Η Γαλλία στον λαβύρινθο της πολιτικής κρίσης

Η πολιτική κατάρρευση έχει άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία.

Η Γαλλία στον λαβύρινθο της πολιτικής κρίσης
Unsplash

Η Γαλλία ζει για ακόμη μία φορά στιγμές βαθιάς πολιτικής αναταραχής μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Φρανσουά Μπαϊρού, η οποία κατέρρευσε έπειτα από βαριά ήττα στη Βουλή με 364 ψήφους κατά έναντι 194 υπέρ.

Η παραίτηση αυτή σηματοδοτεί την τέταρτη αλλαγή πρωθυπουργού μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, γεγονός που αποτυπώνει τον πρωτοφανή βαθμό αστάθειας στην Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία. Ο Μπαϊρού είχε επιχειρήσει να εφαρμόσει ένα πακέτο λιτότητας ύψους 44 δισεκατομμυρίων ευρώ, που προέβλεπε μείωση κοινωνικών δαπανών και κατάργηση αργιών, με στόχο τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Το έλλειμμα όμως παραμένει στο 5,8% του ΑΕΠ, πολύ πάνω από το όριο του 3% που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το δημόσιο χρέος έχει εκτιναχθεί στο 114% του ΑΕΠ.

Η Γαλλία εισέρχεται σε περίοδο έντονης πολιτικής δοκιμασίας με νέο πρωθυπουργό τον Σεμπαστιέν Λεκορνύ, μέχρι πρότινος υπουργό Άμυνας και στενό συνεργάτη του Εμανουέλ Μακρόν. Ο νέος πρωθυπουργός, καλείται τώρα να ηγηθεί μιας μειοψηφικής κυβέρνησης, προσπαθώντας να περάσει τον προϋπολογισμό του 2026 σε ένα Κοινοβούλιο βαθιά κατακερματισμένο. Παρά το νεαρό της ηλικίας του διαθέτει ισχυρή πολιτική ευελιξία ειδικά σε ζητήματα άμυνας , γεγονός που τον καθιστά περισσότερο διαχειριστή ισορροπιών παρά φορέα ριζικής αλλαγής. Το μήνυμα που θέλει να περάσει ο πρόεδρος Μακρόν είναι σαφές. Η στρατηγική δεν αλλάζει, οι μεταρρυθμίσεις και η δημοσιονομική πειθαρχία παραμένουν στην ατζέντα, ακόμη κι αν χρειαστούν περιστασιακές συμμαχίες με το κέντρο ή τμήματα της κεντροαριστεράς.

Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος των πολιτικών ισορροπιών, αρκεί να δει κανείς τη σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης μετά τις εκλογές του 2024. Καμία δύναμη δεν διαθέτει αυτοδυναμία. Η Νέα Λαϊκή Αριστερή Συμμαχία (NFP) κατέχει περίπου 180 έδρες, το προεδρικό στρατόπεδο Ensemble 159, το ακροδεξιό Rassemblement National 142, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι περιορίζονται σε 39 με σοσιαλιστές και οικολόγους να συμπληρώνουν τις υπόλοιπες θέσεις. Η εικόνα αυτή δείχνει ότι για την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2026 θα χρειαστούν αναγκαστικά συμμαχίες. Ο προϋπολογισμός αυτός θα καθορίσει τις ισορροπίες ανάμεσα στις αμυντικές και τις κοινωνικές δαπάνες, καθώς και το πλαίσιο κινήτρων για νέες επενδύσεις.

Η πολιτική κατάρρευση έχει άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία. Οι αποδόσεις των δεκαετών γαλλικών ομολόγων ανέβηκαν στο 3,49%, φτάνοντας σχεδόν στα επίπεδα της Ιταλίας, ένδειξη ότι οι αγορές πλέον αντιμετωπίζουν τη Γαλλία ως χώρα υψηλού κινδύνου. Αν και ορισμένοι αναλυτές καθησυχάζουν πως η γαλλική οικονομία παραμένει πιο ανθεκτική σε σχέση με την ιταλική, η αβεβαιότητα γύρω από την πολιτική σταθερότητα έχει ήδη αρχίσει να πλήττει την εμπιστοσύνη των επενδυτών αυξάνοντας το κόστος δανεισμού του κράτους. Παράλληλα, οι πολίτες ετοιμάζουν νέες κινητοποιήσεις με συνθήματα όπως «Ας Φράξουμε Τα Πάντα», διαμαρτυρόμενοι για την πτώση των εισοδημάτων σε συνδυασμό με την απειλή περικοπών στις δημόσιες υπηρεσίες.

Την ίδια στιγμή, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις σκιαγραφούν έναν νέο πολιτικό χάρτη. Το Rassemblement National προηγείται με περίπου 33–34%, η Νέα Λαϊκή Συμμαχία ακολουθεί με 24–26%, ενώ το Ensemble του Μακρόν υποχωρεί στο 14–16%. Οι Ρεπουμπλικάνοι μαζί με μικρότερες δυνάμεις κινούνται σε μονοψήφια ποσοστά. Η τρέχουσα δημοσκοπική δυναμική καταδεικνύει ότι, παρά την αλλαγή στην πρωθυπουργία, η κοινωνία παραμένει επιφυλακτική απέναντι στην προεδρική πλειοψηφία, κάτι που επιβαρύνει τις προσπάθειες για σταθερούς κυβερνητικούς συνδυασμούς.

Η επίδραση στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αναπόφευκτη. Η Γαλλία έχει δεσμευτεί σε ένα αυστηρό πρόγραμμα δημοσιονομικής διόρθωσης κάτι που σε σημαίνει πως οποιαδήποτε καθυστέρηση στην ψήφιση προϋπολογισμού θα μπορούσε να επιβαρύνει την αξιοπιστία της χώρας στις Βρυξέλλες. Η παράταση της πολιτικής αβεβαιότητας θέτει σε κίνδυνο την πρόοδο σε καίριους τομείς όπου ο γαλλογερμανικός άξονας είναι καθοριστικός. Την βιομηχανική πολιτική, την πράσινη μετάβαση, την εμβάθυνση των κεφαλαιαγορών και φυσικά την ευρωπαϊκή αμυντική στρατηγική. Μια βραχυπρόθεσμη αναταραχή ίσως να είναι διαχειρίσιμη, αλλά κάθε μήνας καθυστέρησης αυξάνει το κόστος δανεισμού δυσκολεύοντας τα κοινά σχέδια.

Στο ΝΑΤΟ, η εικόνα είναι πιο σταθερή. Ο Λεκορνύ προέρχεται από το υπουργείο Άμυνας και έχει ταυτιστεί με την υλοποίηση του γαλλικού εξοπλιστικού προγράμματος έως το 2030, καθώς και με την αύξηση της βοήθειας προς την Ουκρανία. Η τοποθέτησή του στέλνει σήμα συνέχειας. Η Γαλλία δεν πρόκειται να μεταβάλει την εξωτερική της στρατηγική, παραμένοντας βασικός παίκτης στη Συμμαχία συνεχίζοντας να επενδύει στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία. Η πρόκληση βρίσκεται στο εσωτερικό. Το μεγάλο ζήτημα είναι το πώς θα συμβιβαστούν οι αυξημένες ανάγκες για κοινωνικές δαπάνες με την ταυτόχρονη διατήρηση υψηλών αμυντικών προϋπολογισμών χωρίς να ενταθεί η πολιτική φθορά.

Η εικόνα που σχηματίζεται είναι μιας χώρας εγκλωβισμένης σε έναν λαβύρινθο πολιτικής αστάθειας, με κοινωνικές εντάσεις και οικονομικές πιέσεις που αλληλοτροφοδοτούνται. Η Γαλλία, δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, καλώντας να αποδείξει ότι μπορεί να σταθεί όρθια αναζητώντας πολιτική σταθερότητα, προτού η κρίση μετατραπεί σε βαθύτερη ρωγμή που θα απειλήσει όχι μόνο την ίδια αλλά και την ευρωπαϊκή συνοχή.