ΦΑΙΔΡΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΑ #022: Το Κεραμεωδρόμιο, οι ωτοασπίδες, ο Φτερωτός γιατρός, ο Πουαρό, η TV100, o Ρέμος και ο μικροφωνοκόφτης…

ΦΑΙΔΡΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΑ #022: Το Κεραμεωδρόμιο, οι ωτοασπίδες, ο Φτερωτός γιατρός, ο Πουαρό, η TV100, o Ρέμος και ο μικροφωνοκόφτης…

Κεραμεωδρόμιο, προσγειώσεις λογικής δεν προβλέπονται

Καθώς η ελληνική οικονομία σέρνεται αγκομαχώντας πίσω από το άρμα των μικρομεσαίων, των αυτοαπασχολούμενων και των επαγγελματιών που έχουν την ατυχία να μην είναι… κρατικοδίαιτοι ή μέτοχοι σε δημόσιες συμβάσεις, το Υπουργείο Εργασίας αποφάσισε να μας προσφέρει άλλη μία παράσταση από το γνωστό θέατρο του παραλόγου.

Η προαναγγελθείσα είσοδος ιδιωτών στον ΕΦΚΑ για τη διαχείριση των ληξιπρόθεσμων χρεών…αναβάλλεται μέχρι νεοτέρας. Δηλαδή, κάπου ανάμεσα στη Δευτέρα Παρουσία και στη λήξη της μισθοδοσίας των golden boys. Γιατί; Μα διότι, λέει, «προέκυψαν τεχνικά και νομικά ζητήματα». Σοβαρά; Ποιος να το περίμενε! Ίσως γιατί δεν είναι απλό να μετατρέψεις έναν δημόσιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης σε τηλεμάρκετινγκ πιέσεων τύπου “δώστε και σώστε”.

Αλλά αντί το Υπουργείο Εργασίας, με επικεφαλής την αξιότιμη κ. Νίκη Κεραμέως, να δει την αναβολή ως ευκαιρία για να κάνει αυτό που εδώ φωνάζουμε  από τη στήλη μας, από την πορτοκαλιά μας, από το μπαλκόνι αν χρειαστεί  δηλαδή  μια γενναία, λογική και ρεαλιστική ρύθμιση χρεών, αποφασίζει να αφήσει χιλιάδες μικρομεσαίους να κρέμονται σαν σταφύλια του φθινοπώρου… λίγο πριν την πτώση.

Οι 24 δόσεις; σαν να λες σε κάποιον με πνευμονία να πάρει μια ασπιρίνη. Οι ίδιες οι υπηρεσίες του ΕΦΚΑ, μα όχι μόνο μία αλλά πολλές φορές, έχουν εισηγηθεί: Αυξήστε τις δόσεις! Κάντε τις 72, κάντε τις 120, κάντε κάτι τέλος πάντων! Μα όχι, προτιμούν να κυνηγούν φαντάσματα αποδοτικότητας και να διορίζουν εξωτερικούς συνεργάτες που θα «εισπράττουν» από κόσμο που δεν έχει ούτε να φάει.

Μα κυρία Υπουργέ, τι νομίζετε; Ότι αν δεν βγει ο φούρναρης, ο ψιλικατζής, ο λογιστής, ο μηχανικός και ο ταξιτζής να δουλέψουν, θα σας τα φέρει στο ταμείο ο Άη Βασίλης; Ή μήπως ο ιδιώτης-εισπράκτορας θα πουλήσει ηθικό πλεονέκτημα για να γεμίσει το ταμείο του  ΕΦΚΑ; Ο ΕΦΚΑ δεν χρειάζεται ούτε διαγωνισμούς φαντασμάτων, ούτε δήθεν τεχνοκρατικές λύσεις του PowerPoint, χρειάζεται δόσεις, πολλές, ρεαλιστικές χωρίς φανφάρες και τις χρειάζεται χθες.

Αυτό που ζούμε, αγαπητοί αναγνώστες, δεν είναι διαχείριση, είναι  ένας θεσμικός λαβύρινθος από ανακοινώσεις χωρίς πράξεις, αποφάσεις χωρίς αποτέλεσμα και υποσχέσεις με ημερομηνία λήξης.

