνικές τράπεζες σε τροχιά άνω των €4,5 δισ.

Η μείωση των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις και η σημαντική πρόοδος στη διαχείριση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων ενίσχυσαν περαιτέρω τα καθαρά αποτελέσματα.

Το πρώτο εξάμηνο του 2025 έκλεισε για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες με εντυπωσιακή δυναμική, επιβεβαιώνοντας ότι το τραπεζικό σύστημα έχει πλέον αφήσει πίσω του οριστικά την εποχή των κεφαλαιακών αδυναμιών και βρίσκεται σε τροχιά υψηλής οργανικής κερδοφορίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς, τα καθαρά κέρδη των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών αναμένεται να υπερβούν τα €4,5 δισ. στο σύνολο του έτους, με τις επιδόσεις του πρώτου εξαμήνου να συνιστούν σαφή ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση.

Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξεκίνησε σταδιακή μείωση των επιτοκίων, περιορίζοντας το περιθώριο κέρδους από τόκους, οι τράπεζες κατόρθωσαν να διατηρήσουν υψηλά επίπεδα αποδοτικότητας. Η εξήγηση βρίσκεται στην ισχυρή πιστωτική επέκταση: ο επιχειρηματικός δανεισμός αυξήθηκε με ρυθμό άνω του 17% σε ετήσια βάση για τον Απρίλιο και τον Μάιο, ενώ η καταναλωτική πίστη ενισχύθηκε κατά περίπου 5,5% τους ίδιους μήνες, παρά την αυστηρότερη τιμολόγηση. Παράλληλα, ο τομέας των στεγαστικών δανείων έδειξε σημάδια ανάκαμψης, με νέα δάνεια άνω των €630 εκατ. και ετήσια αύξηση 12% σε σχέση με το 2024.

Ωστόσο, το δεύτερο και ίσως πιο καθοριστικό σκέλος της κερδοφορίας προήλθε από τις προμήθειες, οι οποίες ενισχύθηκαν σημαντικά λόγω της στροφής των αποταμιευτών προς επενδυτικά προϊόντα. Η προσέλκυση νέων κεφαλαίων σε αμοιβαία κεφάλαια άγγιξε τα €2,93 δισ. μόνο στο πρώτο εξάμηνο, με αυξημένη ζήτηση για προϊόντα σταθερού εισοδήματος και ESG χαρτοφυλάκια. Οι τράπεζες αξιοποίησαν αυτή τη δυναμική όχι μόνο αυξάνοντας τις προμήθειες διαχείρισης, αλλά και ενισχύοντας την εσωτερική τους χρηματοδότηση μέσω μη καταθετικών πόρων. Επιπλέον, θετική επίδραση στα αποτελέσματα είχε η πρόσφατη κυβερνητική απόφαση για μείωση των χρεώσεων σε πλήθος τραπεζικών πράξεων, γεγονός που ενίσχυσε την κινητικότητα των πελατών και τη χρήση υπηρεσιών, αυξάνοντας έμμεσα τα έσοδα από προμήθειες και διαμεσολάβηση.

Η μείωση των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις και η σημαντική πρόοδος στη διαχείριση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων ενίσχυσαν περαιτέρω τα καθαρά αποτελέσματα. Οι δείκτες NPEs βρίσκονται πλέον κάτω από το 6%, σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, γεγονός που αποδεσμεύει κεφάλαια και διευρύνει τις επιλογές κεφαλαιακής διάρθρωσης. Η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα, επιτρέποντας μελλοντικές εκδόσεις ομολόγων με χαμηλότερο κόστος και ισχυρότερη συμμετοχή διεθνών επενδυτών, όπως φάνηκε πρόσφατα με την υπερκάλυψη των πράσινων εκδόσεων από την Εθνική Τράπεζα. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι εκκρεμεί το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί στοιχείο αβεβαιότητας και χρειάζεται προσεκτικό χειρισμό, τόσο σε επίπεδο εποπτείας όσο και λογιστικής αποτύπωσης. Η διατήρηση της θετικής πορείας εξαρτάται εν μέρει και από τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί αυτή η μακροχρόνια εκκρεμότητα.

Το μεγάλο ερώτημα που διαμορφώνεται πλέον είναι αν αυτός ο ρυθμός μπορεί να διατηρηθεί στο δεύτερο εξάμηνο, ειδικά σε ένα περιβάλλον που ενδέχεται να περιλαμβάνει περαιτέρω αποκλιμάκωση επιτοκίων. Προς το παρόν, ωστόσο, οι τράπεζες δείχνουν ικανές να διαφοροποιούν τις πηγές εσόδων τους, να βελτιώνουν την οργανική τους βάση και να επανατοποθετούνται στις αγορές με νέα ώθηση. Με την αγορά πλέον να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις επικείμενες ανακοινώσεις για τα αποτελέσματα β’ τριμήνου, το μόνο βέβαιο είναι ότι το 2025 εξελίσσεται σε μια από τις πλέον κερδοφόρες χρονιές της μεταμνημονιακής περιόδου για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.