ΕΛΣΤΑΤ: Γιατί η μείωση της ανεργίας φρενάρει στο 7%
Τα διαρθρωτικά προβλήματα είναι έντονα.
Τα διαρθρωτικά προβλήματα είναι έντονα. Η συνολική συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό βρίσκεται χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ανεργία στην Ελλάδα συνεχίζει να μειώνεται σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, όμως οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η βουτιά φαίνεται να «φρενάρει» κοντά στο 7%. Το επίπεδο αυτό θεωρείται από αρκετούς οικονομολόγους ως το «φυσικό ποσοστό ανεργίας» για την ελληνική οικονομία, κάτω από το οποίο είναι δύσκολο να πέσει χωρίς βαθύτερες μεταρρυθμίσεις. Παρά τη βελτίωση σε σχέση με τα χρόνια της κρίσης, η εικόνα αποκαλύπτει σοβαρές αδυναμίες που εμποδίζουν την αγορά εργασίας να αναπνεύσει πλήρως.
Η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε ετήσια μείωση της ανεργίας κατά 20,5%, γεγονός που δείχνει μια σημαντική πρόοδο. Πίσω από τους αριθμούς όμως, κρύβεται μια διαφορετική πραγματικότητα. Η μείωση οφείλεται εν μέρει στο ότι πολλοί άνεργοι βγαίνουν οριστικά εκτός του εργατικού δυναμικού. Αυτό σημαίνει ότι δεν αναζητούν πλέον ενεργά εργασία, είτε επειδή απογοητεύτηκαν από την αγορά, είτε επειδή αντιμετωπίζουν γεωγραφικά ή κοινωνικά εμπόδια. Έτσι, το ποσοστό πέφτει στατιστικά, αλλά η πραγματική ένταξη στην απασχόληση παραμένει περιορισμένη.
Τα διαρθρωτικά προβλήματα είναι έντονα. Η συνολική συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό βρίσκεται χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ οι άνδρες αγγίζουν το 78,8% συμμετοχής έναντι 81% στην ΕΕ- 27, οι γυναίκες υπολείπονται σημαντικά, με 61,7% έναντι 71,2% στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η ανεργία μάλιστα παραμένει δυσανάλογα υψηλή στις γυναίκες, στο 12,2%, έναντι 7,1% για τους άνδρες.
Αντίστοιχα, η κατάσταση για τους νέους είναι ανησυχητική. Πάνω από το 15% των ατόμων ηλικίας 15–29 ετών δεν εργάζονται ούτε σπουδάζουν, μπαίνοντας στην κατηγορία των NEETs. Το ποσοστό αυτό κατατάσσει την Ελλάδα στις υψηλότερες θέσεις της Ευρώπης, υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο μιας «χαμένης γενιάς» που δεν εντάσσεται παραγωγικά στην οικονομία. Παράλληλα, η τεχνητή νοημοσύνη και η αυτοματοποίηση δημιουργούν πρόσθετη πίεση, ιδιαίτερα σε θέσεις χαμηλών δεξιοτήτων που παραδοσιακά απορροφούσαν μεγάλο κομμάτι των νέων εργαζομένων.
Η μακροχρόνια ανεργία εξακολουθεί επίσης να αποτελεί πληγή. Χιλιάδες άτομα παραμένουν εκτός αγοράς για πάνω από 12 μήνες, γεγονός που δυσκολεύει την επανένταξή τους. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων οδηγεί σε μια «σταθεροποίηση» του ποσοστού ανεργίας, που μοιάζει να μην μπορεί να πέσει κάτω από το 7% χωρίς στοχευμένες πολιτικές.
Η εμπειρία δείχνει ότι η πορεία από εδώ και πέρα θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της οικονομίας να δημιουργήσει θέσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας και να στηρίξει την ένταξη των πιο ευάλωτων ομάδων. Διαφορετικά, η στατιστική πρόοδος θα παραμένει εντυπωσιακή, αλλά η πραγματική εικόνα στην καθημερινότητα των πολιτών θα απέχει πολύ από αυτήν που δείχνουν οι αριθμοί.