Οι κυβερνήσεις που φοβούνται να βοηθήσουν τον λαό, συνήθως βοηθούν εκείνους από τους οποίους θα ‘πρεπε να μας προστατεύουν

Φραγκλίνος Ρούζβελτ

 

Όταν η τοπική κοινωνία φώναζε και η Πολιτεία φορούσε ωτοασπίδες

Στις Σέρρες, δεν εξεγέρθηκαν μονάχα μετανάστες, εξεγέρθηκε και η λογική. Όχι απότομα, όχι αυθόρμητα. Με τον τρόπο που εξεγείρονται οι άνθρωποι όταν τους αγνοούν για καιρό. Η τοπική κοινωνία  αυτή η πολυφορεμένη αλλά ουσιαστική έννοια  είχε μιλήσει, ξανά και ξανά, είχε κρούσει τον κώδωνα. Είχε βαρέσει τα τύμπανα. Είχε βάλει και μεγάφωνα, ενδεχομένως. Το μήνυμα σαφές: “Δεν πάει άλλο. Η κατάσταση θα ξεφύγει.”

Και τι έκανε η Πολιτεία; Επέδειξε τον γνωστό εφησυχασμό της. Τον βαθιά ελληνικό εκείνο τρόπο διαχείρισης κρίσεων, “Έλα μωρέ, σιγά μην γίνει  καμιά φασαρία;” Μέχρι που έγινε. Και τότε, θυμήθηκαν όλοι ότι “υπάρχει ζήτημα”. Ότι οι δομές φιλοξενίας χρειάζονται καλύτερη οργάνωση, αυστηρότερους ελέγχους, ανθρώπινους αλλά σταθερούς κανόνες. Ανακάλυψαν  ω! το θαύμα  πως αν στοιβάζεις ανθρώπους με τραύματα, φόβους και απελπισία σε συνθήκες ημιάναρχες, κάποια στιγμή αυτοί οι φόβοι και τα τραύματα θα φωνάξουν ,με πέτρες, με φωτιές, με απελπισμένες κραυγές.

Μόνο που οι πρώτοι που τις άκουσαν ήταν πάλι οι κάτοικοι. Εκείνοι που μένουν δίπλα, όχι στα υπουργικά γραφεία, αλλά δίπλα-δίπλα με την πραγματικότητα. Εκείνοι που ήξεραν, και δεν εισακούστηκαν, γιατί βλέπετε, στον δημόσιο διάλογο, οι τοπικές κοινωνίες είναι οι κομπάρσοι, όχι πρωταγωνιστές.

Κι έτσι φτάσαμε στο αυτονόητο, να ζητάμε εκ των υστέρων αυστηρότερους ελέγχους, καλύτερη διαχείριση, ανθρώπινη αλλά στιβαρή παρουσία του κράτους. Και πάλι, αντί να προλάβουμε, τρέχουμε να τα μαζέψουμε, μετά. Γιατί στην Ελλάδα, το κράτος κινείται όπως ο Έλληνας οδηγός με καθυστερημένο GPS, «Σε 200 μέτρα… στρίψατε λάθος».

Όταν αγνοείς τις προειδοποιήσεις του λαού σου, μη σου κακοφανεί όταν η σιωπή τους γίνεται κραυγή

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

 Ο Φτερωτός Γιατρός και η Δικαιοσύνη με Πλατυποδία

Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος υπήρξε μια φιγούρα σχεδόν μυθική για τα ελληνικά δεδομένα. Πρωταθλητής Ελλάδος στα 100 μέτρα, χάλκινος σε ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, τριπλός Ολυμπιακός συμμετέχων. Γιατρούς έχουμε πολλούς, πολιτικούς ακόμη περισσότερους ,αλλά «Φτερωτό Γιατρό», μόνο έναν.

