Ουκρανία: Ο πόλεμος που δεν έπαψε ποτέ – Αντίσταση, ερείπια και μια Ευρώπη σε αναμονή
Ο χρόνος κυλάει αμείλικτα στην Ουκρανία, αλλά ο ήχος των εκρήξεων εξακολουθεί να διακόπτει κάθε έννοια κανονικότητας.
Οι αεροπορικές σειρήνες ηχούν συχνά, και η πρωτεύουσα βιώνει πλέον μια ιδιότυπη ρουτίνα πολέμου: δουλειά, καταφύγιο, σιωπή, επιβίωση.
Ο χρόνος κυλάει αμείλικτα στην Ουκρανία, αλλά ο ήχος των εκρήξεων εξακολουθεί να διακόπτει κάθε έννοια κανονικότητας. Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την εισβολή, οι σκιές του πολέμου δεν έχουν υποχωρήσει αντίθετα, βαθαίνουν. Χωριά εξαφανίζονται κάτω από τα ερείπια, πόλεις μετατρέπονται σε προκεχωρημένα οχυρά, και μια κοινωνία μάχεται όχι μόνο για τη γη της, αλλά για την ίδια της την ύπαρξη.
Στο ανατολικό μέτωπο, οι μάχες είναι συνεχείς, εξαντλητικές, σχεδόν μηχανικές. Κάθε μέρα η Ρωσία επιχειρεί νέες επιθέσεις με drones, βαριά πυροβολικά και εκτεταμένες χερσαίες δυνάμεις. Το Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ παραμένουν πεδία μάχης χωρίς τέλος, ενώ η περιοχή της Χερσώνας δέχεται καθημερινά πυραυλικά πλήγματα που σκορπούν τρόμο στους εναπομείναντες αμάχους. Από την άλλη, οι Ουκρανοί, αν και εξουθενωμένοι, δεν κάνουν πίσω. Με ό,τι διαθέτουν, συνεχίζουν να αμύνονται, να επισκευάζουν, να παλεύουν. Σε πολλές περιπτώσεις, με εξοπλισμό παλαιότερης γενιάς ή ανακατασκευασμένο από τη σοβιετική εποχή. Στην πρώτη γραμμή χρησιμοποιούνται ακόμη T-64 και T-72, δεμένα με χειροποίητες ενισχύσεις, ενώ στα μετόπισθεν το Κίεβο βασίζεται σε μια μίξη δυτικής υποστήριξης και αυτοσχέδιων λύσεων. Τα Leopard 2A6 από τη Γερμανία και τα Challenger 2 από το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ενισχύσει συγκεκριμένες μονάδες, αλλά οι αριθμοί δεν αρκούν για πλήρη κάλυψη μετώπων. Οι Ουκρανοί μηχανικοί αναγκάζονται καθημερινά να συντηρούν εξαντλημένα τεθωρακισμένα κάτω από δύσκολες συνθήκες, πολλές φορές με ελλιπή ανταλλακτικά.
Στον αέρα, η κυριαρχία παραμένει ρευστή. Τα ρωσικά Lancet drones πλήττουν τακτικά στόχους υψηλής αξίας, ενώ η Ουκρανία αντιπαραβάλλει τα Bayraktar TB2 και αμερικανικά Switchblade. Ωστόσο, η μεγάλη αλλαγή ήρθε με την είσοδο των πυραύλων Storm Shadow και HIMARS, που άλλαξαν τον ρυθμό στο πεδίο, επιτρέποντας στο Κίεβο να χτυπά στόχους μέχρι και 80-300 χιλιόμετρα πίσω από τη γραμμή του μετώπου. Παρ’ όλα αυτά, η έλλειψη πυρομαχικών περιορίζει τις δυνατότητες μαζικής χρήσης.
Σύμφωνα με στοιχεία του ουκρανικού Γενικού Επιτελείου, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, η Ρωσία επιχείρησε πάνω από 1.500 χερσαίες επιθέσεις σε περιοχές του Ντονμπάς, με τα μεγαλύτερα κύματα να σημειώνονται γύρω από την Αβντίιβκα και την Κουπγιάνσκ. Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές παραμένουν βαριές. Οι ουκρανικές μονάδες ειδικών επιχειρήσεων ιδίως οι 3η και 92η Μηχανοκίνητες Ταξιαρχίες– χρησιμοποιούν συνδυασμό drone αναγνώρισης και πυραυλικής καθοδήγησης για να επιφέρουν «χειρουργικά» χτυπήματα, ειδικά σε ρωσικά κέντρα διοίκησης και αποθήκες πυρομαχικών.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις δυτικών υπηρεσιών πληροφοριών και ανεξάρτητων ερευνητικών ινστιτούτων, οι συνολικές στρατιωτικές απώλειες ξεπερνούν τους 500.000 νεκρούς και τραυματίες, με τις ρωσικές να υπολογίζονται σε περίπου 350.000 και τις ουκρανικές σε πάνω από 150.000. Οι άμαχοι νεκροί ανέρχονται σε τουλάχιστον 30.000, με πάνω από 6 εκατομμύρια Ουκρανούς να έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Το οικονομικό κόστος είναι εξίσου δυσθεώρητο. Μόνο για την Ουκρανία, η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ζημιές άνω των 486 δισ. δολαρίων, ενώ η Ρωσία δαπανά περίπου 100 δισ. ετησίως για τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις, σύμφωνα με το Ινστιτούτο SIPRI.
