Η σκιά της «δημοσιονομικής κυριαρχίας»: Όταν το χρέος υπαγορεύει τη νομισματική πολιτική

Η διεθνής οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα φαινόμενο που ολοένα και περισσότερο συζητείται σε αγορές και πανεπιστημιακούς κύκλους.

Η σκιά της «δημοσιονομικής κυριαρχίας»: Όταν το χρέος υπαγορεύει τη νομισματική πολιτική
pixabay
pixabay

Η διεθνής οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα φαινόμενο που ολοένα και περισσότερο συζητείται σε αγορές και πανεπιστημιακούς κύκλους.

Η λεγόμενη «δημοσιονομική κυριαρχία» αρχίζει να υπαγορεύει την πολιτική των κεντρικών τραπεζών. Σε μια περίοδο όπου το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί σε ιστορικά υψηλά νούμερα, η ανεξαρτησία των νομισματικών αρχών μπαίνει στο μικροσκόπιο, καθώς οι κυβερνήσεις πιέζουν για χαμηλότερα επιτόκια ώστε να μειωθεί το βάρος της εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο αναδυόμενες αλλά και τις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Federal Reserve βρίσκεται αντιμέτωπη με έντονες πολιτικές πιέσεις. Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να επιθυμεί φθηνότερο δανεισμό, καθώς το αμερικανικό δημόσιο χρέος αγγίζει ήδη τα 34 τρισεκατομμύρια δολάρια και οι τόκοι που πληρώνει το Υπουργείο Οικονομικών αναμένεται να ξεπεράσουν το 1 τρισ. δολάρια μόνο για το 2025. Πρόσφατες προβολές δείχνουν ότι αν δεν αλλάξει η πορεία της δημοσιονομικής πολιτικής, το χρέος μπορεί να φτάσει το 145% του ΑΕΠ έως το 2050 και να εκτιναχθεί ακόμα και στο 200% σε απαισιόδοξα σενάρια. Σε αυτό το πλαίσιο, η απαίτηση για χαμηλά επιτόκια δεν είναι απλώς επιθυμία, αλλά όρος επιβίωσης του κρατικού μηχανισμού. Μια τέτοια στρατηγική όμως έρχεται σε άμεση σύγκρουση με τον βασικό ρόλο της Fed, ο οποίος είναι η κατοχύρωση της σταθερότητας των τιμών και ο έλεγχος του πληθωρισμού.

Το ζήτημα δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη, το χρέος της Ιταλία και της Γαλλίας παραμένει πάνω από το 100% του ΑΕΠ, γεγονός που καθιστά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ευάλωτη σε πολιτικές πιέσεις. Στην Ιαπωνία, όπου το χρέος έχει ξεπεράσει το 250% του ΑΕΠ, η Τράπεζα της Ιαπωνίας εδώ και χρόνια διατηρεί επιτόκια σχεδόν μηδενικά, επιτρέποντας στο κράτος να συνεχίζει να δανείζεται χωρίς να καταρρεύσει το σύστημα. Ακόμη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι συνεχείς αυξήσεις δαπανών και η ανάγκη χρηματοδότησης μέσω αγορών ομολόγων δημιουργούν ένα τοπίο όπου η ανεξαρτησία της Τράπεζας της Αγγλίας τίθεται υπό αμφισβήτηση.

Οι αγορές ανησυχούν γιατί η απώλεια ανεξαρτησίας μιας κεντρικής τράπεζας πλήττει άμεσα την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής. Η S&P Global τόνισε πρόσφατα ότι η ισχυρότερη άμυνα των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι σε μια πιθανή υποβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας παραμένει η αξιοπιστία της Fed. Αν όμως η κεντρική τράπεζα καταστεί όργανο εξυπηρέτησης του χρέους, το δολάριο θα χάσει μέρος της δύναμής του και οι επενδυτές θα ζητήσουν υψηλότερο premium για να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν το αμερικανικό κράτος. Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες. Όσο περισσότερο αυξάνονται οι κρατικές δαπάνες χωρίς αντίστοιχα έσοδα, τόσο ισχυρότερη γίνεται η ανάγκη οι κεντρικές τράπεζες να στηρίξουν το σύστημα με τεχνητά χαμηλά επιτόκια.

Η θεωρητική διάσταση αυτού του προβλήματος δεν είναι νέα. Από το 1981 οι οικονομολόγοι Sargent και Wallace είχαν περιγράψει το ενδεχόμενο η νομισματική πολιτική να υποταχθεί στις ανάγκες του κράτους, οδηγώντας σε αυξημένη προσφορά χρήματος και άνοδο του πληθωρισμού. Σήμερα αυτή η προειδοποίηση δεν είναι ακαδημαϊκή, αλλά μοιάζει να παίρνει σάρκα και οστά. Με το παγκόσμιο χρέος να έχει φτάσει τα 315 τρισ. δολάρια, δηλαδή πάνω από τρεις φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ, τα περιθώρια ελιγμών περιορίζονται δραματικά.

Το φαινόμενο της δημοσιονομικής κυριαρχίας δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μεμονωμένη οικονομική παρεκτροπή αλλά ως μια νέα εποχή κινδύνου. Οι κυβερνήσεις, μπροστά στο βάρος του χρέους, μπορεί να παρασύρουν τις κεντρικές τράπεζες σε μια πολιτική που προσφέρει βραχυπρόθεσμη ανακούφιση, αλλά μακροπρόθεσμα διαβρώνει την εμπιστοσύνη, αυξάνει τον πληθωρισμό και αποσταθεροποιεί τα νομίσματα. Αν κάτι δείχνουν τα σημερινά δεδομένα, είναι ότι η ισορροπία ανάμεσα στη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική αποτελεί πλέον το κεντρικό στοίχημα για τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας.