Το Κουρδικό Ζήτημα ξανά στην κρίσιμη καμπή της ιστορίας

Η εθνική κουρδική συνείδηση ενισχύεται εκ των πραγμάτων από την αποδιοργάνωση των κρατικών μηχανισμών γύρω της.

Το Κουρδικό Ζήτημα ξανά στην κρίσιμη καμπή της ιστορίας
Members of Syrian Democratic Forces (SDF) secure the area during the Kurdish National Conference, in Qamishli, northeast Syria, 26 April 2025. The conference titled 'Kurdish Unity and Position in Rojava Kurdistan' was launched, with the participation of more than 400 figures from Rojava, northern and southern Kurdistan, figures from several Syrian regions, and representatives of Kurdish and Kurdish parties and forces. EPA/AHMED MARDNLI

Η εθνική κουρδική συνείδηση ενισχύεται εκ των πραγμάτων από την αποδιοργάνωση των κρατικών μηχανισμών γύρω της.

Καθώς η Μέση Ανατολή εισέρχεται σε νέα φάση αστάθειας, με το Ιράν να συγκλονίζεται από εσωτερικές εντάσεις και το Ιράκ να παραμένει διαμελισμένο από θρησκευτικές, εθνοτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις, το Κουρδικό Ζήτημα αποκτά ξανά χαρακτηριστικά περιφερειακού πυροκροτητή. Η κουρδική παρουσία εκτείνεται σήμερα σε τέσσερα κράτη – Τουρκία, Συρία, Ιράκ και Ιράν – και παρά την έλλειψη ενιαίας πολιτικής ηγεσίας, η εθνική κουρδική συνείδηση ενισχύεται εκ των πραγμάτων από την αποδιοργάνωση των κρατικών μηχανισμών γύρω της.

Στο Ιράν, η αυξανόμενη πίεση του καθεστώτος απέναντι στις κουρδικές περιοχές του βορειοδυτικού Ιράν, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη καταστολή εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, δημιουργεί ένα εκρηκτικό υπόστρωμα. Οι Κούρδοι του Ιράν, αν και λιγότερο οργανωμένοι στρατιωτικά σε σχέση με τα ιρακινά ή τα τουρκικά παραδείγματα, παραμένουν βαθιά πολιτικοποιημένοι και εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντι στη θεοκρατική εξουσία της Τεχεράνης. Οι πρόσφατες αναφορές για συνεργασία κουρδικών στοιχείων με φιλοδυτικά δίκτυα πληροφοριών έχουν ενοχλήσει το ιρανικό καθεστώς, το οποίο ήδη κατηγορεί το Ισραήλ για διείσδυση μέσω των Κούρδων στη Ζώνη του Σαναγαντάζ και της Μαχάμπαντ.

Στο Ιράκ, το αυτόνομο Κουρδιστάν αντιμετωπίζει έντονη πολιτική πολυδιάσπαση, κυρίως ανάμεσα στις δύο μεγάλες οικογένειες εξουσίας, των Μπαρζανί και των Ταλαμπανί, ενώ οι συνεχιζόμενες διαφωνίες για τα έσοδα του πετρελαίου και την επιρροή της Βαγδάτης υπονομεύουν την εσωτερική συνοχή. Η παρουσία του Ισραήλ στη βόρεια περιοχή, με οικονομικές επενδύσεις, πληροφοριακή συνεργασία και πολιτική στήριξη στο παρελθόν, συνεχίζει να προκαλεί δυσφορία τόσο στο Ιράν όσο και στην Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο ότι η Άγκυρα έχει αυξήσει τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις στα όρη Καντίλ, με στόχο την εξουδετέρωση στοιχείων του PKK, θεωρώντας την κουρδική αυτονόμηση στο Ιράκ ως δυνητική απειλή για την εδαφική της ακεραιότητα.