Η ανάγκη για πυρομαχικά 155 χιλιοστών είναι διαρκής και πιεστική. Παρά τις δεσμεύσεις της Ευρώπης να παραδώσει ένα εκατομμύριο βλήματα μέχρι το τέλος του 2024, μόλις το 50% έχει φτάσει στην Ουκρανία έως τον Ιούνιο του 2025. Η γραμμή παραγωγής σε χώρες όπως η Τσεχία, η Πολωνία και η Γαλλία λειτουργεί στο όριο, ενώ πρόσφατα οι ΗΠΑ ξεκίνησαν αποστολές πυρομαχικών τύπου DPICM (πυρομαχικά διασποράς), παρά τις αντιδράσεις ορισμένων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ. Η Ρωσία έχει ήδη ξεκινήσει από τον Ιούνιο του 2025 μια νέα θερινή επίθεση με επίκεντρο το Χάρκοβο και το νότιο Ντονέτσκ, επιχειρώντας μικρά εδαφικά κέρδη πριν από την αναμενόμενη φθινοπωρινή παύση λόγω της περίφημης «rasputitsa» της εποχικής λάσπης που καθιστά κάθε χερσαία κίνηση ιδιαίτερα δύσκολη.
Το Κίεβο, παρότι μακριά από τη γραμμή του πυρός, δεν ζει στην ασφάλεια. Οι αεροπορικές σειρήνες ηχούν συχνά, και η πρωτεύουσα βιώνει πλέον μια ιδιότυπη ρουτίνα πολέμου: δουλειά, καταφύγιο, σιωπή, επιβίωση. Η καθημερινότητα έχει ενσωματώσει τον φόβο, αλλά όχι την παράδοση. Οι κάτοικοι δεν το βάζουν κάτω. Σημαίες κυματίζουν παντού, σχολεία λειτουργούν σε υπόγεια, συναυλίες γίνονται σε σταθμούς του μετρό. Η ζωή επιμένει.
Πίσω από τα χαρακώματα, ωστόσο, βρίσκεται η πολιτική. Η Ουκρανία περιμένει την επόμενη μεγάλη παρτίδα βοήθειας από τη Δύση, ελπίζοντας ότι οι υποσχέσεις θα μετατραπούν σε πράξεις πριν να είναι πολύ αργά. Η Ευρώπη στηρίζει, αλλά ταχύτητα και ποσότητα δεν είναι πάντα επαρκείς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν την οικονομική ροή και τη στρατιωτική τεχνολογία, όμως η προεκλογική χρονιά δημιουργεί αβεβαιότητα. Ουδείς γνωρίζει αν, μετά τις επόμενες εκλογές, η Ουκρανία θα παραμείνει ψηλά στην ατζέντα ή αν θα παραδοθεί στη λήθη των “κουρασμένων συμμάχων”. Αξιοσημείωτη είναι η πρόσφατη αλλαγή τόνου του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος, παρά τις προηγούμενες αμφισημίες του, δήλωσε στα τέλη Ιουνίου 2025 ότι «η Ρωσία έχει ξεπεράσει τα όρια» και ενέκρινε νέο πακέτο στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία ύψους 14 δισ. δολαρίων, που περιλαμβάνει drones μεγάλου βεληνεκούς και προηγμένα αντιαεροπορικά συστήματα NASAMS. Η απόφαση αυτή δημιούργησε έκπληξη τόσο στο Κογκρέσο όσο και στη διεθνή κοινότητα, καθώς ερμηνεύεται από πολλούς ως στρατηγική μετατόπιση ενόψει των επερχόμενων προεδρικών εκλογών.
Στο μεταξύ, η Ρωσία φαίνεται αποφασισμένη να παίξει το παιχνίδι του χρόνου. Μεγαλύτερη, πιο ανθεκτική και οικονομικά ανελαστική, επιδιώκει να φθείρει τον ουκρανικό μηχανισμό, να κάμψει το ηθικό και να αναγκάσει το Κίεβο σε διαπραγματεύσεις.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, διαμορφώνοντας καθημερινά ένα σύνθετο γεωπολιτικό και ανθρωπιστικό τοπίο. Παρά τη μείωση της διεθνούς δημοσιότητας, οι επιπτώσεις παραμένουν βαθιές για την ίδια την Ουκρανία, αλλά και για την ευρύτερη ευρωπαϊκή σταθερότητα. Καθώς οι εξελίξεις βρίσκονται ακόμη σε δυναμική ροή, η ανάγκη για συνεχή παρακολούθηση, νηφάλια ανάλυση και υπεύθυνη διεθνή προσέγγιση είναι πιο σημαντική από ποτέ.