Δασμοί και χαμόγελα: Η εμπορική συμφωνία που επιβεβαιώνει την ισχύ του Τραμπ

Μια κίνηση που συνδυάζει επίδειξη δύναμης με πολιτική διαπραγμάτευση σφραγίστηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ και την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Δασμοί και χαμόγελα: Η εμπορική συμφωνία που επιβεβαιώνει την ισχύ του Τραμπ
Snipers at Trump Turnberry golf course where US President Donald J. Trump is on a private visit in Turnberry, Scotland, Britain, 26 July 2025. President Trump is visiting Scotland where he will visit his golf courses and meet with UK Prime Minister Keir Starmer. EPA/TOLGA AKMEN

Ο Τραμπ δεν άργησε να παρουσιάσει τη συμφωνία ως θρίαμβο – Την χαρακτήρισε «τη μεγαλύτερη διμερή εμπορική επιτυχία της σύγχρονης εποχής».

Μια κίνηση που συνδυάζει επίδειξη δύναμης με πολιτική διαπραγμάτευση σφραγίστηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ και την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο Turnberry της Σκωτίας, με την ανακοίνωση μιας εμπορικής συμφωνίας που αναμένεται να επηρεάσει σε βάθος την οικονομική σχέση ΗΠΑ–Ε.Ε. Η συμφωνία προβλέπει την επιβολή 15% δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα ποσοστό που μπορεί να μοιάζει με «ήπια λύση» μπροστά στις προηγούμενες απειλές του Τραμπ για 30% ή ακόμα και 50%, όμως αποτελεί σαφή απόκλιση από τα επίπεδα ελεύθερου εμπορίου που κυριαρχούσαν πριν από την πρώτη του θητεία. Αντί για κατάργηση φραγμών, έχουμε επιστροφή σε μια προσεκτικά ελεγχόμενη αγορά με κέντρο βάρους την Ουάσιγκτον.

Πίσω από τα νούμερα όμως, η εικόνα είναι ακόμα πιο σαφής. Η Ε.Ε. ήρθε ρστο τραπέζι με ξεκάθαρη διάθεση αποφυγής σύγκρουσης. Παρότι δεν απειλήθηκε ανοιχτά με εμπορικό πόλεμο, η εντεινόμενη αμερικανική ρητορική ώθησε τις Βρυξέλλες να συμφωνήσουν σε έναν υψηλότατο συντελεστή, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ευνοϊκός. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια έμμεση υποχώρηση και παράλληλα, για έναν εντυπωσιακό διπλωματικό ελιγμό της Ουάσιγκτον, που απέσπασε μεγάλες παραχωρήσεις χωρίς να παραδώσει σημαντικά ανταλλάγματα.

Στο τραπέζι της συμφωνίας προστέθηκαν και ειδικές εξαιρέσεις για «στρατηγικά προϊόντα», όπως αεροπορικά εξαρτήματα, ημιαγωγοί, βασικές χημικές ύλες και αγροτικά είδη. Η πρόβλεψη μηδενικών δασμών για αυτούς τους τομείς έρχεται περισσότερο ως διευκόλυνση των αμερικανικών εισαγωγικών αναγκών παρά ως παραχώρηση προς την Ε.Ε., που είχε ήδη ισχυρότερη θέση σε αυτούς τους κλάδους. Την ίδια στιγμή, προϊόντα όπως τα φάρμακα, τα ποτά και τα αυτοκίνητα παραμένουν σε γκρίζα ζώνη, χωρίς σαφή δέσμευση για μελλοντική αποσαφήνιση των όρων.

Όμως το ουσιαστικότερο κομμάτι της συμφωνίας δεν αφορά τους δασμούς. Πρόκειται για τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προχωρήσει σε αγορές ενέργειας ύψους 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις ΗΠΑ τα επόμενα χρόνια, καθώς και σε επενδύσεις τουλάχιστον 600 δισ. δολαρίων στην αμερικανική οικονομία, συμπεριλαμβανομένων αγορών στρατιωτικού εξοπλισμού και τεχνολογικών υποδομών. Με αυτόν τον τρόπο, η Ουάσιγκτον δεν διασφαλίζει απλώς πρόσβαση σε νέους πόρους και κεφάλαια, κατοχυρώνει και το ρόλο της ως παγκόσμιου οικονομικού κόμβου που επιβάλλει τους όρους του.

Η συμφωνία αυτή, αν και διμερώς στοχευμένη, δεν είναι άμοιρη συνεπειών για την Ελλάδα, και ειδικά για την Κεντρική Μακεδονία, όπου οι εξαγωγές μεταποιημένων αγροτικών προϊόντων προς τις ΗΠΑ, όπως κρασί, φρούτα, ελαιόλαδο και τρόφιμα ΠΟΠ συνιστούν κρίσιμο ποσοστό της τοπικής εξωστρεφούς παραγωγής. Η επιβολή σταθερού δασμού 15% ενδέχεται να καταστήσει αυτά τα προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά σε σύγκριση με αντίστοιχα από χώρες που διατηρούν χαμηλότερους συντελεστές, επηρεάζοντας άμεσα μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, κυρίως στην Πιερία, την Ημαθία και την Πέλλα. Παράλληλα, ενδεχόμενη μετατόπιση ευρωπαϊκών κεφαλαίων και επενδυτικών σχεδίων προς τις ΗΠΑ ενδέχεται να μειώσει τη διαθεσιμότητα πόρων για περιφερειακές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, οδηγώντας σε έμμεσες πιέσεις στην τοπική απασχόληση και στην πρόσβαση σε εξαγωγικές αγορές.

Ο Τραμπ δεν άργησε να παρουσιάσει τη συμφωνία ως θρίαμβο. Την χαρακτήρισε «τη μεγαλύτερη διμερή εμπορική επιτυχία της σύγχρονης εποχής» και δεν δίστασε να συγκρίνει το αποτέλεσμα με εκείνο της συμφωνίας ΗΠΑ–Ιαπωνίας λίγους μήνες νωρίτερα. Η φον ντερ Λάιεν, από την πλευρά της, μίλησε για ένα ρεαλιστικό αποτέλεσμα «υπό πίεση» αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι οι διαπραγματεύσεις δεν έγιναν σε καθεστώς ισοτιμίας αλλά σε σκιά εκβιασμού. Η αντίδραση των αγορών ήταν συγκρατημένα θετική, κυρίως λόγω της αποτροπής μιας κλιμακούμενης σύγκρουσης, όμως η εντύπωση ότι η Ευρώπη «λύγισε» παραμένει ισχυρή.

Η συμφωνία αυτή δεν είναι απλώς ένα εμπορικό σύμφωνο. Είναι ο καθρέφτης της νέας παγκόσμιας πραγματικότητας, όπου η ισχύς υπαγορεύει τον συμβιβασμό και η Δύση μοιάζει να μην πορεύεται πλέον με κοινή στρατηγική. Η Ε.Ε., παρά τις επιφυλάξεις, ενέδωσε σε μια συμφωνία που ενισχύει την εξάρτησή της από αμερικανικά συμφέροντα ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας και της άμυνας. Αν ο Τραμπ αναζητούσε μια ακόμη ευκαιρία να ενισχύσει το αφήγημα της «America First» πολιτικής του, την έχει μόλις εξασφαλίσει.