Η ενεργειακή συμμαχία ΗΠΑ–Ε.Ε.: Ένα σχέδιο μεγαλύτερο από τις αντοχές του
Η Ουάσινγκτον απαιτεί αυξημένες ευρωπαϊκές αγορές ενεργειακών προϊόντων αλλά επιβάλλει εμπόδια στις ευρωπαϊκές εξαγωγές.
Η συμφωνία βασίζεται σε μια παραδοχή ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπορούν να κατευθύνουν τις αγορές ιδιωτικών ενεργειακών εταιρειών.
Στο περιθώριο των πρόσφατων συνομιλιών ΗΠΑ–Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εξαγγελία μιας συμφωνίας-πλαισίου για ενεργειακή συνεργασία αξίας 750 δισ. δολαρίων άναψε νέες πολιτικές και τεχνικές αντιπαραθέσεις. Το deal προβλέπει ότι η Ε.Ε. θα αυξήσει τις εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων από τις Ηνωμένες Πολιτείες – κυρίως LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο) και πετρέλαιο, με ορίζοντα τριετίας. Στόχος, σύμφωνα με την κοινή ανακοίνωση, είναι να ενισχυθεί η «ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης» και να περιοριστεί περαιτέρω η εξάρτηση από ρωσικές ή άλλες «αναξιόπιστες» πηγές.
Ωστόσο, μόλις διατυπωθεί ο αριθμός 750 δισ. δολάρια, ή 250 δισ. τον χρόνο αρχίζουν και τα πρώτα εύλογα ερωτήματα. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Eurostat και του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, το σύνολο των εισαγωγών αμερικανικών ενεργειακών προϊόντων από την Ευρώπη το 2024 ανήλθε περίπου στα 75 δισ. δολάρια. Δηλαδή, η συμφωνία απαιτεί έναν υπερτριπλασιασμό, σε διάστημα μόλις 18–24 μηνών.
Και εδώ βρίσκεται η ουσία: υπάρχουν οι πραγματικές δυνατότητες για κάτι τέτοιο;
Η απάντηση από ειδικούς και επενδυτικούς αναλυτές τείνει προς το «όχι». Πρώτον, η υποδομή των ΗΠΑ για εξαγωγές LNG λειτουργεί ήδη κοντά στο 90% της δυναμικότητάς της. Η ενεργειακή βιομηχανία της Ευρώπης, από την άλλη, στηρίζεται σε μακροχρόνια συμβόλαια με προμηθευτές όπως η Νορβηγία, το Κατάρ και η Αλγερία – προμηθευτές που διατηρούν τόσο καλύτερες τιμές, όσο και σταθερότερες ροές από τις αμερικανικές spot αγορές.
Δεύτερον, η συμφωνία βασίζεται σε μια παραδοχή ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπορούν να κατευθύνουν τις αγορές ιδιωτικών ενεργειακών εταιρειών – κάτι που στην πράξη είναι αδύνατο. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ενέργειας (TotalEnergies, Eni, RWE, Repsol, κ.ά.) λειτουργούν με βάση τα κόστη και τα κέρδη της αγοράς, και δεν δεσμεύονται νομικά από πολιτικές συμφωνίες χωρίς θεσμική ισχύ. Με άλλα λόγια, η Ε.Ε. δεν μπορεί απλώς να «διατάξει» τις εταιρείες της να αγοράζουν περισσότερη ενέργεια από τις ΗΠΑ.
Επιπλέον, υπάρχει το τεχνικό πρόβλημα: οι τερματικοί σταθμοί εισαγωγής LNG στην Ευρώπη βρίσκονται ήδη σε πλήρη χρήση, ενώ έργα όπως τα FSRU (πλωτές μονάδες επαναεριοποίησης) σε Γερμανία, Ελλάδα και Κροατία αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις. Αντίστοιχα, το ευρωπαϊκό δίκτυο αγωγών φυσικού αερίου δεν διαθέτει ακόμη επαρκή ευελιξία για να αναδιανείμει τόσο μεγάλες ποσότητες από τις εισαγωγικές πύλες σε ολόκληρη την ήπειρο.
Όλα αυτά αναδεικνύουν το εξής: πίσω από την επίσημη εξαγγελία κρύβεται περισσότερο μια πολιτική δήλωση προθέσεων και λιγότερο μια υλοποιήσιμη στρατηγική. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έσπευσε να παρουσιάσει τη συμφωνία ως «ιστορικό βήμα για την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ευρώπης», ωστόσο αρκετά κράτη-μέλη, ιδίως από τον Νότο και την Ανατολική Ευρώπη, εξέφρασαν συγκρατημένη στάση, τονίζοντας την ανάγκη για πρακτική εφικτότητα και οικονομική αποδοτικότητα.
Την ίδια στιγμή, η ανακοίνωση των ΗΠΑ για επαναφορά δασμών 15% σε ευρωπαϊκά προϊόντα (με εξαίρεση ορισμένους βιομηχανικούς τομείς) δημιουργεί ένα αντιφατικό πλαίσιο. Από τη μία πλευρά, η Ουάσινγκτον απαιτεί αυξημένες ευρωπαϊκές αγορές ενεργειακών προϊόντων· από την άλλη, επιβάλλει εμπόδια στις ευρωπαϊκές εξαγωγές. Το ενεργειακό deal παρουσιάζεται έτσι από μερίδα οικονομολόγων ως «αντιπαροχή χωρίς ισοδύναμο» – μια μονόπλευρη παραχώρηση της Ε.Ε. που ενισχύει τις αμερικανικές ενεργειακές εταιρείες, χωρίς να ενσωματώνει μηχανισμούς ασφαλείας ή δεσμευτικές ρήτρες.
Η χρηματιστηριακή εικόνα αντικατοπτρίζει τον σκεπτικισμό: οι μετοχές των ευρωπαϊκών ενεργειακών κολοσσών παρουσίασαν βραχυπρόθεσμη άνοδο, αλλά οι δείκτες γενικότερα πιέστηκαν – ενώ το ευρώ υποχώρησε σε σχέση με το δολάριο, υποδηλώνοντας αδυναμία εμπιστοσύνης στη μακροπρόθεσμη ωφέλεια του deal.
Εν κατακλείδι, η συμφωνία ΗΠΑ–Ε.Ε. για ενεργειακή συνεργασία στα χαρτιά αγγίζει κολοσσιαία νούμερα, αλλά επί του πεδίου συγκρούεται με θεσμικές, υποδομικές και αγοραστικές πραγματικότητες. Η ανακήρυξή της ως στρατηγικής επιτυχίας προϋποθέτει ορθολογισμό όχι μόνο προθέσεις. Και σε αυτή τη φάση, η υλοποίηση μοιάζει πιο πολύ με ευσεβή πόθο, παρά με ρεαλιστικό σχεδιασμό.