Ο Λίβανος σε κρίσιμη καμπή: Ο Πρόεδρος Αούν ζητά αφοπλισμό της Χεζμπολάχ
Η πρόταση αυτή, όμως, βρίσκει απέναντί της όχι μόνο τη Χεζμπολάχ αλλά και μεγάλο μέρος του πολιτικού φάσματος που βλέπει στη σύγκρουση κράτους–παρατάξεων ένα εκρηκτικό μείγμα.
Ο Αούν πρότεινε τη σύναψη επίσημου κρατικού σχεδίου για σταδιακή αποστράτευση όλων των μη κρατικών ενόπλων σωμάτων.
Σε μια ιστορική και ταυτόχρονα τολμηρή παρέμβαση, ο Πρόεδρος του Λιβάνου Joseph Aoun έθεσε δημόσια το ζήτημα του αφοπλισμού της Χεζμπολάχ, φέρνοντας στην επιφάνεια ένα από τα πλέον ευαίσθητα θέματα που ταλανίζουν την πολιτική σταθερότητα της χώρας εδώ και δεκαετίες. Με φόντο τις συνεχιζόμενες περιφερειακές εντάσεις, την αστάθεια στα νότια σύνορα και τις πιέσεις της διεθνούς κοινότητας, ο Αούν δήλωσε ρητά ότι η χρήση των όπλων δεν μπορεί να είναι υπόθεση παράλληλων μηχανισμών, αλλά αποκλειστικά προνόμιο του εθνικού στρατού και των νόμιμων δυνάμεων ασφαλείας.
Η δήλωσή του δεν αποτελεί απλώς πολιτική θέση, αλλά ένα είδος νέου κοινωνικού συμβολαίου, μια απόπειρα να οριοθετηθεί, επιτέλους η κρατική εξουσία έναντι των ένοπλων κομμάτων που λειτουργούν εντός και εκτός θεσμικών πλαισίων. Η Χεζμπολάχ, με τον δικό της στρατιωτικό βραχίονα, επί χρόνια υποκαθιστά τον ρόλο του κράτους στην εθνική άμυνα, ιδίως απέναντι στο Ισραήλ. Όμως, ο Λίβανος του 2025 φαίνεται να έχει φτάσει στο σημείο που μια τέτοια διπλή πραγματικότητα δεν είναι πλέον βιώσιμη.
Ο Αούν δεν περιορίστηκε σε λόγια. Πρότεινε τη σύναψη επίσημου κρατικού σχεδίου για σταδιακή αποστράτευση όλων των μη κρατικών ενόπλων σωμάτων, ενώ ταυτόχρονα κάλεσε σε επενδυτική στήριξη των ενόπλων δυνάμεων του Λιβάνου. Στόχος: ένα αναγεννημένο εθνικό σώμα ασφαλείας που θα λειτουργεί με διαφάνεια, νομιμοποίηση και επαρκή επιχειρησιακή ικανότητα, απαλλαγμένο από πολιτικές εξαρτήσεις και παράλληλους ελέγχους.
Η πρόταση αυτή, όμως, βρίσκει απέναντί της όχι μόνο τη Χεζμπολάχ αλλά και μεγάλο μέρος του πολιτικού φάσματος που βλέπει στη σύγκρουση κράτους–παρατάξεων ένα εκρηκτικό μείγμα. Ο φόβος ενός εσωτερικού διχασμού ή ακόμα και αποσταθεροποίησης δεν είναι αβάσιμος. Ωστόσο, η αδράνεια και η συνεχής ανοχή ενός «διπλού κράτους» έχουν ήδη κοστίσει στον Λίβανο την πολιτική του αυτονομία, την οικονομική του ανθεκτικότητα και την κοινωνική του ενότητα.
Η εδραίωση της Χεζμπολάχ ως παραστρατιωτικής δύναμης δεν ήταν αποτέλεσμα αιφνίδιας πολιτικής επιλογής, αλλά προϊόν συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών. Κατά τη δεκαετία του 1970, ο Λίβανος βρισκόταν ήδη σε βαθιά κοινωνικοθρησκευτική κρίση, η οποία κορυφώθηκε με την έκρηξη του εμφυλίου πολέμου το 1975. Το εθνικό κράτος αποδείχθηκε αδύναμο να ελέγξει τη βία ή να διασφαλίσει την ασφάλεια των κοινοτήτων. Ο στρατός διασπάστηκε σε φατριακές ομάδες, και η εξουσία περιήλθε σταδιακά σε ένοπλες παρατάξεις που συγκροτήθηκαν κατά θρησκευτική ή κομματική γραμμή.
Στο πλαίσιο αυτό, η σιιτική κοινότητα, ιδιαίτερα στον Νότο και στα προάστια της Βηρυτού, οργάνωσε ένοπλα δίκτυα αυτοάμυνας. Αρχικά εμφανίστηκε η Amal, και αργότερα, μετά την ισραηλινή εισβολή του 1982, αναδύθηκε η Χεζμπολάχ με την υποστήριξη του Ιράν. Η νέα οργάνωση αναπτύχθηκε όχι μόνο ως αντιστασιακή δύναμη κατά του Ισραήλ, αλλά και ως παράλληλος θεσμός με δικές του κοινωνικές υπηρεσίες, εκπαιδευτικά ιδρύματα, τηλεοπτικά μέσα και πολιτικό κόμμα. Η αποδυνάμωση των κρατικών μηχανισμών και η αδυναμία πλήρους εφαρμογής της Συμφωνίας της Ταέφ του 1989 επέτρεψαν στη Χεζμπολάχ να διατηρήσει και να νομιμοποιήσει την ένοπλη πτέρυγά της.
Η επί δεκαετίες ανοχή αυτής της πραγματικότητας συνδέεται με τη διαρκή αποτυχία του κράτους να λειτουργήσει ως μονοπώλιο βίας με θεσμική νομιμοποίηση. Η Χεζμπολάχ απέκτησε ευρεία κοινωνική αποδοχή σε τμήματα του πληθυσμού που ένιωθαν εγκαταλελειμμένα από την κεντρική εξουσία, και η διεθνής της στήριξη ενίσχυσε τη στρατιωτική της υπόσταση. Η διπλή αυτή πραγματικότητα –του κράτους και του «αντικράτους», αποτέλεσε διαρθρωτικό χαρακτηριστικό του μεταπολεμικού Λιβάνου και συνέβαλε καθοριστικά στη σημερινή συνταγματική και στρατηγική του ασάφεια.