Η διπλή γλώσσα της Ρώμης: Όχι σε νέα όπλα, ναι στα παλιά συμβόλαια
Η ιταλική κυβέρνηση, επιθυμεί να μη συγκρουστεί με σημαντικούς γεωπολιτικούς εταίρους και ταυτόχρονα να συντηρήσει ένα αφήγημα πολιτικού ανθρωπισμού.
Από τη μια πλευρά, καταγγέλλει τις επιθέσεις κατά αμάχων στη Γάζα και από την άλλη, επιτρέπει τη συνέχιση μιας συνεργασίας με το Ισραήλ.
Ενώ η ιταλική κυβέρνηση προβάλλει δημόσια την εικόνα μιας χώρας που συμμορφώνεται με το διεθνές δίκαιο και τους περιορισμούς εξαγωγών όπλων σε εμπόλεμες ζώνες, η πραγματικότητα δείχνει κάτι διαφορετικό. Παρά τις δηλώσεις για αναστολή αποστολών οπλικών συστημάτων προς το Ισραήλ μετά την έναρξη της ισραηλινής στρατιωτικής επιχείρησης στη Γάζα, τα επίσημα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι εξαγωγές συνεχίστηκαν μέσα από ήδη εγκεκριμένα συμβόλαια. Η “αναστολή” που επικαλέστηκε ο Υπουργός Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι τον περασμένο Μάρτιο φαίνεται να αφορά μόνο νέες άδειες – όχι όμως τις παλαιότερες, που εξακολουθούν να ισχύουν και να υλοποιούνται κανονικά.
Το ιταλικό κράτος, όπως προβλέπεται από τον Νόμο 185/1990, οφείλει να σταματά κάθε στρατιωτική εξαγωγή σε χώρες που εμπλέκονται σε πολεμικές επιχειρήσεις και παραβιάζουν το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Παρ’ όλα αυτά, τα δεδομένα δείχνουν ότι μόνο το τελευταίο τρίμηνο του 2023, περισσότερα από 2 εκατομμύρια ευρώ σε στρατιωτικό υλικό εξήχθησαν από ιταλικές εταιρείες προς το Ισραήλ, περιλαμβάνοντας ανταλλακτικά, συστήματα παρακολούθησης και πυρομαχικά. Το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι πρόκειται για υλικά που “δεν χρησιμοποιούνται στη Γάζα” δεν συνοδεύεται από αποδείξεις, ούτε υπάρχουν εγγυήσεις για τον τελικό τους προορισμό.
Αυτή η αμφιλεγόμενη πρακτική αναδεικνύει τη βαθιά αντίφαση στην εξωτερική πολιτική της Ρώμης. Από τη μια πλευρά, καταγγέλλει τις επιθέσεις κατά αμάχων στη Γάζα και δηλώνει ότι στηρίζει μια “δίκαιη ειρήνη”. Από την άλλη, επιτρέπει τη συνέχιση μιας συνεργασίας με το Ισραήλ στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, που χρονολογείται από τη δεκαετία του 2000 και περιλαμβάνει κοινά εξοπλιστικά προγράμματα, ασκήσεις και εκπαιδευτικές αποστολές.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο μια χώρα μπορεί να θεωρείται ουδέτερη ή υπεύθυνη διεθνής δύναμη, όταν παρά τις δημόσιες δηλώσεις, εξακολουθεί να τροφοδοτεί έναν από τους πιο αιματηρούς πολέμους της σύγχρονης εποχής με στρατιωτικό υλικό. Γιατί ναι, ίσως να μην εγκρίνονται νέα συμβόλαια – αλλά τα “παλιά” συνεχίζουν να σκοτώνουν.
Ο δημόσιος διάλογος στην Ιταλία για το θέμα παραμένει αποδυναμωμένος, με ελάχιστα ΜΜΕ να ερευνούν σε βάθος τη σχέση του κράτους με το Ισραήλ. Αντίθετα, οργανώσεις όπως η Rete Pace e Disarmo ζητούν τη διακοπή όλων των εξαγωγών, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν εγκριθεί τα προηγούμενα χρόνια. Ζητούν πλήρη λογοδοσία, διαφάνεια και το αυτονόητο: ότι μια δημοκρατία που θέλει να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορεί να είναι προμηθευτής όπλων σε κράτη που βομβαρδίζουν νοσοκομεία, καταυλισμούς και σχολεία.
Η ιταλική κυβέρνηση, ωστόσο, φαίνεται πως επιλέγει τη σιωπηλή ευελιξία. Επιθυμεί να μη συγκρουστεί με σημαντικούς γεωπολιτικούς εταίρους, να προστατεύσει τα οικονομικά συμφέροντα της αμυντικής της βιομηχανίας και ταυτόχρονα να συντηρήσει ένα αφήγημα πολιτικού ανθρωπισμού. Αυτό όμως δεν είναι στρατηγική. Είναι αντίφαση. Και όσο η Ιταλία δεν κάνει ξεκάθαρες επιλογές, θα παραμένει συνένοχη με τη σιωπή της.