Η Ανθεκτικότητα της Φτώχειας στην Ελλάδα: Κοινωνικές Ανισότητες σε Εποχή Οικονομικής Ανάκαμψης

H φτώχεια εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πιο ανθεκτικά και πολυδιάστατα κοινωνικά φαινόμενα

Η Ανθεκτικότητα της Φτώχειας στην Ελλάδα: Κοινωνικές Ανισότητες σε Εποχή Οικονομικής Ανάκαμψης
Εικόνα: Pixabay

Η φτώχεια, ως κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο, συνιστά μία από τις πιο σύνθετες και ανθεκτικές μορφές ανισότητας στον σύγχρονο κόσμο.

Δεν περιορίζεται μόνο στην έλλειψη χρημάτων ή υλικών αγαθών, αλλά εκτείνεται στην αδυναμία πλήρους συμμετοχής των ατόμων στην κοινωνική και οικονομική ζωή, στη στέρηση βασικών ευκαιριών, στη διαρκή ανασφάλεια και στον κοινωνικό αποκλεισμό. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η φτώχεια αποτελεί ένα διαρθρωτικό πρόβλημα που αναπαράγεται μέσα από την αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, τις εργασιακές ανισορροπίες και την άνιση πρόσβαση στην εκπαίδευση, την υγεία και την κοινωνική κινητικότητα. Παρότι η χώρα έχει εξέλθει από την περίοδο των μνημονίων και καταγράφει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία έτη, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού εξακολουθούν να ζουν κάτω από το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, αποδεικνύοντας πως η οικονομική μεγέθυνση δεν συνεπάγεται αυτόματα κοινωνική δικαιοσύνη.

Παρά την καταγεγραμμένη βελτίωση βασικών οικονομικών δεικτών της Ελλάδας την τελευταία πενταετία, η φτώχεια εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πιο ανθεκτικά και πολυδιάστατα κοινωνικά φαινόμενα. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας κατέγραψε σταθερούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από το 2021 και μετά, φτάνοντας σε αύξηση 2,1% για το πρώτο τρίμηνο του 2025 σε ετήσια βάση σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Η ανεργία, αν και ακόμη υψηλή σε ευρωπαϊκή σύγκριση, έχει μειωθεί στο 10,8% (Απρίλιος 2025), από 17,3% το 2019, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Ωστόσο, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού εξακολουθούν να ζουν κάτω από το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Το 26,9% των κατοίκων της χώρας (περίπου 2,74 εκατομμύρια άτομα) βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, όπως προκύπτει από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ για το 2024. Από αυτούς, το 19,6% ζει με εισόδημα κάτω από το εθνικό κατώφλι φτώχειας (6.510 ευρώ για ένα άτομο και 13.671 ευρώ για οικογένεια με δύο ενήλικες και δύο παιδιά), ενώ το 14% του πληθυσμού βρίσκεται σε κατάσταση σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης.

Η αντίφαση αυτή μεταξύ μακροοικονομικής σταθεροποίησης και μικροοικονομικής ανασφάλειας αποκαλύπτει τον βαθιά δομικό χαρακτήρα της φτώχειας στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν περιορίζεται απλώς στο ύψος του εισοδήματος, αλλά συνδέεται με την ευρύτερη έλλειψη πρόσβασης σε βασικά κοινωνικά αγαθά , όπως η αξιοπρεπής κατοικία, η ποιοτική υγειονομική περίθαλψη, η δημόσια παιδεία, η ενέργεια και η σταθερή απασχόληση.

Σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ (Έκθεση 2024), περισσότερο από το 35% των μισθωτών εργάζεται σε συνθήκες ευέλικτης ή επισφαλούς απασχόλησης, ενώ το 45% δηλώνει ότι το εισόδημά του δεν επαρκεί για την κάλυψη βασικών αναγκών του μήνα. Η ενεργειακή φτώχεια, δηλαδή η αδυναμία να διατηρηθεί ένα νοικοκυριό σε επαρκώς θερμαινόμενο ή ψυχόμενο περιβάλλον, αγγίζει το 17,5% των νοικοκυριών, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (Ετήσια Έκθεση 2024). Την ίδια στιγμή, η ανισότητα πρόσβασης στις ευκαιρίες απασχόλησης, την εκπαίδευση και τη στέγαση περιορίζει δραστικά την κοινωνική κινητικότητα. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι μόνο το 8% των παιδιών που γεννιούνται σε νοικοκυριά στο κατώτερο 20% του εισοδηματικού φάσματος καταφέρνουν να ανέλθουν στα ανώτερα επίπεδα ως ενήλικες.

Η αδυναμία του ελληνικού κράτους να σχεδιάσει και να εφαρμόσει συνεκτικές πολιτικές κοινωνικής προστασίας επιτείνει το πρόβλημα. Το κοινωνικό κράτος στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε επιδοματικού τύπου παρεμβάσεις (π.χ. Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, επίδομα στέγασης, market pass), οι οποίες όμως δεν διασφαλίζουν μακροπρόθεσμη έξοδο από τη φτώχεια, ούτε ενδυναμώνουν τις δομές πρόληψης κοινωνικού αποκλεισμού. Το ποσοστό των κοινωνικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο 24,3% έναντι 27,6% στην Ε.Ε όπως αναφέρεται σε σχετική έρευνα της Διανεοσις, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις σε κοινωνικές υποδομές είναι ανεπαρκείς.

Η επιμονή της φτώχειας, ακόμα και σε περίοδο οικονομικής ανάπτυξης, δεν είναι παρά ο καθρέφτης μιας κοινωνίας με δομικά ελλείμματα ισότητας και ευκαιριών. Η ελληνική περίπτωση καταδεικνύει πως η επίτευξη μακροοικονομικών στόχων δεν εγγυάται αυτόματα τη μείωση των κοινωνικών αποκλεισμών, εφόσον δεν συνοδεύεται από στοχευμένες, καθολικές και αναδιανεμητικές πολιτικές κοινωνικής συνοχής.