Αμερικανικοί δασμοί, ελληνικές απώλειες: Το εξαγωγικό μέτωπο της Κεντρικής Μακεδονίας

Οι νέοι δασμοί δεν πλήττουν μόνο το άμεσο εξαγωγικό αποτέλεσμα. Αποσταθεροποιούν τον σχεδιασμό των παραγωγών, ακυρώνουν συμφωνίες που χτίστηκαν με κόπο και χρόνο.

Αμερικανικοί δασμοί, ελληνικές απώλειες: Το εξαγωγικό μέτωπο της Κεντρικής Μακεδονίας
Στιγμιότυπο βίντεο

Η Κεντρική Μακεδονία καλείται να προσαρμοστεί γρήγορα, η αναζήτηση νέων αγορών στην Ασία, στη Λατινική Αμερική ή στην Αφρική είναι απαραίτητη, αλλά απαιτεί χρόνο και επενδύσεις.

Η επιβολή δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον απειλή – είναι πραγματικότητα. Λίγους μόλις μήνες μετά την ορκωμοσία του, ο Ντόναλντ Τραμπ επανέφερε σε πλήρη ισχύ το δόγμα του εμπορικού προστατευτισμού, στοχεύοντας όχι μόνο την Κίνα αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τον Ιούνιο, οι δασμοί σε βασικά αγροδιατροφικά προϊόντα της Ευρώπης έχουν αυξηθεί έως και 50%, τιμωρώντας κυρίως χώρες με έντονη παρουσία στην αμερικανική αγορά ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας δέχεται καίριο πλήγμα. Παραγωγοί, συνεταιρισμοί και μεταποιητικές μονάδες βρίσκονται αντιμέτωποι με ακυρώσεις συμφωνιών, αποθέματα που λιμνάζουν και σοδειές χωρίς προορισμό. Η απουσία επαρκούς διπλωματικής αντίδρασης και η καθυστέρηση στην ανεύρεση εναλλακτικών αγορών καθιστούν την κρίση υπαρξιακή για πολλούς τοπικούς κλάδους.

Πρώτο και πιο εκτεθειμένο προϊόν είναι το κονσερβοποιημένο ροδάκινο, του οποίου η Ελλάδα είναι κορυφαίος εξαγωγέας παγκοσμίως. Η Ημαθία και η Πέλλα είναι οι κινητήριοι μοχλοί της παραγωγής, ενώ περισσότερες από 20.000 οικογένειες συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον κλάδο. Οι ΗΠΑ αποτελούν έναν από τους κύριους αγοραστές, απορροφώντας περί το 20% των εξαγωγών. Με τους δασμούς να ξεπερνούν πλέον το 47%, ολόκληρος ο κύκλος εξαγωγής κινδυνεύει με κατάρρευση. Ήδη παραγωγοί εκφράζουν φόβους ότι η επόμενη σοδειά ενδέχεται να μείνει αδιάθετη ή να πουληθεί κάτω του κόστους, αν δεν βρεθεί γρήγορα νέα αγορά.

Παρόμοια είναι η κατάσταση και για το ελαιόλαδο και τις επιτραπέζιες ελιές, με τη Χαλκιδική να κατέχει δεσπόζουσα θέση. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για προϊόντα ΠΟΠ, οι δασμοί τους καθιστούν μη ανταγωνιστικά έναντι αντίστοιχων ισπανικών ή μαροκινών προϊόντων, τα οποία ήδη επιχειρούν να καλύψουν το κενό που δημιουργείται στην αμερικανική αγορά. Το πλήγμα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά αγγίζει και την εθνική ταυτότητα, καθώς αυτά τα προϊόντα φέρουν ισχυρό πολιτισμικό φορτίο και αποτελούν βιτρίνα της ελληνικής ποιότητας στο εξωτερικό.

Το ρύζι των Σερρών, που παράγεται σχεδόν αποκλειστικά στην Κεντρική Μακεδονία, επηρεάζεται επίσης έμμεσα. Αν και δεν αποτελεί ακόμα άμεσο στόχο, η αύξηση των δασμών σε συνοδευτικά προϊόντα και η αβεβαιότητα της ζήτησης καθιστούν δυσκολότερες τις συμφωνίες και τις εξαγωγές, με τους συνεταιρισμούς να προειδοποιούν για συρρίκνωση των τιμών παραγωγού. Ταυτόχρονα, το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, ειδικά η φέτα και το κασέρι, δέχονται αυξημένη πίεση. Η Κεντρική Μακεδονία συνεισφέρει περίπου το 50% της εγχώριας αγελαδοτροφίας και σημαντικό ποσοστό αιγοπροβατοτροφίας, με τις γαλακτοβιομηχανίες της περιοχής να έχουν εξασφαλίσει σημαντικές συμφωνίες στο εξωτερικό, οι οποίες τώρα βρίσκονται υπό αμφισβήτηση.

Στον ίδιο κίνδυνο υπάγονται και λιγότερο προβεβλημένα αλλά εξίσου σημαντικά προϊόντα, όπως το μέλι Χαλκιδικής, τα αυγά των Κιλκίς και Σερρών, και κυρίως τα οστρακοειδή – κυρίως τα μύδια – που εξάγονται κατά 90% και αποτελούν μοναδική εξαγωγική ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης και της Πιερίας. Οι μονάδες οστρακοκαλλιέργειας λειτουργούν σε ένα ήδη ευαίσθητο περιβαλλοντικό και οικονομικό πλαίσιο, και μια απότομη αύξηση κόστους ή πτώση ζήτησης στις ΗΠΑ μπορεί να ανατρέψει τη βιωσιμότητα ολόκληρου του τομέα.

Οι νέοι δασμοί δεν πλήττουν μόνο το άμεσο εξαγωγικό αποτέλεσμα. Αποσταθεροποιούν τον σχεδιασμό των παραγωγών, ακυρώνουν συμφωνίες που χτίστηκαν με κόπο και χρόνο, και κυρίως πλήττουν την εικόνα της ελληνικής παραγωγής ως σταθερού και φερέγγυου εταίρου. Ο κίνδυνος να χάσουν τα ελληνικά προϊόντα τη θέση τους στα ράφια των αμερικανικών σούπερ μάρκετ δεν είναι θεωρητικός, αλλά άμεσος και ρεαλιστικός.

Οι ελληνικές αρχές, σε συνεργασία με τις Βρυξέλλες, προσπαθούν να εξασφαλίσουν εξαιρέσεις για προϊόντα ΠΟΠ και ΠΓΕ. Το επιχείρημα είναι διπλό: αφενός αυτά τα προϊόντα δεν ανταγωνίζονται με αμερικανικά, αλλά καλύπτουν μοναδικά ποιοτικά κενά στην αγορά. Αφετέρου, μια στοχευμένη εξαίρεση θα ενίσχυε τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα των συμφωνιών χωρίς να θίγει τα ευρύτερα αμερικανικά συμφέροντα. Ωστόσο, η μέχρι τώρα στάση της Ουάσινγκτον δεν δείχνει διάθεση για ουσιαστικές υποχωρήσεις, ιδίως σε έναν προεκλογικό κύκλο που στηρίζεται έντονα στον εμπορικό προστατευτισμό.

Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, η Κεντρική Μακεδονία καλείται να προσαρμοστεί γρήγορα. Η αναζήτηση νέων αγορών στην Ασία, στη Λατινική Αμερική ή στην Αφρική είναι απαραίτητη, αλλά απαιτεί χρόνο και επενδύσεις. Παράλληλα, η ελληνική πολιτεία οφείλει να στηρίξει τους εξαγωγείς όχι μόνο με επιδοτήσεις, αλλά με επιθετική διπλωματία και θεσμικά εργαλεία εμπορικής άμυνας. Τα προϊόντα της Κεντρικής Μακεδονίας δεν είναι απλώς εμπορεύματα. Είναι ταυτότητα, είναι εργασία, είναι μέλλον. Και αυτό δεν μπορεί να το καθορίσει μονομερώς καμία προεδρική υπογραφή.