Κι όμως, αυτή η θρυλική ταχύτητα δεν τον έσωσε από τη γραφειοκρατική σκυταλοδρομία που λέγεται ελληνικό δικαστικό σύστημα. Καταδικάστηκε, φυλακίστηκε, αποφυλακίστηκε. Κατά πολλούς, έγινε το εξιλαστήριο θύμα σε μια περίοδο που το πολιτικό σύστημα χρειαζόταν ένα κεφάλι στο πιάτο  κατά προτίμηση καλογυαλισμένο και αναγνωρίσιμο.

Σήμερα, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας μέσα από το νέο του βιβλίο, δεν απολογείται, δεν παρακαλά, υπομειδιά, θυμίζει. Υπαινίσσεται. Και κυρίως, ρωτά, «Μήπως τελικά δεν έφταιγα; Μήπως ήμουν απλώς εύκαιρος;» Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την εμμονή με το πρόσωπό του, όταν άλλοι, με πολύ βαρύτερες σκιές, περνούν απαρατήρητοι ή και τιμημένοι;

Η δικαιοσύνη λένε ότι είναι τυφλή, αλλά εδώ μοιάζει και κάπως μυωπική. Ο Παπαγεωργόπουλος πιθανόν καταδικάστηκε για «παραδειγματισμό». Ένα είδος πολιτικής λιτανείας, όπου ο κατάλληλος άνθρωπος στο λάθος timing γίνεται τρόπαιο, όχι επειδή φταίει, αλλά επειδή βολεύει.

Και τώρα, ξανά στη δημόσια σφαίρα, μας θυμίζει ότι το δικαίωμα στην υπεράσπιση του ονόματός σου δεν έχει ημερομηνία λήξης. Αν ο Παπαγεωργόπουλος λέει την αλήθεια, τότε ίσως είναι ο πιο αδίκως στοχοποιημένος άνθρωπος της σύγχρονης πολιτικής ζωής. Και αν δεν λέει; Τουλάχιστον το παλεύει. Σε αντίθεση με άλλους, που δεν τόλμησαν ποτέ να μιλήσουν, γιατί γνώριζαν ότι ήταν ένοχοι.

Αυτό είναι, τελικά, το ζήτημα, όχι αν ο Παπαγεωργόπουλος ήταν άγιος, αλλά αν τον κάναμε  ένοχο για να ησυχάσουμε τη συνείδησή μας. Και αν αποδειχθεί πως ήταν αθώος; Τότε, θα χρειαστεί να κοιταχτούμε όλοι στον καθρέφτη, ακόμη κι εκείνοι που φοράνε ρόμπες, ή γράφουν ηθικολογικά άρθρα.

Το δίκαιο δεν είναι πάντα εκεί που φωνάζει το πλήθος

Παροιμία

 

 Ο ΔΕΔΔΗΕ σε ρόλο Ηρακλή Πουαρό, όλοι οι μετρητές… μυρίζουν ρευματοκλοπή!

Εάν ο ΔΕΔΔΗΕ ήταν ήρωας νουάρ, θα κυκλοφορούσε με φακό, νυχτερινά γυαλιά και αλάθητο ένστικτο. Όχι για να βρει δολοφόνους, αλλά για να ξετρυπώσει τους “σατανικούς” ρευματοκλέφτες. Κι αν υπερβάλλουμε, δεν είναι δική μας ευθύνη, είναι του ίδιου του οργανισμού, που έχει μετατρέψει την έννοια του «ελέγχου» σε επιθεώρηση επιπέδου Ιεράς Εξέτασης.

Τον τελευταίο καιρό, παρατηρείται έξαρση σε ελέγχους για ρευματοκλοπή στη Θεσσαλονίκη, με χιλιάδες πολίτες να μπαίνουν στο στόχαστρο. Η Εισαγγελία παρενέβη για να ελέγξει την ίδια τη διαδικασία των ελέγχων από τα συνεργεία του ΔΕΔΔΗΕ. Και πολύ καλά έκανε. Διότι εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε με αντικειμενική διαχείριση τεχνικών ελέγχων, αλλά με έναν νέο μηχανισμό ενοχοποίησης χωρίς στοιχεία, που θυμίζει περισσότερο ριάλιτι αναζητήσεων υπόπτων.

