Από την περιφέρεια στο προσκήνιο: Πώς Τουρκία και Νότια Κορέα ανατρέπουν τον χάρτη του παγκόσμιου εμπορίου όπλων

Η συνεργασία ανάμεσα στην Τουρκία και τη Νότια Κορέα ενισχύει ακόμη περισσότερο τη δυναμική τους

Από την περιφέρεια στο προσκήνιο: Πώς Τουρκία και Νότια Κορέα ανατρέπουν τον χάρτη του παγκόσμιου εμπορίου όπλων
Pixabay

Οι δύο χώρες έχουν προχωρήσει σε συμπράξεις που καλύπτουν από την ανάπτυξη αρμάτων μάχης, μέχρι την ανταλλαγή τεχνολογίας σε αντιαεροπορικά και πυραυλικά συστήματα.

Για δεκαετίες η παγκόσμια αγορά οπλικών συστημάτων ήταν προνόμιο λίγων «παραδοσιακών» παικτών, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία και οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Όμως την τελευταία δεκαετία δύο χώρες, που άλλοτε βρίσκονταν στη θέση του αγοραστή, έχουν καταφέρει να διεκδικήσουν σημαντικό μερίδιο επιτυγχάνοντας να αναδειχθούν σε ανερχόμενους εξαγωγείς με αυξανόμενη γεωπολιτική βαρύτητα, η Τουρκία και η Νότια Κορέα.

Η Τουρκία αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μεταμόρφωσης. Μόνο το 2024 οι εξαγωγές της αμυντικής βιομηχανίας ανήλθαν σε περίπου 7,1 δισ. δολάρια, έναντι 5,5 δισ. το 2023, καταγράφοντας ρεκόρ και ανοδική τάση που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί. Από αγοραστής, έχει εξελιχθεί σε παραγωγό και προμηθευτή για περισσότερες από 180 χώρες, με προϊόντα που κυμαίνονται από drones μέχρι τεθωρακισμένα και αντιαεροπορικά συστήματα. Η Άγκυρα επενδύει συστηματικά σε νέα τεχνολογικά κέντρα, όπως το Ogulbey κοντά στην Άγκυρα, το οποίο, κοστίζει 1,5 δισ. δολάρια φιλοδοξώντας να γίνει το μεγαλύτερο hub αεράμυνας στην Ευρώπη. Παράλληλα, αναπτύσσει το αντιβαλλιστικό πρόγραμμα “Steel Dome”, με σαφείς αναφορές στο ισραηλινό Iron Dome, θέλοντας να δείξει ότι δεν περιορίζεται πια στην αντιγραφή αλλά μπορεί να προσφέρει αυτόνομες λύσεις με διεθνή απήχηση.

Η Νότια Κορέα κινείται σε παρόμοια τροχιά, αλλά με ακόμη πιο φιλόδοξους στόχους. Η κυβέρνηση της Σεούλ έχει θέσει ως στόχο έως το 2027 να καταταγεί τέταρτη στον κόσμο σε εξαγωγές όπλων, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τη Γαλλία. Η Hanwha Aerospace, ο μεγαλύτερος όμιλος της χώρας στον χώρο, προχώρησε σε αύξηση κεφαλαίου 2,5 δισ. δολαρίων, με σκοπό να χρηματοδοτήσει την εγκατάσταση παραγωγικών βάσεων σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Αυστραλία και ΗΠΑ. Ήδη οι συμφωνίες με την Πολωνία, ύψους 9,2 δισ. δολαρίων, και με τη Ρουμανία, περίπου 1 δισ., δείχνουν ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει τη Νότια Κορέα ως αξιόπιστο στρατηγικό προμηθευτή. Εκτιμάται ότι μέχρι το 2027 οι πωλήσεις συστημάτων ξηράς στην ευρωπαϊκή αγορά θα έχουν διπλασιαστεί, γεγονός που θα την καθιερώσει σε έναν χώρο που μέχρι τώρα κυριαρχούσαν δυτικοευρωπαϊκές εταιρείες.

