Αμερικανοκορεατική συμφωνία με βαρύ τίμημα: Παγκόσμιες αναταράξεις για την αυτοκινητοβιομηχανία και έμμεσες πιέσεις στην Ελλάδα

Για την Ελλάδα, τα δεδομένα παρουσιάζουν διττό χαρακτήρα.

Αμερικανοκορεατική συμφωνία με βαρύ τίμημα: Παγκόσμιες αναταράξεις για την αυτοκινητοβιομηχανία και έμμεσες πιέσεις στην Ελλάδα
Φωτογραφία: Unsplash

Οι επιπτώσεις αυτής της συμφωνίας, αν και επικεντρώνονται στις δύο χώρες, εκπέμπουν κύματα πίεσης και σε τρίτες οικονομίες.

Η νέα εμπορική συμφωνία μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Νότιας Κορέας, που ανακοινώθηκε στα τέλη Ιουλίου, σηματοδοτεί μια στροφή στις ισορροπίες της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας. Στην καρδιά της βρίσκεται η σταδιακή επιβολή δασμού 15% στα εισαγόμενα οχήματα κορεατικής κατασκευής, περιορίζοντας το προηγούμενο πλεονέκτημα των μηδενικών δασμών που απολάμβαναν βάσει της διμερούς συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου. Αν και η κίνηση παρουσιάστηκε ως συμβιβαστική, οι συνέπειες ήταν άμεσες. Η μετοχή της Kia υποχώρησε πάνω από 6%, ενώ της Hyundai ακολούθησε πτωτική πορεία με απώλειες σχεδόν 5%. Η αγορά αντέδρασε με νευρικότητα, βλέποντας στα νέα μέτρα ένα πρόσθετο κόστος που ενδέχεται να ξεπεράσει τα 5 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για τις δύο εταιρείες, εάν δεν αλλάξει η πορεία των εξαγωγών τους προς τις ΗΠΑ.

Η συμφωνία συνοδεύτηκε από ένα ευρύ πακέτο κορεατικών επενδύσεων στην αμερικανική οικονομία, ύψους 350 δισ. δολαρίων, που καλύπτει από τις μπαταρίες και την τεχνολογία μέχρι τη ναυπηγική και τις υποδομές LNG. Αν και επισήμως παρουσιάστηκε ως «στρατηγικός μετασχηματισμός» της συνεργασίας των δύο χωρών, στην πράξη πρόκειται για μια αναδιανομή βιομηχανικής ισχύος που μεταφέρει παραγωγή από την Ασία στο αμερικανικό έδαφος, με ανταλλάγματα τη μερική ανακούφιση από προστατευτικά μέτρα.

Το βάθος της αλλαγής γίνεται αισθητό κυρίως στην αγορά των ηλεκτρικών οχημάτων, όπου η Hyundai και η Kia είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος λόγω ποιότητας και τιμής. Πλέον, υποχρεώνονται να ενισχύσουν τις μονάδες τους στις ΗΠΑ για να μην αποκλειστούν από τα κίνητρα του αμερικανικού νόμου Inflation Reduction Act, που ευνοεί εγχώρια παραγωγή. Στην προσπάθειά τους να προσαρμοστούν, μεταφέρουν επενδύσεις και παραγωγή, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του κορεατικού εξαγωγικού μοντέλου και την επιστροφή σε πιο προστατευμένο αμερικανικό βιομηχανισμό.

Οι επιπτώσεις αυτής της συμφωνίας, αν και επικεντρώνονται στις δύο χώρες, εκπέμπουν κύματα πίεσης και σε τρίτες οικονομίες. Για την Ελλάδα, τα δεδομένα παρουσιάζουν διττό χαρακτήρα. Από τη μία πλευρά, η ενίσχυση της αμερικανικής παραγωγής και η αποδυνάμωση της κορεατικής εξαγωγικής παρουσίας πιθανόν να περιορίσουν τις ανάγκες μεταφοράς οχημάτων μέσω ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών, που δραστηριοποιούνται έντονα στη μεταφορά αυτοκινήτων σε Ατλαντικό και Ινδο-Ειρηνικό. Από την άλλη, το βάρος που ρίχνεται στις επενδύσεις σε LNG και ενέργεια από την κορεατική πλευρά μπορεί να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για την Ελλάδα ως ενεργειακός κόμβος, ειδικά μέσω υποδομών όπως η Ρεβυθούσα και η Αλεξανδρούπολη.

Σε γεωοικονομικό επίπεδο, η αναδιάταξη των εμπορικών ροών συντηρεί την πίεση προς την ΕΕ να επαναπροσδιορίσει τη δική της βιομηχανική στρατηγική. Η Αθήνα, ως μέρος αυτής της ευρωπαϊκής αλυσίδας, καλείται να παρακολουθεί στενά αυτές τις εξελίξεις και να αναζητά προσεκτικά το δικό της χώρο ανάμεσα σε στρατηγικές μεταφοράς, παραγωγής και επενδύσεων. Η εποχή των σταθερών εμπορικών σχέσεων δείχνει να τελειώνει και η ελληνική οικονομία που εξαρτάται από τη ναυτιλία, τις εξαγωγές και την ενεργειακή μετάβαση, δεν μπορεί να μείνει εκτός σχεδιασμού.