Η μάχη για τη φέτα: Γιατί το ελληνικό ΠΟΠ τυρί βρίσκεται στο στόχαστρο των πολυεθνικών εταιρειών
Η προστασία της φέτας δεν είναι πολυτέλεια, είναι στρατηγική αναγκαιότητα.
Όσο πιο επιτυχημένη γίνεται η φέτα διεθνώς, τόσο περισσότερο εντείνονται οι προσπάθειες να την «ξεγυμνώσουν» από τον χαρακτήρα της.
Η φέτα δεν είναι απλώς ένα τυρί, είναι κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας, ένας πρεσβευτής της γεύσης και του πολιτισμού μας σε ολόκληρο τον κόσμο. Από το 2002, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση την κατοχύρωσε επίσημα ως Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), οι Έλληνες παραγωγοί απέκτησαν ένα ισχυρό νομικό όπλο για να προστατεύσουν τη μοναδικότητά της. Η πορεία της όμως, σε διεθνείς αγορές αποδεικνύεται γεμάτη εμπόδια, με πολυεθνικές εταιρείες και εμπορικά λόμπι να προσπαθούν με κάθε τρόπο να περιορίσουν ή να αποδυναμώσουν αυτή την προστασία.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Χιλής. Εκεί, η ελληνική πλευρά κατέθεσε αίτημα κατοχύρωσης της φέτας ως ΠΟΠ και αρχικά δικαιώθηκε. Η απόφαση όμως προσβλήθηκε από την αμερικανική Κοινοπραξία Κοινών Ονομασιών Τροφίμων (CCFN), έναν ισχυρό οργανισμό που εκπροσωπεί κυρίως τις βιομηχανίες των ΗΠΑ, οι οποίες θέλουν να αντιμετωπίζεται η φέτα ως «γενικό» προϊόν και όχι ως αποκλειστικά ελληνικό. Η έφεση απορρίφθηκε, αλλά η διαδικασία καθυστέρησε σημαντικά, αποδεικνύοντας ότι οι πολυεθνικοί κολοσσοί μπορούν να μπλοκάρουν την εξάπλωση της ελληνικής φέτας σε στρατηγικές αγορές, ακόμη κι όταν χάνουν στο τέλος.
Στον Καναδά, από την άλλη η εμπορική συμφωνία με την ΕΕ (CETA) επέτρεψε τη συνέχιση της παραγωγής «φέτας» από τοπικές βιομηχανίες, υπό τον όρο να φέρει ειδική επισήμανση. Το αποτέλεσμα ήταν μια αγορά όπου συνυπάρχουν η αυθεντική ελληνική φέτα και οι φθηνές απομιμήσεις, με τον καταναλωτή να μπερδεύεται και τους Έλληνες παραγωγούς να χάνουν μερίδιο. Στην Αυστραλία, όπου ζει μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές κοινότητες εκτός συνόρων, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό. Η Κομισιόν διστάζει να συγκρουστεί με τις τοπικές βιομηχανίες, αφήνοντας το πεδίο θολό και δίνοντας χρόνο σε ανταγωνιστές να κερδίσουν έδαφος.
Η εικόνα είναι ξεκάθαρη, όσο πιο επιτυχημένη γίνεται η φέτα διεθνώς, τόσο περισσότερο εντείνονται οι προσπάθειες να την «ξεγυμνώσουν» από τον χαρακτήρα της. Εταιρείες όπως η γαλλική Lactalis ή δανέζικες γαλακτοκομικές βιομηχανίες επενδύουν εκατομμύρια για να κρατήσουν ανοιχτό το δικαίωμα χρήσης της λέξης «feta», έστω και αν τα προϊόντα τους δεν έχουν καμία σχέση με το ελληνικό πρότυπο παραγωγής, το αιγοπρόβειο γάλα ή το μεσογειακό terroir. Για τους ίδιους, η φέτα είναι μια «κατηγορία προϊόντος». Για την Ελλάδα όμως, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κληρονομιάς της.
Για τους Έλληνες παραγωγούς, η αναγνώριση της φέτας στο εξωτερικό είναι ζήτημα επιβίωσης. Το προϊόν αυτό αποτελεί το 10% περίπου της συνολικής τυροκομικής παραγωγής της χώρας και εξάγεται σε περισσότερες από 60 χώρες, με τζίρο που ξεπερνά το μισό δισεκατομμύριο ευρώ ετησίως. Κάθε εμπόδιο, κάθε αμφισβήτηση, μεταφράζεται σε απώλεια θέσεων εργασίας, σε μειωμένα έσοδα για την ελληνική οικονομία και σε συρρίκνωση του αγροτικού ιστού. Παράλληλα, οι εξελίξεις με τον ΟΠΕΚΕΠΕ και τις καθυστερήσεις στις πληρωμές των κτηνοτρόφων επηρεάζουν άμεσα την τιμή του αιγοπρόβειου γάλακτος, που αποτελεί τη βασική πρώτη ύλη για τη φέτα. Όταν υπάρχουν δυσκολίες ρευστότητας, περιορίζεται η παραγωγή ή το γάλα πωλείται σε χαμηλότερες τιμές, γεγονός που αποσταθεροποιεί την αγορά. Η ανασφάλεια αυτή μπορεί να οδηγήσει είτε σε άνοδο του κόστους για τους τυροκόμους είτε σε απώλεια εισοδήματος για τους κτηνοτρόφους, με τελική συνέπεια να επηρεάζεται η τιμή και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής φέτας τόσο στην εσωτερική όσο και στη διεθνή αγορά.
Η μάχη για τη φέτα λοιπόν είναι μάχη για το εισόδημα χιλιάδων παραγωγών, για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και για τη θέση μας στις διεθνείς αγορές. Η προστασία της δεν είναι πολυτέλεια, είναι στρατηγική αναγκαιότητα. Όσο η Ελλάδα υπερασπίζεται τη φέτα, υπερασπίζεται το ίδιο της το μέλλον στον παγκόσμιο χάρτη των ποιοτικών προϊόντων.