Παράλληλα, οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις, αν και τυπικά αποκατεστημένες σε διπλωματικό επίπεδο, παραμένουν φορτισμένες. Οι κοινές οικονομικές ανάγκες και η ενεργειακή συνεργασία δεν έχουν εξαλείψει τις γεωπολιτικές διαφωνίες – ιδιαίτερα σε ζητήματα όπως η Γάζα, η Συρία και η κουρδική επιρροή στην περιοχή. Η Τουρκία παρακολουθεί με καχυποψία κάθε είδους εμπλοκή του Ισραήλ σε περιοχές κουρδικού ελέγχου, αντιλαμβανόμενη κάτι τέτοιο ως εργαλειοποίηση μιας ευαίσθητης εθνοτικής ταυτότητας εις βάρος της.

Η πρόσφατη δημόσια έκκληση του Αμπντουλάχ Οτσαλάν -που βέβαια προέρχεται μέσα από τις φυλακές του Ιμραλί και υπό αυστηρή επιτήρηση, για αφοπλισμό των Κούρδων ανταρτών, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Η ρητορική του δεν εστιάζει μόνο στην παύση των εχθροπραξιών, αλλά σε ένα γενικότερο πολιτικό μετασχηματισμό του κουρδικού κινήματος, με έμφαση στη «δημοκρατική συμβίωση» εντός της Τουρκίας. Το κάλεσμα αυτό, ωστόσο, προσκρούει σε πραγματικότητες πολλαπλών ταχυτήτων: από τη μία, μια κουρασμένη κουρδική κοινωνία που επιθυμεί ειρήνη, από την άλλη, ένα κράτος που εντείνει τον έλεγχο και επιχειρεί να επαναφέρει το κουρδικό ως εργαλείο εθνικής συσπείρωσης.

Σε αυτό το πολιτικό τοπίο, εντάσσεται και η πρόσφατη ομιλία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος κάλεσε σε ιστορική συστράτευση Τούρκων, Κούρδων και Αράβων απέναντι σε «ξένα σχέδια αποσύνθεσης». Η ρητορική αυτή παραπέμπει ευθέως στο ιδεολόγημα του Οθωμανισμού και του πρώιμου κεμαλισμού, όταν οι μουσουλμανικές εθνοτικές ομάδες καλούνταν να ενωθούν ενάντια σε αποικιοκρατικές επεμβάσεις. Ωστόσο, η σημερινή Τουρκία είναι ένα διαφορετικό κράτος, πιο συγκεντρωτικό, πιο καχύποπτο και με εσωτερικές αντιθέσεις που κάνουν μια τέτοια στρατηγική συμμαχία εξαιρετικά εύθραυστη.

Στη Συρία, η κατάσταση παραμένει ρευστή. Το νέο καθεστώς στη Δαμασκό, ενισχυμένο από ρωσική υποστήριξη και αποσπασματική αραβική αποδοχή, επιδιώκει πλέον την ανακατάληψη όλης της επικράτειας. Οι κουρδικές δυνάμεις στη βορειοανατολική Συρία, οι οποίες στήριξαν τη Δύση στον πόλεμο κατά του ISIS, βρίσκονται σε στρατηγικό δίλημμα. Συνεχίζουν να ελέγχουν κρίσιμες περιοχές, αλλά χωρίς σαφή διεθνή εγγύηση για τη διατήρηση της αυτονομίας τους. Η συριακή κυβέρνηση τις προσεγγίζει με μείγμα διαλόγου και απειλής, ελπίζοντας είτε σε στρατιωτική φθορά είτε σε πολιτική συνθηκολόγηση. Η Δαμασκός γνωρίζει ότι η αμερικανική παρουσία στη βορειοανατολική Συρία φθίνει τόσο αριθμητικά όσο και σε πολιτική βούληση και προσβλέπει στη δημιουργία συνθηκών που θα καταστήσουν την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων αναπόφευκτη. Ήδη, περιοχές όπως η Ντέιρ Εζόρ και η Αλ Χασάκα γίνονται θέατρα περιοδικών εντάσεων, με συγκρούσεις μεταξύ φιλοκυβερνητικών δυνάμεων, κουρδικών SDF και παραστρατιωτικών που ελέγχονται από το Ιράν. Παράλληλα, η Τουρκία συνεχίζει να διατηρεί στρατιωτικά φυλάκια και να πραγματοποιεί επιλεκτικές αεροπορικές επιθέσεις εναντίον κουρδικών θέσεων κοντά στο Κομπάνι και στο Τελ Ριφάατ, με στόχο να αποτρέψει τη συγκρότηση αυτόνομου κουρδικού θύλακα στα σύνορά της.

