Πώς να μιλήσετε σε ένα παιδί που δεν σας ακούει
Η επικοινωνία με ένα παιδί που μοιάζει να μην ακούει μπορεί να γίνει πραγματική δοκιμασία για κάθε γονιό. Με τις σωστές όμως στρατηγικές, η σχέση μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά και να χτιστεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης.
Το γεγονός ότι ένα παιδί δεν ανταποκρίνεται δεν σημαίνει πως δεν σέβεται ή αδιαφορεί. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για παρεξηγήσεις, έντονα συναισθήματα ή φυσιολογικά αναπτυξιακά στάδια που δυσκολεύουν την επικοινωνία. Η κατανόηση αυτών των στιγμών αποτελεί το θεμέλιο για έναν ανοιχτό, σταθερό δεσμό.
Όταν το παιδί φαίνεται να αγνοεί τις οδηγίες, πολλοί γονείς αντιδρούν αυθόρμητα με φωνές ή επιμονή. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη στάση συχνά κρύβονται βαθύτερες ανάγκες ή δυσκολίες.
Πώς να μιλήσετε στα παιδιά όταν δεν ακούνε
Στην εφηβεία, ειδικά, η ανάγκη για αυτονομία οδηγεί συχνά τους νέους σε μια φυσιολογική αποστασιοποίηση από τους γονείς τους. Δεν πρόκειται για έλλειψη αγάπης, αλλά για μια προσπάθεια επιβεβαίωσης της ανεξαρτησίας τους.
Παράλληλα, ο τρόπος που μεταφέρεται ένα μήνυμα παίζει κρίσιμο ρόλο. Ένας τόνος επικριτικός ή βιαστικός μπορεί να βάλει το παιδί σε άμυνα και να το απομακρύνει ακόμη περισσότερο.
Το πρώτο και πιο ουσιαστικό βήμα για να γίνετε κατανοητοί είναι να μάθετε να ακούτε. Τα παιδιά συχνά «κλείνουν» όταν νιώθουν ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η οπτική τους. Η αίσθηση ότι κρίνονται ή ότι δεν υπάρχει χώρος για διάλογο τα οδηγεί να αποσύρονται.
Για μια πιο ουσιαστική αμοιβαία ακρόαση, οι γονείς μπορούν να δημιουργούν στιγμές ηρεμίας χωρίς περισπασμούς, να δείχνουν αληθινό ενδιαφέρον, να αποφεύγουν τις διακοπές και να θέτουν ανοιχτές ερωτήσεις που ενθαρρύνουν την έκφραση και τη σκέψη. Με αυτόν τον τρόπο, η συζήτηση παύει να μοιάζει με ανάκριση και γίνεται ένας ισότιμος διάλογος.
Ένα συχνό λάθος είναι η προσπάθεια επίλυσης συγκρούσεων όταν τα συναισθήματα είναι στα κόκκινα. Σε στιγμές θυμού ή απογοήτευσης, ο εγκέφαλος λειτουργεί παρορμητικά και η λογική υποχωρεί. Είναι προτιμότερο να δοθεί χρόνος για ηρεμία ή να μεταφερθεί η συζήτηση σε πιο κατάλληλο πλαίσιο. Έτσι αποφεύγονται λέξεις που πληγώνουν και ενισχύεται ο εποικοδομητικός τόνος.
Η καθαρή και συνεπής επικοινωνία αποτελεί επίσης κλειδί. Πολλά παιδιά δεν ανταποκρίνονται γιατί λαμβάνουν αντιφατικά μηνύματα. Η σαφήνεια στους κανόνες, η εξήγηση του «γιατί» πίσω από κάθε απόφαση και η σταθερότητα των γονιών λειτουργούν ως παράδειγμα και ενισχύουν την αξιοπιστία τους.
Σημαντικό είναι και το κομμάτι της συναισθηματικής αναγνώρισης. Συχνά οι γονείς σπεύδουν να δώσουν λύσεις, ενώ το παιδί χρειάζεται πρώτα να νιώσει ότι το καταλαβαίνουν. Φράσεις όπως «Καταλαβαίνω ότι είσαι θυμωμένος» ή «Φαντάζομαι ότι αυτό σου φαίνεται δύσκολο» μειώνουν τις άμυνες και ανοίγουν δρόμους για βαθύτερες συζητήσεις.
Αν, παρά τις προσπάθειες, η επικοινωνία παραμένει μπλοκαρισμένη για καιρό, η βοήθεια ενός ειδικού – οικογενειακού ή σχολικού ψυχολόγου – μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη. Η εξωτερική υποστήριξη δεν αποτελεί ένδειξη αποτυχίας αλλά συνειδητής προσπάθειας για βελτίωση.
Τελικά, αυτό που έχει σημασία είναι η σταθερή παρουσία και η υπομονή. Στόχος δεν είναι να κερδηθεί μια «μάχη», αλλά να χτιστεί μια γέφυρα κατανόησης. Ένα παιδί που νιώθει ότι ακούγεται, σταδιακά μαθαίνει να ακούει κι εκείνο.
Πηγή: bovary.gr