Η Ελλάδα στην κορυφή του πληθωρισμού: Πως πιέζονται νοικοκυριά και αγορές
Η τουριστική περίοδος προσθέτει μία ακόμη αιτία πίεσης.
Στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης οι τιμές υποχωρούν σταδιακά κοντά στον στόχο του 2%, αλλά στην Ελλάδα ο πυρήνας του προβλήματος παραμένει στις υπηρεσίες και στη στέγαση, τομείς που επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα και δύσκολα διορθώνονται με νομισματικά μέτρα.
Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους πιο επίμονους πονοκεφάλους της ελληνικής οικονομίας, με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, να δείχνουν ότι η χώρα καταγράφει τον υψηλότερο ρυθμό ανόδου τιμών στη Νότια Ευρώπη. Τον Ιούλιο του 2025 ο δείκτης τιμών καταναλωτή έφτασε στο 3,7%, όταν ο μέσος όρος της ευρωζώνης παρέμεινε μόλις στο 2%, γεγονός που φέρνει την Ελλάδα στην τέταρτη θέση μεταξύ των χωρών με το υψηλότερο ποσοστό πληθωρισμού, πίσω μόνο από την Εσθονία, την Κροατία και τη Σλοβακία. Η απόκλιση αυτή δεν είναι τυχαία αλλά αντικατοπτρίζει μια οικονομία που κινείται με δύο ταχύτητες, καθώς η άνοδος στις τιμές των υπηρεσιών είναι πολύ πιο έντονη από ό,τι στις υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών. Η στέγαση επιβαρύνει περισσότερο από όλα τα άλλα τα ελληνικά νοικοκυριά.
Τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 11,3% μέσα σε έναν χρόνο, δημιουργώντας έντονη πίεση ειδικά σε αστικά κέντρα όπου η ζήτηση παραμένει υψηλή. Σημαντικές αυξήσεις καταγράφονται σε ένδυση και υπόδηση, με ποσοστό 8,4%, ενώ η ενέργεια εξακολουθεί να ταλανίζει τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος αυξήθηκε κατά 18,9%, ενώ το φυσικό αέριο κατέγραψε άνοδο 4,4%. Ακόμη και στον χώρο της υγείας οι επιβαρύνσεις είναι ορατές, με τα ασφάλιστρα να ανεβαίνουν κατά 7%, ενώ στον τουρισμό τα πακέτα διακοπών κοστίζουν πλέον 6,4% ακριβότερα. Οι αριθμοί αυτοί αποτυπώνουν ότι το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες κατηγορίες αλλά επεκτείνεται σε τομείς που συνδέονται με βασικές ανάγκες και υπηρεσίες.
Η διάσταση των δύο ταχυτήτων είναι εμφανής αν συγκριθεί ο ρυθμός ανόδου των υπηρεσιών με εκείνον των αγαθών. Στον τομέα των υπηρεσιών ο πληθωρισμός στην Ελλάδα κινείται στο 5,2%, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης που φτάνει μόλις το 3,1%. Στα τρόφιμα, η ετήσια αύξηση τιμών αγγίζει το 3,3%, ενώ τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά περιορίζονται σε πιο ήπιο ρυθμό, στο 1,3%, ποσοστό ωστόσο που εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, ο οποίος βρίσκεται στο 0,8%. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι καταναλωτές στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν μια ιδιόμορφη συνθήκη, όπου η επιβάρυνση δεν προέρχεται κυρίως από τα εισαγόμενα αγαθά ή τις πρώτες ύλες αλλά από το ίδιο το εσωτερικό κόστος διαβίωσης, ιδίως σε υπηρεσίες και στέγαση.
Η τουριστική περίοδος προσθέτει μία ακόμη αιτία πίεσης. Η ισχυρή ζήτηση του καλοκαιριού διατηρεί υψηλά τις τιμές σε πακέτα διακοπών, επιβαρύνοντας τον δομικό πληθωρισμό. Αυτό δείχνει ότι η επιτυχία του τουριστικού τομέα, αν και ενισχύει την ανάπτυξη συμβάλλει παράλληλα στη διατήρηση της ακρίβειας στην καθημερινότητα. Το παράδοξο είναι εμφανές. Μια βασική πηγή στήριξης της οικονομίας λειτουργεί ταυτόχρονα και ως παράγοντας που τροφοδοτεί τις πληθωριστικές πιέσεις.
Οι προοπτικές για τους επόμενους μήνες δεν φαίνονται άμεσες για ουσιαστική αποκλιμάκωση. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός τον Αύγουστο θα παραμείνει σταθερός ή θα παρουσιάσει μικρή άνοδο, καθώς ήδη παρατηρούνται νέες αυξήσεις στις τιμές φρούτων, ψαριών και κρεάτων. Παρά το γεγονός ότι στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας οι τιμές έχουν μειωθεί κατά περίπου 29% σε σχέση με πέρυσι, η πτώση αυτή δεν έχει μεταφερθεί ακόμη στον καταναλωτή. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει τονίσει ότι η αποκλιμάκωση στη χονδρική πρέπει να φανεί άμεσα στους λογαριασμούς των νοικοκυριών, κάτι που δείχνει ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει πολιτική πίεση για να περιορίσει την ακρίβεια.
Η ελληνική περίπτωση αποδεικνύει ότι ο πληθωρισμός στη Νότια Ευρώπη εξελίσσεται με διαφορετική ταχύτητα και δομή από ό,τι στον Βορρά. Στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης οι τιμές υποχωρούν σταδιακά κοντά στον στόχο του 2%, αλλά στην Ελλάδα ο πυρήνας του προβλήματος παραμένει στις υπηρεσίες και στη στέγαση, τομείς που επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα και δύσκολα διορθώνονται με νομισματικά μέτρα. Αυτό σημαίνει ότι, πέρα από τις ευρωπαϊκές πολιτικές της ΕΚΤ, απαιτούνται στοχευμένες εθνικές παρεμβάσεις για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, να μειωθούν οι στρεβλώσεις και να αποτραπεί η περαιτέρω διάβρωση της αγοραστικής δύναμης. Χωρίς τέτοιες κινήσεις, η Ελλάδα κινδυνεύει να παραμείνει για μεγαλύτερο διάστημα στην κορυφή των δεικτών πληθωρισμού, με επιπτώσεις τόσο στην κοινωνική συνοχή όσο και στη διατηρησιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης.