Από το «No Kings» στο «A Fair Shot (Μια δίκαιη ευκαιρία)»

Αναλύει -πριν την εκλογή Μαμντάνι- για το Jacobin ο Jared Abbott, ερευνητής στο Κέντρο Πολιτικής της Εργατικής Τάξης και συνεργάτης των περιοδικών Jacobin και Catalyst: A Journal of Theory and Strategy.

Από το «No Kings» στο «A Fair Shot (Μια δίκαιη ευκαιρία)»
EPA/MICHAEL REYNOLDS

Εκτοξεύονται αλληλοκατηγορίες κατηγορίες μεταξύ όσων πιστεύουν ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για τους Δημοκρατικούς να επικεντρωθούν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, ώστε να θέσουν το κόμμα στην πιο πλεονεκτική εκλογική θέση για το 2026, και όσων πιστεύουν ότι είναι αφελής η πεποίθηση ότι αυτή παραμένει μια περίοδος κανονικής πολιτικής, και ότι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει η επέλαση του αυταρχισμού είναι η δημιουργία ενός κινήματος εκτός της επίσημης πολιτικής, ώστε να ασκηθεί η μέγιστη πίεση κατά της κυβέρνησης Τραμπ.

Και οι δύο απόψεις περιέχουν σαφώς μια δόση αλήθειας. Από τη μία πλευρά, αν οι Δημοκρατικοί ανακτήσουν τουλάχιστον την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 2026, θα έχουν σημαντική εξουσία για να μπλοκάρουν νέα νομοθεσία που θα προτείνουν ο Τραμπ και οι σύμμαχοί του στο Κογκρέσο, να περιορίσουν ή να θέσουν όρους για την έγκριση κονδυλίων για βασικά στοιχεία της ατζέντας του και να χρησιμοποιήσουν την εποπτική τους εξουσία για να ελέγξουν τις πιο αμφιλεγόμενες ενέργειες της κυβέρνησης. Θα μπορούσαν επίσης να αξιοποιήσουν τον έλεγχο των νομοσχεδίων για τις δαπάνες για να επιβάλουν συμβιβασμούς σε σημαντικές πολιτικές προτεραιότητες ή να διακινδυνεύσουν ένα ακόμη “κλείσιμο”(αναστολή λειτουργίας) μέρους του κράτους.

Ωστόσο, υπάρχουν σαφή όρια σε ό,τι μπορεί να επιτύχει μια εκλογική στρατηγική από μόνη της. Ακόμη και αν οι Δημοκρατικοί ανακτήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, διαρθρωτικά εμπόδια όπως η γεωγραφική ανακατανομή των εκλογικών περιφερειών από τους Ρεπουμπλικάνους θα συνεχίσουν να στρεβλώνουν την εκπροσώπηση και να δυσχεραίνουν την κατάκτηση και διατήρηση της πλειοψηφίας από τους Δημοκρατικούς. Υπάρχει επίσης η πολύ πραγματική απειλή ότι πολλοί Ρεπουμπλικανοί αξιωματούχοι θα αρνηθούν να αποδεχθούν τα αποτελέσματα των ελεύθερων και δίκαιων εκλογών του 2026. Τέλος, η ολοένα και πιο συγκεντρωμένη εκτελεστική εξουσία -ιδίως υπό έναν πρόεδρο πρόθυμο να δοκιμάσει τα όρια του Συντάγματος- σημαίνει ότι ο έλεγχος του ενός σώματος του Κογκρέσου μπορεί να περιορίσει μόνο εν μέρει τις ενέργειες του Τραμπ, αφήνοντας σημαντικούς τομείς πολιτικής και επιβολής του νόμου εκτός της νομοθετικής εμβέλειας.

Από την άλλη πλευρά, ένα τεράστιο σώμα στοιχείων από χώρες σε όλο τον κόσμο αποδεικνύει την αξία των διαδηλώσεων στην ενίσχυση της αντιπολίτευσης έναντι αυταρχικών ηγετών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διαμαρτυρίες γεννούν μαζικά αντιπολιτευτικά κινήματα που αναγκάζουν αυταρχικούς ηγέτες να αποχωρήσουν από το αξίωμά τους. Σε άλλες περιπτώσεις, οι διαμαρτυρίες διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο για την ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με τις αυταρχικές υπερβολές των κυβερνώντων. Οι διαμαρτυρίες μπορούν επίσης να επιβραδύνουν το ρυθμό της θεσμικής κατάληψης και να αυξήσουν το κόστος της σιωπής εκ μέρους ελίτ, ενώ μπορούν να είναι αποτελεσματικές στην πρόκληση διχασμών και αποστασιών εντός των ίδιων ελίτ, που αποδυναμώνουν τη δύναμη και την ενότητα ενός κυβερνητικού συνασπισμού δυνάμεων.

Οι διαμαρτυρίες και η συνεχής κινητοποίηση έχουν πραγματικές δυνατότητες να επηρεάσουν το βαθμό και την ταχύτητα της αυταρχικής οπισθοδρόμησης που θα βιώσουμε τα επόμενα χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Διαδηλώσεις, δημοτικές συνελεύσεις και άλλες ορατές μορφές αντίστασης -ειδικά σε περιοχές με εκλογική ανταγωνιστικότητα και με στόχο το 5-10% των ψηφοφόρων που τώρα μετανιώνει επειδή ψήφισε Τραμπ το 2024- μπορούν να ενισχύσουν την αντίληψη των πολιτικών για τον πολιτικό κίνδυνο που συνδέεται με την συναίνεση ή τη σιωπή γύρω από τις πιο σοβαρές παραβιάσεις των δημοκρατικών κανόνων και των πολιτικών δικαιωμάτων από τον Πρόεδρο. Μεγάλες, μη βίαιες ενέργειες μπορούν επίσης να αυξήσουν την πολιτική σημασία των αυταρχικών ελιγμών του Τραμπ και, ελπίζουμε, να ωθήσουν την ανησυχία για την αυταρχική οπισθοδρόμηση στην κορυφή της λίστας των ζητημάτων που οι Αμερικανοί θεωρούν ως τα πιο επείγοντα που αντιμετωπίζουμε ως χώρα.

Ωστόσο, ενώ οι διαμαρτυρίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον περιορισμό της αυταρχικής διακυβέρνησης, το τρέχον κύμα διαμαρτυριών κατά του Τραμπ -που εκφράστηκε στις πρόσφατες διαμαρτυρίες «No Kings» με τη συμμετοχή τεσσάρων έως έξι εκατομμυρίων ανθρώπων- έχει επίσης τη δυνατότητα να υπονομεύσει τον άλλο βασικό πυλώνα της αντιπολίτευσης: τη νίκη στις εκλογές.

Ισχύει πως οι διαμαρτυρίες παρουσιάζουν μια σειρά χαρακτηριστικών οι οποίες -σύμφωνα με τους μελετητές των διαμαρτυριών- συνδέονται με την αυξημένη υποστήριξη του ευρύτερου κοινού. Πρώτον, ήταν αρκετά μεγάλες και γεωγραφικά διάσπαρτες, υποδηλώνοντας στο μη συμμετέχον κοινό ότι εξέφρασαν ένα σημαντικό τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεύτερον, παρά τα ποικίλα αιτήματα που διατύπωσαν οι διαμαρτυρόμενοι, το μήνυμα των κινητοποιήσεων ήταν γενικά σαφές και ενιαίο, επικεντρωμένο στις αυταρχικές υπερβολές του Τραμπ και στην απειλή που αποτελεί η κυβέρνησή του για την αμερικανική δημοκρατία. Τέλος, με κάποιες σαφείς εξαιρέσεις, το μήνυμα των διαδηλωτών διατυπώθηκε με όρους που οι περισσότεροι Αμερικανοί μπορούσαν να κατανοήσουν: πατριωτισμός, υπεράσπιση των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών μας κλπ, και όπως φαίνεται ήταν εντελώς μη βίαιο.

Εθισμένοι στην αντιπαράθεση

Ωστόσο, οι διαμαρτυρίες στερούνταν σημαντικής ιδεολογικής και δημογραφικής ποικιλομορφίας σε τέτοιο βαθμό που ενδέχεται να υπονομεύσουν τις προσπάθειες των Δημοκρατικών να ανατάξουν την εικόνα του κόμματός τους μεταξύ των ανεξάρτητων και των σποραδικών ψηφοφόρων. Σύμφωνα με μια ομάδα ερευνητών από το American University που πραγματοποίησε έρευνα στους διαδηλωτές, το 88% των συμμετεχόντων στο «No Kings» στην Ουάσιγκτον είχε πτυχίο ή ανώτερο τίτλο σπουδών και το 86% ήταν λευκοί (σε μια πόλη όπου περίπου το 65% των κατοίκων έχει πτυχίο πανεπιστημίου και λιγότερο από το 40% είναι λευκοί).

Και παρόλο που δεν μπόρεσα να βρω ακριβή στοιχεία για την κομματική προέλευση των διαδηλωτών, η συντριπτική πλειοψηφία ήταν σαφώς Δημοκρατικοί που κινητοποιήθηκαν από την κομματική τους αντίθεση στον Τραμπ. Έτσι, όταν ο Πρόεδρος ισχυρίστηκε ότι οι διαδηλώσεις δεν ήταν αντιπροσωπευτικές της χώρας, δεν είχε άδικο.

Σε κάποιο βαθμό, είναι φυσικά άδικο να κατηγορούμε ένα κίνημα διαμαρτυρίας κατά του Τραμπ επειδή είναι γεμάτο από Δημοκρατικούς που τον μισούν, ειδικά αφού προηγούμενες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι ακόμη και οι έντονα κομματικές διαμαρτυρίες έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν την εκλογική συμμετοχή μεταξύ των υποστηρικτών του κινήματος. Ωστόσο, στο βαθμό που το κίνημα υιοθετεί τις ίδιες ελιτιστικές φιλελεύθερες αφηγήσεις που έχουν απομακρύνει τόσους πολλούς ψηφοφόρους της εργατικής τάξης από τους Δημοκρατικούς, μπορεί στην πραγματικότητα να βλάψει περαιτέρω την ήδη σοβαρά αμαυρωμένη εικόνα του κόμματος μεταξύ των απογοητευμένων ψηφοφόρων του Τραμπ, των αναποφάσιστων και των σποραδικών ψηφοφόρων, τους οποίους δεν μπορεί να στερηθεί το 2026. Πέρα από την ξεκάθαρη ταξική και φιλελεύθερη προκατάληψη του κινήματος, ακόμη και η ευρεία εστίαση στο «No Kings» και στην ακαταλληλότητα του Τραμπ για το αξίωμα διαιωνίζει την καθιερωμενη αντίληψη της «Αντίστασης», η οποία θέτει τον πόλεμο κατά του Τραμπ στο επίκεντρο όλων των πράξεων και των δηλώσεων των Δημοκρατικών, και ταυτόχρονα στέλνει στους απλούς, μη πολιτικοποιημένους Αμερικανούς το μήνυμα ότι το κόμμα δεν επικεντρώνεται στα ζητήματα που κυρίως τους απασχολούν. Οι ίδιοι παραδέχονται ότι η σκέτη επίθεση στον Τραμπ δεν αρκεί.

Ενώ είναι πιθανό ότι η εστίαση στις αυταρχικές υπερβολές του Τραμπ θα μπορούσε να επηρεάσει τους ψηφοφόρους σε περιοχές όπως η Βιρτζίνια, όπου οι επιπτώσεις των μαζικών απολύσεων κυβερνητικών υπαλλήλων από τον Τραμπ είναι ιδιαίτερα ορατές, ακόμη και ορισμένοι βετεράνοι προοδευτικοί στρατηγικοί παραδέχονται ότι η απλή επίθεση στον Τραμπ δεν αρκεί.

«Ανησυχώ ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι σαν κρακ για το κόμμα μας», δήλωσε η δημοσκόπος Σελίντα Λέικ στη New York Times. Η υπερβολική εστίαση στον Τραμπ, υποστηρίζει, σημαίνει ότι οι Δημοκρατικοί αποτυγχάνουν ως προς την αποκατάσταση της κατεστραμμένης φήμης τους μεταξύ του εκλογικού σώματος: «Το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να κάνουν οι Δημοκρατικοί δεν είναι το αρνητικό, αλλά το θετικό. Πρέπει να προσφέρουμε μια εναλλακτική λύση», είπε.

Όλα αυτά θέτουν τους προοδευτικούς σε δύσκολη θέση: πρέπει να βρουν έναν τρόπο να συνεχίσουν να χτίζουν ένα ισχυρό κίνημα ενάντια στην αυταρχική οπισθοδρόμηση, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να αποκαταστήσουν την εικόνα των Δημοκρατικών. Πώς μπορεί να γίνει αυτό με τρόπο που να διασφαλίζει ότι αυτοί οι δύο στόχοι αλληλοσυμπληρώνονται και δεν υπονομεύουν ο ένας τον άλλον;

Πέρα από την αντίσταση

Εν ολίγοις, δημιουργώντας μια ευρεία, διακομματική συμμαχία που ενσωματώνει τις οικονομικές ανησυχίες που έχουν οι πειστικοί ψηφοφόροι σχετικά με την αποτυχία του Τραμπ να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του στο επίκεντρο της αντιπολίτευσης. Είναι πολύ δύσκολο να πείσουμε τους περισσότερους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης, που έχουν απομακρυνθεί από την πολιτική και είναι εντελώς απογοητευμένοι από το Δημοκρατικό Κόμμα, να δώσουν μεγάλη προσοχή στις επιθέσεις του Τραμπ κατά των δημοκρατικών θεσμών και των βασικών κανόνων, όταν έχουν ήδη τόσο λίγη εμπιστοσύνη στο κράτος -για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι έχουν δύο ή τρεις δουλειές και προσπαθούν να συντηρήσουν μια οικογένεια.

Γι αυτό, αν η αντιπολίτευση στον Τραμπ θέλει να κερδίσει εκλογικό έδαφος πέρα από τους ήδη πεπεισμένους, πρέπει, για να δανειστούμε μια φράση από μια τρέχουσα εκστρατεία με επικεφαλής την Rural-Urban Bridge Initiative (RUBI, οργανισμός του Δημοκρατικού Κόμματος που ενισχύει την παρουσία του στην αγροτική Αμερική), να πάει «πέρα από την αντίσταση». Αυτό σημαίνει να επικεντρωθούμε τόσο στις πολύ πραγματικές οικονομικές ζημίες που προκαλεί η κυβέρνηση Τραμπ στους εργαζόμενους Αμερικανούς, όσο και σε ένα τολμηρό οικονομικό λαϊκιστικό πρόγραμμα που θα δίνει προτεραιότητα στους εργαζόμενους και θα προσφέρει μια διαδρομή προς τη μεσαία τάξη για κάθε οικογένεια.

Η εκστρατεία Beyond Resistance της RUBI, η οποία ξεκίνησε στις 10 Σεπτεμβρίου με μια συνάντηση περισσότερων από τετρακόσιους συμμετέχοντες από οργανώσεις βάσης όλης της χώρας και με επικεφαλής τον βουλευτή Ro Khanna, πραγματοποίησε πάνω από δώδεκα εκδηλώσεις τον περασμένο μήνα, ενώ περισσότερες έχουν προγραμματιστεί για τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο.

Η εκστρατεία προσφέρει ένα συναρπαστικό πλαίσιο για το πώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί, εστιάζοντας σε ένα «Rural New Deal» (Νέο Σύμφωνο για την Υπαίθρο, έμμεση αναφορα σο πρόγραμμα Ρούσβελτ για έξοδο από την ύφεση μετα το κραχ του 1929) που αποτελείται από πρακτικές, λογικές λύσεις για την ανοικοδόμηση των εργατικών κοινοτήτων που έχουν υποβαθμιστεί λόγω δεκαετιών κακών πολιτικών και παραμέλησης και από τα δύο κόμματα. Το τελευταίο αυτό σημείο είναι κρίσιμο: είναι ζωτικής σημασίας να καταγγείλουμε τις ψευδείς υποσχέσεις του Τραμπ προς την εργατική τάξη, αλλά για να αποδείξουμε ότι προτείνουμε ένα διακομματικό, λαϊκιστικό κίνημα που εστιάζει περισσότερο στους εργαζόμενους παρά στις κομματικές διαμάχες, το κίνημα πρέπει επίσης να καταγγείλει τους Δημοκρατικούς για την απώλεια του προσανατολισμού τους ως κόμμα της εργατικής τάξης.

Ίσως ένα ακόμα καλύτερο πλαίσιο για την ευρεία εκστρατεία υπεράσπισης των εργαζομένων οικογενειών ενάντια στην αμείλικτη επίθεση του Τραμπ θα ήταν να απομακρυνθεί εντελώς η αντίσταση και να επικεντρωθεί σε ένα όραμα για ένα καλύτερο μέλλον για όλους, το οποίο ούτε ο Τραμπ ούτε οι Δημοκρατικοί έχουν προσφέρει. Αντί για «Όχι βασιλιάδες», τι θα λέγατε για «Μια δίκαιη ευκαιρία» για όλους τους Αμερικανούς;

Μια δίκαιη ευκαιρία

Ο βασικός λόγος που εξηγεί γιατί βρισκόμαστε στο χείλος του αυταρχισμού είναι ότι πολλοί Αμερικανοί έχασαν την πίστη ότι η ζωή τους θα ήταν καλύτερη από αυτή των γονιών τους, ότι είχαν μια δίκαιη ευκαιρία να πραγματοποιήσουν το αμερικανικό όνειρο και να ζήσουν μια μεσοαστική ζωή -για να μην αναφέρουμε μια δίκαιη ευκαιρία να ζήσουν τη ζωή τους χωρίς αυθαίρετες και παράνομες παραβιάσεις των βασικών πολιτικών τους δικαιωμάτων. Μετά από δεκαετίες κενών υποσχέσεων, οι άνθρωποι βαρέθηκαν και οδηγήθηκαν σε μια απέλπιδα προσπάθεια, με τη μορφή ενός αντισυστημικού στοιχείου που ισχυριζόταν ότι κατανοούσε τον πόνο τους και ότι θα έφερνε πίσω τις θέσεις εργασίας στον τομέα της μεταποίησης.

Αλλά αυτό δεν συνέβη. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν δίκαιες ευκαιρίες όταν το χάος των δασμών του Τραμπ και οι αναστολές λειτουργίας εργοστασίων εμποδίζουν τις προσλήψεις και ανεβάζουν τις τιμές. Ο ίδιος δήλωσε μάλιστα ότι «δεν τον νοιάζει καθόλου» αν αυξηθούν οι τιμές των αυτοκινήτων. Οι οικογένειες μεταναστών δεν έχουν δίκαιες ευκαιρίες όταν οι επιδρομές της ICE (ομοσπονδιακή υπηρεσία μετανάστευσης) σε χώρους εργασίας καταστρέφουν μικρές επιχειρήσεις, συλλαμβάνουν εκατοντάδες άτομα και σπέρνουν το φόβο σε κοινότητες που διατηρούν ζωντανές τις τοπικές οικονομίες. Οι αγρότες δεν έχουν δίκαιες ευκαιρίες όταν η υποσχεθείσα υποστήριξη ξεχνιέται και οι αγορές στεγνώνουν, αναγκάζοντας πολλούς να ξεπουλήσουν τις σοδειές τους ή να εγκαταλείψουν τις υποδομές ανανεώσιμης ενέργειας για τις οποίες έχουν ήδη πληρώσει. Και οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων δεν έχουν δίκαιες ευκαιρίες όταν οι εμπορικοί πόλεμοι του Τραμπ αυξάνουν το κόστος, μειώνουν τις πωλήσεις και αφήνουν τα τοπικά καταστήματα και τους παραγωγούς να αγωνίζονται να παραμείνουν ανοιχτά.

Όλοι αξίζουν μια δίκαιη ευκαιρία στην Αμερική, αλλά ούτε οι Δημοκρατικοί ούτε οι Ρεπουμπλικανοί έχουν ανταποκριθεί σε αυτό το πάνδημο αίτημα. Το αίτημα αυτό βρίσκει απήχηση σε όλο το πολιτικό φάσμα και είναι πολύ πιο πιθανό να συμβάλει στη διαφοροποίηση μεταξύ των ιδεολογικών και ταξικών τάσεων του No Kings από το να θέτει τις επιθέσεις του Τραμπ κατά της δημοκρατίας στο επίκεντρο. Όχι μόνο αυτό, αλλά μπορεί να βοηθήσει να μετατραπούν οι διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης σε ένα συμπληρωματικό εργαλείο αντί για μια απαραίτητη -αλλά πολιτικά επικίνδυνη- τακτική που μπορεί να συμβάλει ακούσια στην ενίσχυση των πιθανοτήτων των Ρεπουμπλικάνων το 2026.

Τέλος, ενώ είναι απαραίτητο να ενσωματωθούν τα οικονομικά παράπονα κατά του Τραμπ σε κάθε παράγραφο του εγχειριδίου της αντιπολίτευσης, το εκλογικό μέτωπο χρειάζεται επίσης μια υγιή ένεση μη εκλογικής, λαϊκής οργάνωσης, αν οι προοδευτικοί ελπίζουν να κάνουν πρόοδο στις μικρές πόλεις και τις αγροτικές κοινότητες, όπου τόσο οι Δημοκρατικοί ψηφοφόροι όσο και οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που συνδέονται με τους Δημοκρατικούς έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Η ενσωμάτωση της οργάνωσης της βάσης στην εκλογική στρατηγική σημαίνει επένδυση δισεκατομμυρίων δολαρίων και αμέτρητων ωρών στην ανοικοδόμηση μιας ανθεκτικής, προοδευτικής πολιτικής υποδομής σε κάθε γωνιά της χώρας.

Πρότζεκτ όπως το Community Works της RUBI  -το οποίο εκπαιδεύει τοπικούς οργανωτές, συνδέει ηγέτες αγροτικών περιοχών από διάφορες περιοχές και βοηθά τις κοινότητες να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένα προβλήματα, από την πρόσβαση σε ευρυζωνικές συνδέσεις έως τα δικαιώματα των εργαζομένων- προσφέρουν ένα μοντέλο για το πώς αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά. Με την εδραίωση της προοδευτικής πολιτικής στις καθημερινές αγώνες και τις δυνατότητες των μικρών πόλεων, προσπάθειες όπως αυτές αρχίζουν να αποκαθιστούν την εμπιστοσύνη και τις σχέσεις που τελικά μπορούν να μεταφραστούν σε εκλογική δύναμη.

Τελικά, για όσους επιθυμούν να σταματήσουν την πορεία του Τραμπ, η οικοδόμηση ενός μαζικού κινήματος ενάντια στον αυταρχισμό και η νίκη των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026 δεν χρειάζεται να θεωρηθούν ως αντίθετοι στόχοι, ή ακόμη και ως στόχοι αντικρουόμενοι μεταξύ τους. Η σύνδεση του ενός με τον άλλο ενισχύει και τους δύο. Ο αγώνας για την υπεράσπιση της δημοκρατίας θα στεφθεί από επιτυχία μόνο αν βασίζεται στις καθημερινές οικονομικές πραγματικότητες που οδηγούν τους ανθρώπους στην απογοήτευση από την πολιτική. Οι Δημοκρατικοί χρειάζονται ένα σαφές, αξιόπιστο όραμα που να ανταποκρίνεται σε αυτές τις πραγματικότητες -ένα όραμα που να επικεντρώνεται στην εγγύηση δίκαιων ευκαιριών για κάθε Αμερικανό.

ΠΗΓΗ: ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ JARED ABBOTT ΓΙΑ ΤΟ JACOBIN