Και να σκεφτεί κανείς πως η στήλη μας, η πολύχρωμη πορτοκαλέα, είχε αναδείξει από καιρό συγκεκριμένο περιστατικό-προκάτοχο αυτού του κρεσέντο. Μια επιχείρηση, που σύμφωνα με τις επίσημες αναφορές “έκλεβε” τα δύο τρίτα της κατανάλωσής της, είδε τον μετρητή της να αποκαθίσταται από τα ιερά συνεργεία του ΔΕΔΔΗΕ, και μετά; Σχεδόν Καμία απολύτως αύξηση στην κατανάλωση…. Τι λέει αυτό; Ή οι πολίτες έχουν ανακαλύψει ενεργειακή μαγεία ή απλώς το κατηγορητήριο ήταν φτιαγμένο από το ίδιο υλικό με τα σενάρια ελληνικής ταινίας του ’60, μπόλικη φαντασία και καθόλου τεκμηρίωση.

Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του ΔΕΔΔΗΕ μοιάζουν πλέον με χρησμούς της Πυθίας, λένε πολλά, αλλά δεν βγάζεις άκρη. Και ενώ κάθε πολίτης καλείται να αποδείξει πως δεν είναι ελέφαντας, η ίδια η διαδικασία ελέγχου διατηρεί το απόλυτο ακαταλόγιστο. Οι πολίτες δεν παρευρίσκονται κατά τη διάρκεια του ελέγχου, δεν έχουν πρόσβαση στα τεχνικά δεδομένα που τους ενοχοποιούν και φυσικά καλούνται να πληρώσουν αστρονομικά ποσά για “κλεμμένο” ρεύμα, το οποίο ενίοτε ουδέποτε καταναλώθηκε…..

Μιλάμε για έναν μηχανισμό τιμωρίας και εκφοβισμού. Έναν έλεγχο που δεν ελέγχεται. Μια κατηγορία που δεν τεκμηριώνεται, παρά μονάχα υπολογίζεται πρόχειρα με βάση υποτιθέμενες αποκλίσεις. Η διαφάνεια; Απών. Η τεκμηρίωση; Ελλιπέστατη. Η λογοδοσία; Ανύπαρκτη. Εδώ δεν έχουμε ρεύμα. Έχουμε σκοτάδι  θεσμικό, τεχνικό και ηθικό. Στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να κλέψεις ρεύμα, αρκεί να σε κατηγορήσει ο ΔΕΔΔΗΕ ότι το έκανες

Η εξουσία διαφθείρει  και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα

 Λόρδος Άκτον, ιστορικός λόγιος

 

TV100,από τα ΜΑΤ με μπουλντόζα στο «θεσμικά κεκτημένα»

Ήταν καλοκαίρι του 1987, κι ενώ όλη η χώρα έλιωνε κάτω απ’ τον ήλιο και τα αντηλιακά τύπου «Carroten No 0», στη Θεσσαλονίκη έλιωνε η υπομονή της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Γιατί; Διότι ο Δήμος Θεσσαλονίκης  τόλμησε να σκεφτεί κάτι πρωτοποριακό, ανεπίτρεπτο, σχεδόν βλάσφημο για τα δεδομένα της εποχής, να στήσει αναμεταδότη για να μεταδώσει τηλεοπτικό πρόγραμμα που ΔΕΝ ελεγχόταν από την ΕΡΤ!! Ο τότε δήμαρχος Σωτήρης  Κούβελας, ο οποίος αντί να ασχολείται με λακκούβες και ασφαλτικά, είχε βάλει στο μυαλό του δορυφόρους, αναμεταδότες και πολιτισμικά οράματα αποφάσισε να βάλει κεραία στο Σέιχ Σου. Εκεί, που μέχρι τότε ο μόνος θόρυβος ήταν τα τριξίματα από τα καμένα πεύκα, έφτασε το πιο τρομερό πράγμα που μπορούσε να συμβεί το 1987,ελεύθερη μετάδοση τηλεοπτικής εικόνας.

Η αντίδραση; Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απάντησε όπως απαντά συνήθως το ελληνικό κράτος όταν δεν καταλαβαίνει τι γίνεται, με τα ΜΑΤ και μια μπουλντόζα. Και επικεφαλής; Ο θρυλικός αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ., Νίκων Αρκουδέας, ο οποίος έφτασε στο Σέιχ Σου  με την αύρα αυτοκράτορα, σαν να επρόκειτο να ξεριζώσει στρατηγείο εξωγήινων κι όχι έναν πρόχειρο αναμεταδότη του δήμου.

Στη θέση των εξωγήινων, όμως, βρίσκει τον Κούβελα και χιλιάδες πολίτες, να στέκονται μπροστά του σε στάση «δεν περνάς, Αρκουδέα». Κανονικά θα έπρεπε να φοράνε φουστανέλες από την περηφάνια, αλλά περιορίστηκαν σε ανθρώπινο κλοιό. Ο δήμαρχος και συνεργάτες του Συλλαμβάνονται επιτόπου, με συνοπτικές διαδικασίες και πολλά επεισόδια μεταξύ πολιτών και ΜΑΤ

Εν τω μεταξύ, ο τότε υφυπουργός Τύπου του ΠΑΣΟΚ, Δημήτρης Μαρούδας, σε ρόλο press secretary με νεύρα, δηλώνει με πλήρη σοβαρότητα, «Θα καταρρίψουμε τους δορυφόρους!» όχι τα σήματα ,όχι τις εκπομπές, τους δορυφόρους, εκεί πάνω, στο διάστημα. Κάπου ανάμεσα στον Κρόνο και την κρατική μονομανία, ακόμα περιμένουμε την απογείωση του F-16 με στόχο τον Hot Bird.

Ακολουθεί το κερασάκι στην τούρτα παραλόγου, Η Δίκη της Κεραίας, ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, συνεργάτες του, ένας αναμεταδότης και τρία σκουριασμένα καλώδια, στο εδώλιο. Η κατηγορία; Τηλεοπτική αυθαιρεσία-πειρατεία. Η κατάληξη; Φυσικά, αθώωση. Γιατί ακόμα και η ελληνική Δικαιοσύνη έχει όρια ανοχής στην ανοησία.

Κι ενώ όλοι πίστεψαν πως το παραμύθι τελείωσε εκεί, έρχεται η παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1988  και η TV100  σπάει το κρατικό μονοπώλιο και εκπέμπει πρώτη, πανηγυρικά, ως ο πρώτος μη κρατικός τηλεοπτικός σταθμός στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Δηλαδή, πιο μπροστά από Ρουμανίες, Βουλγαρίες και κάθε χώρα με δορυφορική καψούρα και κρατικό κόμπλεξ.

Και τώρα; Οι ίδιοι εκείνοι Πασόκοι, που τότε ορκίζονταν στο όνομα της ΕΡΤ και της μονοφωνίας, που έστελναν ΜΑΤ να ξεριζώσουν κεραίες και δήλωναν πόλεμο στα ουράνια σώματα, σήμερα υπερασπίζονται το TV100 με ύφος “εδώ γεννήθηκε η ελευθεροφωνία”. Όπως εκείνος ο θείος που σε έδερνε μικρό και τώρα λέει πόσο “πολύ σε αγαπούσε”.

Στα χαρτιά, το TV100 είναι “θεσμός”, “σημαία της Θεσσαλονίκης”, “παράδειγμα δημοτικής πρωτοβουλίας”. Στην πραγματικότητα; Η ακροαματικότητα είναι τέτοια που αν κάποιος βλέπει TV100, τον παίρνουν τηλέφωνο να τον ευχαριστήσουν  προσωπικά…..

Αλλά στην Ελλάδα δεν έχει σημασία ποιος το ξεκίνησε, ποιος το πάλεψε, ποιος το έφαγε ξύλο, σημασία έχει ποιος θα το εμφανίσει τώρα στο βιογραφικό του. Με ολίγη συγκίνηση, μία φωτογραφία με πομπό κι ένα “ήμασταν μπροστά από την εποχή μας”, μόνο που τότε, την εποχή τους, την έδερναν με ΜΑΤ.

Ἐμπόδιον ὁ νόμος, μέχρι νὰ γίνῃ τιμή

Αριστοφάνης

 

Το δέντρο, ο Ρέμος και η ατέρμονη σοβαροφάνεια της πόλης

Ευτυχώς η Θεσσαλονίκη έχει τις σταθερές της. Κάθε χρόνο, μόλις ακούγεται η λέξη «φωταγώγηση», ξεκινά αυτόματα η γνωστή χορογραφία, αντιδράσεις, συγκρίσεις, αισθητικές αναλύσεις, και μια πόλη που, λες και δεν έχει άλλα να λύσει, θυμάται ότι διαφωνεί για τα πάντα. Φέτος το τιμημένο βάθρο του καβγά το πήρε η ανακοίνωση Αγγελούδη ότι το δέντρο θα ανάψει παρέα με συναυλία Αντώνη Ρέμου. Και ξαφνικά η πόλη χώρισε στα δύο, οι «ναι, ωραίο γλέντι» και οι «όχι, θέλουμε κουλτούρα», λες και το ένα αποκλείει το άλλο.

Τα ερωτήματα, βέβαια, είναι άλλα. Πόσο θα κοστίσει η ιστορία; Τι καλύπτει η χορηγία της Next Step Media Group; Θα δοθούν αναλυτικοί λογαριασμοί; Ποιος θα πληρώσει φωτισμούς, σκηνή, καθαριότητα, φύλαξη; Γιατί το «δεν θα επιβαρυνθούν οι δημότες» ακούγεται ωραίο, αλλά στην πράξη συχνά σημαίνει «κάποιος κάπου θα τα πληρώσει». Παλαιότερα είχαμε ολόκληρη λίστα χορηγών, με ΔΕΗ, Coca-Cola, ΟΤΕ και δεκάδες άλλους. Φέτος, τα στοιχεία είναι πιο περιορισμένα κι όταν κάτι θολώνει, ο λαός, όπως είναι γνωστόν, αρχίζει τις θεωρίες.

Και φυσικά, δεν λείπουν οι μνήμες-χρυσόψαρο, η κ. Έλλη Χρυσίδου, σήμερα έξαλλη με την «έλλειψη αισθητικής», το 2018 χόρευε χαμογελαστή στη φωταγώγηση υπό τους «ποιοτικούς» ήχους του Γιώργου Σαμπάνη. Η πόλη έχει μακρά παράδοση στο να ξεχνά τα χθεσινά και να παθιάζεται με τα σημερινά. Οι πιο… παλιές γενιές, που ζήσανε Γιαννόπουλους, Στέκια Φιλοσοφικής και πολιτιστικές μάχες με πραγματικά επιχειρήματα, απλώς χαμογελάνε, άλλο ένα επεισόδιο της μόνιμης σαπουνόπερας «Τι θεωρείται ποιοτικό στη Θεσσαλονίκη».

Η ουσία όμως δεν είναι ο Ρέμος, δεν είναι καν η αισθητική. Η ουσία είναι η διαχρονική αδυναμία της πόλης να δει τη μεγάλη εικόνα, ότι η πολιτιστική ζωή δεν είναι διαγωνισμός ρεπερτορίου, αλλά διαφάνεια, συνέπεια και σχέδιο. Μπορείς να κάνεις λαϊκό γλέντι, μπορείς να κάνεις συμφωνικές βραδιές, αλλά πρέπει να ξέρεις ποιος πληρώνει, γιατί το κάνει και τι αφήνει πίσω.

Η πλατεία Αριστοτέλους δεν είναι πάρκο εκδηλώσεων. Είναι δημόσιος χώρος, με δημόσιες ευθύνες. Η πόλη έχει δικαίωμα να γιορτάσει, αλλά και οι δημότες  έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν το κόστος και τα ανταλλάγματα. Δεν είναι θέμα «ποιότητας» είναι θέμα εμπιστοσύνης.

Η  πόλη που δεν εξετάζει τον εαυτό της, δεν αξίζει να ζει

Πλάτων

 

Ο Κόφτης της Βουλής, όταν το μικρόφωνο αποφάσισε ότι άκουσε αρκετά

Αν ο Αριστοφάνης ζούσε σήμερα, θα είχε ήδη γράψει μια κωμωδία με τίτλο «Μικροφωνοκόφτης». Σκηνή πρώτη: Βουλή των Ελλήνων. Οι βουλευτές σηκώνουν το χέρι τους, ζητούν τον λόγο, και το σύστημα τους κοιτάζει με το ύφος του αυστηρού γυμνασιάρχη: «Εννέα λεπτά, παιδί μου, όχι ένα παραπάνω, γιατί θα σου κλείσω το στόμα τεχνολογικώς.»

Το νέο ηλεκτρονικό απόκτημα της Ολομέλειας, ο «κόφτης» που απενεργοποιεί μικρόφωνα, έκανε πρεμιέρα και, όπως κάθε τεχνολογικό θαύμα στην Ελλάδα, λειτούργησε ακριβώς την ώρα που δεν έπρεπε αλλά με τη χάρη που έπρεπε. Πρώτο θύμα, ο Μιχάλης Κατρίνης, που αποφάσισε να κάνει crash-test στον χρόνο της ομιλίας του. Το σύστημα, με αξιοπρέπεια Αρείου Πάγου, του απάντησε: «Τελείωσες. Δεν έχει παραπάνω.» Μικρόφωνο off, κάμερα σε γενικό πλάνο, κοινό ενθουσιασμένο. Αν υπήρχε βαθμολογία, θα έπαιρνε 10/10.

Χρόνια η χώρα παλεύει να περιορίσει τα κείμενα- σεντόνια που διαβάζονται από το βήμα. Τώρα τα σεντόνια γίνονται χαρτοπετσέτες, μικρές, συμπυκνωμένες και αν ξεχειλίσεις, έρχεται η ηλεκτρονική κουρτίνα και πέφτει πριν προλάβεις να πεις «και επιπλέον κύριε Πρόεδρε…». Διότι ο Πρόεδρος δεν θέλει «επιπλέον». Θέλει χρονομέτρηση Ολυμπιακών Αγώνων.

Το χρωματικό σύστημα λειτουργεί σαν φωτεινός σηματοδότης. Πράσινο: μίλα. Κίτρινο: τελειώνουμε. Κόκκινο: σε δέκα δευτερόλεπτα γίνεσαι βωβός. Κι όταν το κόκκινο ανάψει και η κάμερα τραβήξει πανοραμικό πλάνο αντί για το πρόσωπό σου, νιώθεις λίγο σαν ηθοποιός που τον πέταξαν από την παράσταση επειδή μπέρδεψε τα λόγια του. Μόνο που εδώ, τα λόγια ήταν απλώς… παραπάνω.

Φυσικά, δεν έλειψαν και οι ειρωνείες: «Το μέτρο είναι φωτογραφικό», είπε η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Μπορεί αν και εδώ η φωτογραφία βγαίνει χωρίς φωνή. Άλλοι πάλι βλέπουν τον κόφτη σαν λύτρωση, επιτέλους ένα μηχάνημα που κάνει αυτό που δεν τολμούσε κανείς Πρόεδρος της Βουλής εδώ και δεκαετίες. Ένας ηλεκτρονικός Καραϊσκάκης που λέει «εγώ θα σας βάλω τάξη, ρε παλικάρια».

Βέβαια, η ουσία παραμένει, θα γίνει καλύτερη η δημοκρατία επειδή μιλάνε λιγότεροι για λιγότερο; Ή απλώς θα μάθουμε να κάνουμε τα ίδια, μόνο πιο γρήγορα; Η ελληνική πολιτική σκηνή φοβάται μόνο δύο πράγματα, τον χρόνο και την σιωπή και τώρα τα έχει και τα δύο.

Ένα είναι σίγουρο, από σήμερα, κανείς δεν θα πει «να πάρω μισό λεπτάκι ακόμα;». Το σύστημα θα απαντήσει πρώτο «Δεν έχει άλλα λεπτάκια.»

Η σιωπή είναι συχνά η πιο δυνατή κραυγή

Γκάντι