Από τη βόρεια Ευρώπη, στη βόρεια Ελλάδα μια ιδέα που… ρίζωσε για τα καλά
Δεκαετίες τώρα αποφέρει σταθερά έσοδα μετατρέποντας την τοπική αγροτική οικονομία σε έναν από τους πιο επιτυχημένους κλάδους της πατρίδας μας
ΦΩΤΟ (ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ)
Όλα άρχισαν το 1963, όταν ένας παντοπώλης αποφάσισε να φυτεύσει δεντράκια ελάτων σε ιδιόκτητο χωράφι. Η έμπνευσή του ήρθε κυρίως από τα εισαγόμενα χριστουγεννιάτικα δέντρα που έφταναν στη Θεσσαλονίκη από το εξωτερικό και από πολύ πιο κρύες χώρες. Τότε, η Ελλάδα δεν διέθετε οργανωμένη παραγωγή η δε καλλιέργεια τους απαιτούσε… υπομονή, καθώς τα δεντράκια χρειάζονταν 10-12 χρόνια για να φτάσουν σε εμπορεύσιμο μέγεθος, δηλαδή στα 2 μέτρα ύψος.
Τεράστια επιτυχία για τη φτωχή αγροτική περιοχή
Η πρώτη συγκομιδή στα χωράφια του Αργύρη Καρανταγλή (βλ φωτογραφία με την υπογράφουσα) έγινε το 1974, με… 500 δέντρα που προπωλήθηκαν σε εμπόρους της Θεσσαλονίκης. Η επιτυχία, όμως, ακυρώθηκε διότι η τότε “ευαίσθητη” και “οικολογική” κυβέρνηση κήρυξε το 1974 ως «έτος πρασίνου» και απαγόρευσε την υλοτόμηση δασών για περιβαλλοντικούς λόγους. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή κατασχέθηκε και καταστράφηκε από τις αρχές, παρά τις διαμαρτυρίες ότι η καλλιέργεια σε ιδιωτικές εκτάσεις δεν έβλαπτε το φυσικό περιβάλλον, αντίθετα το στήριζε. Ωστόσο, τα προβλήματα δεν μπόρεσαν να “ξεριζώσουν” την ιδέα, γιατί αυτή είχε ριζώσει για τα καλά…
Οι σπόροι που έγιναν σταθερό εισόδημα
Μέσα σε λίγα χρόνια, δεκαπέντε παραγωγοί από τον Ταξιάρχη και γειτονικά χωριά υιοθέτησαν τη μέθοδο και έβαλαν τα δυνατά τους. Τα δεντράκια προέρχονταν από σπορεία δασαρχείων και φυτωρίων σε περιοχές όπως ο Λαγκαδάς, η Βυτίνα Αρκαδίας και ο Όλυμπος. Η διαδικασία βασιζόταν σε συστηματική φροντίδα, κλάδεμα, λίπανση, άρδευση και προστασία από παράσιτα. Τα έλατα μεγάλωναν αργά, περίπου 10 εκατοστά τον χρόνο, αλλά η μακροπρόθεσμη απόδοση αποδείχθηκε πολύ υψηλότερη. Το εμπόριο ξεκίνησε με προπωλήσεις στη Θεσσαλονίκη και γρήγορα επεκτάθηκε πανελλαδικά. Οι παραγωγοί πουλούσαν χονδρική σε εμπόρους, οι οποίοι τα διέθεταν σε πόλεις όπως η Αθήνα, η Πάτρα και η Λάρισα. Η ζήτηση γρήγορα εκτοξεύτηκε, καθώς τα εγχώρια δέντρα ήταν φθηνότερα από τα εισαγόμενα αλλά και πιο φρέσκα και… μοσχομυριστά. Η καλλιέργεια αντικατέστησε σταδιακά τις παραδοσιακές καλλιέργειες της ορεινής περιοχής – πχ πατάτες, φασόλια – κι άλλαξε ριζικά την οικονομία του Ταξιάρχη. Οι άνθρωποι του χωριού την άλλαξαν, μόνοι τους και ταυτόχρονα άλλαξαν και τις ζωές τους προς το καλύτερο.
Στην αρχή… “κορόιδευαν”
Τα έσοδα επέτρεψαν στους κατοίκους να χτίσουν σύγχρονα σπίτια, να ανοίξουν μαγαζιά, να σπουδάσουν τα παιδιά τους και να επενδύσουν σε τουριστικές ορεινές υποδομές. Από μικρό χωριό, ο Ταξιάρχης μετεξελίχθηκε σε γνωστό τουριστικό προορισμό, ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα. Όπως μου είπε ο παραγωγός Αργύρης Καρανταγλής, “στην αρχή της προσπάθειας πολλοί συγχωριανοί πίστευαν ότι είναι μάταιη και ορισμένοι δεν έκρυβαν το (σαρκαστικό) χαμόγελο τους”. Όμως ήταν οι ίδιοι που τον ακολούθησαν στη συνέχεια και τελικά πρόκοψαν κι αυτοί. Σήμερα, ο Ταξιάρχης είναι γνωστός ως το «Χωριό των Ελάτων», διαθέτει χιλιάδες στρέμματα καλυμμένα με νέες παραγωγές που τροφοδοτούν την εγχώρια αγορά και όχι μόνο, ενώ συμβάλλει και στη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος μέσω της οργανωμένης δενδροκαλλιέργειας. Αποτελεί παράδειγμα για όσους θέλουν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, πιστεύοντας στις δυνατότητες του τόπου τους, χωρίς δικαιολογίες και χωρίς μεμψιμοιρίες. Οι παραγωγοί του 1963 είναι οι Έλληνες που προκόβουν όπου κι αν βρίσκονται, στα όρη στα άγρια βουνά, σε άξενους και αφιλόξενους τόπους, εκεί όπου οι πέτρες είναι περισσότερες από τα χώματα…