Η επιτυχία των δύο χωρών δεν περιορίζεται στους αριθμούς. Εδράζεται σε μια συνειδητή στρατηγική ανεξαρτητοποίησης από τις παλαιές εξαρτήσεις και στην προσπάθεια οικοδόμησης εγχώριου τεχνολογικού κεφαλαίου. Η Τουρκία, που αντιμετώπισε κατά καιρούς περιορισμούς στην προμήθεια κρίσιμων εξαρτημάτων από συμμάχους του ΝΑΤΟ, επιτάχυνε την ανάπτυξη δικών της πλατφορμών ώστε να μην εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες. Η Νότια Κορέα, αντιμέτωπη με τη διαρκή απειλή από τον Βορρά, κατανόησε ότι η τεχνολογική αυτάρκεια δεν είναι πολυτέλεια αλλά όρος επιβίωσης. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται και στα νέα προγράμματα μαχητικών, όπου η Σεούλ συνεργάζεται με διεθνείς κολοσσούς, ενώ το Λονδίνο προσπαθεί ήδη να την πείσει να στραφεί σε βρετανικούς κινητήρες Rolls-Royce για το πρόγραμμα KF-21.

Η συνεργασία ανάμεσα στην Τουρκία και τη Νότια Κορέα ενισχύει ακόμη περισσότερο τη δυναμική τους. Οι δύο χώρες έχουν προχωρήσει σε συμπράξεις που καλύπτουν από την ανάπτυξη αρμάτων μάχης –όπως το πρόγραμμα Altay, όπου η κορεατική τεχνογνωσία σε κινητήρες και συστήματα μετάδοσης αποτέλεσε κρίσιμο κρίκο– μέχρι την ανταλλαγή τεχνολογίας σε αντιαεροπορικά και πυραυλικά συστήματα. Αυτή η διασύνδεση δημιουργεί ένα πλαίσιο «αμοιβαίας ενίσχυσης», στο οποίο η Άγκυρα κερδίζει πρόσβαση σε ώριμες κορεατικές τεχνολογίες, ενώ η Σεούλ αποκτά στρατηγικό εταίρο σε μια περιοχή με αυξημένη γεωπολιτική σημασία. Η εμβάθυνση της συνεργασίας τους υποδηλώνει ότι δεν επιδιώκουν μόνο να ανταγωνιστούν τους παραδοσιακούς προμηθευτές, αλλά και να δημιουργήσουν έναν νέο άξονα στην παγκόσμια αμυντική βιομηχανία.

Ενδεικτικό της δυναμικής είναι και η αντίδραση των αγορών. Στη Νότια Κορέα, η Hanwha Aerospace είδε τη μετοχή της να ενισχύεται πάνω από 40% μέσα στο 2024, ενώ ολόκληρος ο αμυντικός δείκτης της Σεούλ σημείωσε άνοδο άνω του 30% σε διάστημα δώδεκα μηνών, ξεπερνώντας κατά πολύ την απόδοση του γενικού δείκτη KOSPI. Αντίστοιχα, στην Τουρκία, η Aselsan κατέγραψε ιστορικό υψηλό με αύξηση κεφαλαιοποίησης άνω του 60% από τις αρχές του 2023 έως τα μέσα του 2024, ενόσω ανακοίνωνε επενδύσεις 1,5 δισ. δολαρίων για νέο τεχνολογικό κέντρο στην Άγκυρα. Οι επενδυτές εκτιμούν ότι η γεωπολιτική συγκυρία –με τον πόλεμο στην Ουκρανία, την κλιμάκωση στη Μέση Ανατολή και την αυξημένη στρατιωτική ζήτηση στην Ευρώπη, δημιουργεί ένα σταθερό «κύμα» παραγγελιών που δύσκολα θα εξασθενήσει στο άμεσο μέλλον.

Για την Ελλάδα, η άνοδος της Τουρκίας στην παγκόσμια αμυντική βιομηχανία δεν αποτελεί μια άμεση στρατηγική πρόκληση. Η τουρκική παραγωγή drones, αρμάτων και πυραυλικών συστημάτων ενισχύει την αποτρεπτική της ισχύ επιβάλλοντας, στην Αθήνα να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις. Από την άλλη, η είσοδος της Νότιας Κορέας στην ευρωπαϊκή αγορά όπλων αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού επηρεάζοντας στενά, τις ελληνικές επιλογές. Η πρόσφατη αναζήτηση νέων προμηθευτών για τεθωρακισμένα και πυραυλικά συστήματα δείχνει ότι η Αθήνα θα μπορούσε στο μέλλον να εξετάσει συνεργασίες με τη Σεούλ, εφόσον οι τιμές και οι τεχνικές προδιαγραφές το επιτρέψουν. Σε κάθε περίπτωση, η γεωπολιτική ενίσχυση δύο χωρών που βρίσκονται σε τροχιά ανόδου σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να κινηθεί ακόμη πιο προσεκτικά για να διατηρήσει την ισορροπία ισχύος στην περιοχή.