ΙΟΒΕ: Η ελληνική οικονομία το Β’ τρίμηνο 2025 – Ανάπτυξη με προκλήσεις στον ορίζοντα
Η εικόνα που προκύπτει από την πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ είναι αυτή μιας οικονομίας που παρουσιάζει ανθεκτικότητα.
Η εικόνα που προκύπτει από την πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ είναι αυτή μιας οικονομίας που παρουσιάζει ανθεκτικότητα.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να κινείται σε θετική κατεύθυνση κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2025, διατηρώντας έναν ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 2,2%, παρά τις αυξανόμενες προκλήσεις στο εσωτερικό και διεθνές περιβάλλον. Η εικόνα που προκύπτει από την πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ είναι αυτή μιας οικονομίας που παρουσιάζει ανθεκτικότητα, αλλά ταυτόχρονα απαιτεί προσεκτική πολιτική καθοδήγηση, ώστε να διατηρήσει τη δυναμική της και να αντιμετωπίσει διαρθρωτικές αδυναμίες. Η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση παραμένουν οι βασικοί μοχλοί στήριξης της οικονομίας, με αύξηση των απασχολούμενων και συνεχιζόμενη μείωση της ανεργίας στο 10,4%, τη χαμηλότερη από την έναρξη της κρίσης. Ωστόσο, η κόπωση στις πάγιες επενδύσεις και η στασιμότητα του ΑΕΠ σε τριμηνιαία βάση αναδεικνύουν μια καθοδική τάση στην εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα, γεγονός που προβληματίζει, καθώς η αύξηση της παραγωγικότητας και η βιώσιμη ανάπτυξη απαιτούν σταθερή και στοχευμένη κεφαλαιακή ενίσχυση.
Στο πεδίο των τιμών, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, με κύρια εστίαση στις αυξήσεις των τιμών υπηρεσιών, κυρίως στους τομείς της στέγασης, της διαμονής και της εστίασης. Παρά την ελαφρά αποκλιμάκωση σε σχέση με πέρυσι, ο επίμονος δομικός πληθωρισμός αποτελεί βασική ανησυχία, καθώς διαβρώνει τα πραγματικά εισοδήματα και υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών. Παράλληλα, το εξωτερικό ισοζύγιο παραμένει ελλειμματικό, παρά την ανθεκτικότητα των εξαγωγών, οι οποίες αυξήθηκαν ελαφρώς, ενώ οι εισαγωγές διατηρούν υψηλό όγκο, κυρίως λόγω κατανάλωσης και εξάρτησης από ενεργειακά προϊόντα. Το εμπορικό έλλειμμα σε εθνικολογιστικούς όρους επιδεινώθηκε, υποδηλώνοντας την ανάγκη για στρατηγική στροφή της παραγωγής σε αγαθά και υπηρεσίες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.
Το διεθνές περιβάλλον δεν βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση. Οι προστατευτικές πολιτικές των ΗΠΑ, η αβεβαιότητα γύρω από τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και οι δασμολογικές εντάσεις προκαλούν ανησυχία στις αγορές και επιβαρύνουν το επενδυτικό κλίμα. Την ίδια ώρα, η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες προχωρούν με προσοχή σε μειώσεις επιτοκίων, προσπαθώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ενίσχυση της ζήτησης και την καταπολέμηση του επίμονου πληθωρισμού. Η Ελλάδα επηρεάζεται άμεσα από αυτές τις τάσεις, καθώς η ευαισθησία της σε αλλαγές κόστους χρηματοδότησης και τιμών ενέργειας παραμένει υψηλή.
Σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, το επενδυτικό έλλειμμα συνεχίζει να αποτελεί την πιο σοβαρή δομική πρόκληση για την ελληνική οικονομία. Αν και έχει σημειωθεί πρόοδος, το τρέχον επίπεδο των επενδύσεων δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες αντικατάστασης κεφαλαίου, πολλώ δε μάλλον για να δώσει ώθηση σε μια νέα αναπτυξιακή φάση. Οι επενδύσεις πρέπει να κατευθυνθούν κυρίως προς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, που ενισχύουν την εξωστρέφεια, την τεχνολογική αναβάθμιση και την απασχόληση με πλήρη εργασία. Η αναμόρφωση του παραγωγικού υποδείγματος και η σταδιακή αλλαγή του μίγματος προϊόντων και υπηρεσιών, απαιτούν πολιτικές ενίσχυσης της καινοτομίας, μείωσης των γραφειοκρατικών εμποδίων και φορολογικής ελάφρυνσης της εργασίας.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η συμβολή του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών στην εθνική οικονομία, όπως παρουσιάστηκε στη σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ. Ο ΔΑΑ αποδεικνύεται κρίσιμος κόμβος όχι μόνο για τον τουρισμό αλλά και για το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας στην Αττική και τα Μεσόγεια, συνεισφέροντας ουσιαστικά σε ΑΕΠ, απασχόληση και φορολογικά έσοδα. Η αξιοποίηση τέτοιων στρατηγικών υποδομών, σε συνδυασμό με την ορθή απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, θα είναι καταλυτικής σημασίας για τη διατήρηση και ενίσχυση της αναπτυξιακής πορείας της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια.