Η δημόσια τηλεόραση υπό… «χειραγώγηση»: Η νέα ριζική αλλαγή στην κρατική ενημέρωση RAI από την ιταλική κυβέρνηση
Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως στόχος της είναι η απλοποίηση και ο εξορθολογισμός της διοίκησης, ώστε να αποφευχθούν παρελκυστικές τακτικές και πολιτικά μπλοκαρίσματα.
Οι δημοσιογράφοι του οργανισμού εκφράζουν ήδη φόβους για περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης και για πιέσεις στην καθημερινή δημοσιογραφική πρακτική.
Σε μια κίνηση που ήδη έχει προκαλέσει κύμα αντιδράσεων από πολιτικούς φορείς, δημοσιογραφικές ενώσεις και την κοινωνία των πολιτών, η ιταλική κυβέρνηση προχωρά σε ριζική αναδιάρθρωση της RAI, της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης της χώρας. Επισήμως, η μεταρρύθμιση επιχειρεί να ευθυγραμμίσει τη λειτουργία του δημόσιου μέσου με τις ευρωπαϊκές οδηγίες για την ελευθερία και τη διαφάνεια των μέσων ενημέρωσης. Ωστόσο, επί της ουσίας, εισάγει έναν μηχανισμό διορισμού που δίνει σημαντικό πλεονέκτημα στην εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία – σε βαθμό που ήδη μιλάμε για την «κυβερνοποίηση» της RAI.
Η RAI (Radiotelevisione Italiana), ιδρύθηκε το 1954 ως ο εθνικός φορέας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης της Ιταλίας, και από τα πρώτα της χρόνια αποτέλεσε έναν κομβικό θεσμό πολιτισμικής παραγωγής, κρατικής ενημέρωσης και ιδεολογικής διαμεσολάβησης. Αν και θεωρητικά λειτουργούσε ως ανεξάρτητος δημόσιος οργανισμός, η λειτουργία της RAI υπήρξε ανέκαθεν στενά συνδεδεμένη με τον εκάστοτε κυβερνητικό συσχετισμό δυνάμεων. Η διοίκηση, το πρόγραμμα και το ανθρώπινο δυναμικό της RAI συνιστούσαν πεδίο ισχυρής πολιτικής διαπραγμάτευσης, όπου το κάθε κόμμα διεκδικούσε χώρο επιρροής – συχνά με άμεσο τρόπο.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του Ψυχρού Πολέμου, η RAI λειτούργησε με βάση μια άτυπη πολιτική «λογοκρισίας ισορροπίας», γνωστή ως lottizzazione. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική, οι θυγατρικοί τομείς και τα κανάλια του οργανισμού κατανέμονταν σιωπηρά στα μεγάλα κόμματα, κυρίως στη Χριστιανοδημοκρατία, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τους Σοσιαλιστές. Για παράδειγμα, η RAI Uno είχε συχνά τη φήμη ότι «ανήκει» στη Χριστιανοδημοκρατία, ενώ η RAI Tre συνδεόταν με προοδευτικότερους ή αριστερούς χώρους. Οι διευθυντές ειδήσεων και οι παρουσιαστές τοποθετούνταν συχνά με κομματικά κριτήρια, γεγονός που αν και διατηρούσε επιφανειακά την πολυφωνία, ενίσχυε τον κρατικό και πελατειακό χαρακτήρα του θεσμού.
Ακόμη και μετά την πτώση του παλαιού κομματικού συστήματος τη δεκαετία του 1990, η RAI δεν κατάφερε να αποδεσμευτεί ουσιαστικά από την πολιτική επιρροή. Κάθε νέα κυβέρνηση επιχειρούσε να αναδιαμορφώσει την ηγεσία της, με στόχο τον έλεγχο της ατζέντας και της δημόσιας σφαίρας. Οι δομές εσωτερικής εποπτείας, όπως το κοινοβουλευτικό όργανο εποπτείας, δεν λειτούργησαν ποτέ αποτελεσματικά ως φραγμός στην κομματικοποίηση. Το αποτέλεσμα ήταν η RAI να αναπαράγει έναν υβριδικό χαρακτήρα: επίσημα δημόσιος, ουσιαστικά όμως ελεγχόμενος, κατακερματισμένος και συχνά αυτολογοκρινόμενος.
Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της ιταλικής κυβέρνησης, η οποία συγκεντρώνει τον έλεγχο της RAI σε ένα στενά ελεγχόμενο Διοικητικό Συμβούλιο με κυβερνητική υπεροπλία, αποτελεί αποκορύφωμα αυτής της ιστορικής τάσης. Η κατάργηση της ανάγκης συναίνεσης για την εκλογή Προέδρου και η ελαχιστοποίηση της συμμετοχής των εργαζομένων ή της αντιπολίτευσης, συνιστούν μια μετατόπιση από τη λογική της lottizzazione σε ένα μοντέλο ανοιχτής κρατικής επιβολής. Πρόκειται για μια μεταρρύθμιση που απλώς εντείνει τις προϋπάρχουσες παθογένειες του οργανισμού, απομακρύνοντάς τον ακόμη περισσότερο από τον ιδανικό τύπο ενός ανεξάρτητου, πλουραλιστικού και θεσμικά προστατευμένου δημόσιου μέσου.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το νέο ιταλικό μοντέλο θυμίζει έντονα μια διαχρονική ελληνική συνθήκη: στην Ελλάδα, η δημόσια τηλεόραση είτε με τη μορφή της ΕΡΤ, είτε με άλλες μορφές στο παρελθόν υπήρξε ανέκαθεν άρρηκτα δεμένη με την εκάστοτε κυβέρνηση. Οι αλλαγές στη διοίκηση της ΕΡΤ, οι απολύσεις, οι αναδιαρθρώσεις, ακόμη και το «μαύρο» της το 2013, μαρτυρούν ένα βαθύτατα κομματικοποιημένο περιβάλλον, όπου η έννοια της θεσμικής ανεξαρτησίας ήταν διαρκώς ευάλωτη. Το ιταλικό παράδειγμα δεν αποτελεί καινοτομία για τον ελληνικό θεατή· απλώς, έρχεται να επαναλάβει, με διαφορετικούς όρους, ένα γνώριμο δημοκρατικό έλλειμμα.
Το νέο σχέδιο νόμου προβλέπει τη σύνθεση επταμελούς Διοικητικού Συμβουλίου, με έξι από τα μέλη να ορίζονται από τη Βουλή και τη Γερουσία – διαδικασία που, με τους παρόντες συσχετισμούς, αφήνει ελάχιστο περιθώριο για συμμετοχή της αντιπολίτευσης. Μόνο ένα μέλος προβλέπεται να εκλέγεται από τους εργαζομένους της RAI. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η πρόβλεψη πως για την εκλογή Προέδρου δεν απαιτείται πλέον συναίνεση της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής εποπτείας – γεγονός που καταργεί τον θεσμικό ρόλο του διακομματικού ελέγχου.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως στόχος της είναι η απλοποίηση και ο εξορθολογισμός της διοίκησης, ώστε να αποφευχθούν παρελκυστικές τακτικές και πολιτικά μπλοκαρίσματα. Όμως τα αντιπολιτευόμενα κόμματα –και όχι μόνο– ερμηνεύουν τις αλλαγές ως απόπειρα ελέγχου του βασικότερου δημόσιου μέσου ενημέρωσης από τη δεξιά πλειοψηφία. Οι φωνές κριτικής επισημαίνουν ότι η RAI, υπό το νέο καθεστώς, κινδυνεύει να χάσει τον ρόλο της ως ανεξάρτητος φορέας πλουραλιστικής ενημέρωσης και να μετατραπεί σε φερέφωνο της κυβέρνησης.
Οι δημοσιογράφοι του οργανισμού εκφράζουν ήδη φόβους για περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης και για πιέσεις στην καθημερινή δημοσιογραφική πρακτική. Οι ενώσεις Τύπου κάνουν λόγο για μια μεταρρύθμιση που, αντί να προστατεύει την ανεξαρτησία, εδραιώνει την πολιτική εξάρτηση. Το μήνυμα που στέλνει η κυβέρνηση, λένε πολλοί, δεν είναι πως η RAI θα λειτουργεί καλύτερα, αλλά πως θα λειτουργεί όπως «πρέπει» – για την εκάστοτε εξουσία.
Το θέμα λαμβάνει και ευρωπαϊκή διάσταση, καθώς η νέα νομοθεσία κινδυνεύει να παραβιάσει την οδηγία EMFA, η οποία αποσκοπεί ακριβώς στην προστασία των δημόσιων ΜΜΕ από κομματικές παρεμβάσεις. Η ιταλική κυβέρνηση μοιάζει να κινείται στην κόψη του ξυραφιού: επικαλείται την Ευρώπη για να περάσει ένα σχέδιο που ακριβώς η Ευρώπη ενδέχεται να απορρίψει.
Σε μια εποχή όπου η σχέση των πολιτών με την ενημέρωση κλονίζεται από την υπερπληροφόρηση, τα fake news και την υπονόμευση της εμπιστοσύνης στα μέσα, η διαφάνεια και η θεσμική ισορροπία στη δημόσια ραδιοτηλεόραση αποκτούν κρίσιμη σημασία. Αντί να ενισχύσει αυτά τα χαρακτηριστικά, η προωθούμενη μεταρρύθμιση δείχνει να τα διαβρώνει.
Η RAI δεν είναι ένα απλό τηλεοπτικό κανάλι. Είναι ένας θεσμός που αντικατοπτρίζει τη δημοκρατία, τον πολιτισμό και τη συλλογική μνήμη της Ιταλίας. Η τύχη της δεν αφορά μόνο τους δημοσιογράφους ή τους πολιτικούς, αφορά κάθε πολίτη που έχει δικαίωμα σε ελεύθερη και ανεξάρτητη ενημέρωση.