Η Ρωσία, παίζοντας ρόλο διαμεσολαβητή αλλά και στρατιωτικού εγγυητή του καθεστώτος Άσαντ, έχει ενισχύσει την πίεση προς τους Κούρδους να επανενταχθούν σε μια ενιαία Συρία, υπό την κεντρική διοίκηση της Δαμασκού. Οι όροι, ωστόσο, που προτείνονται περιορισμένη αυτονομία, αφοπλισμός και ενσωμάτωση των SDF στον τακτικό συριακό στρατό απορρίπτονται από την κουρδική ηγεσία, η οποία φοβάται απώλεια των πολιτικών και στρατηγικών κεκτημένων της τελευταίας δεκαετίας. Η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στο κουρδικό ζήτημα παραμένει αντιφατική: από τη μία, οι Κούρδοι υπήρξαν κρίσιμος σύμμαχος στον αγώνα κατά του ISIS, από την άλλη, η Ουάσινγκτον έχει κατά καιρούς αποσύρει ή αποδυναμώσει τη στήριξή της υπό την πίεση συμμαχικών συμφερόντων, ιδίως του Ισραήλ, που ανησυχεί για ενδεχόμενη αυτονόμηση της περιοχής υπό φιλοϊρανική επιρροή. Η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες Κούρδοι της περιοχής διοικούν, προστατεύουν και διαχειρίζονται πληθυσμούς που δεν είναι μόνο κουρδικοί, αλλά και Άραβες, Ασσυροχαλδαίοι και Αρμένιοι, γεγονός που καθιστά τη μονομερή επιστροφή στον έλεγχο του Άσαντ πολιτικά και διοικητικά οπισθοδρομική.

Η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες Κούρδοι της περιοχής διοικούν, προστατεύουν και διαχειρίζονται πληθυσμούς που δεν είναι μόνο κουρδικοί, αλλά και Άραβες, Ασσυροχαλδαίοι και Αρμένιοι γεγονός που καθιστά τη μονομερή επιστροφή στον έλεγχο του Άσαντ πολιτικά και διοικητικά οπισθοδρομική.

Το μέλλον του Κουρδιστάν, όχι κατ’ ανάγκην ως κρατική οντότητα αλλά ως πολιτικό πρόταγμα, θα εξαρτηθεί από την ικανότητά του να ελιχθεί μέσα σε μια γεωπολιτική περιοχή διαρκούς ρευστότητας και ασταθών ισορροπιών. Η επόμενη φάση του κουρδικού ζητήματος ενδέχεται να μη διαμορφωθεί μόνο μέσα από τη σύγκρουση ή τα εθνικά σύμβολα, αλλά μέσα από τη δυνατότητα ενσωμάτωσης της κουρδικής ταυτότητας στις θεσμικές και πολιτικές δομές των κρατών στα οποία οι Κούρδοι συνεχίζουν να ζουν. Αν αυτή η εναρμόνιση αποδειχθεί εφικτή, ίσως τεθεί η βάση για μια νέα φάση ειρηνικής συνύπαρξης.

Αν όχι, η περιοχή θα παραμείνει εγκλωβισμένη στον μακρόσυρτο κύκλο αποσταθεροποίησης που συνοδεύει το κουρδικό ζήτημα εδώ και δεκαετίες.