Φαιδρά Πορτοκαλέα #016: Το Πόθεν Έσχες, τα 111,8 δισ., ο Μέγας Δούκας, ο Θεματοφύλαξ, η Πρεμιερλεφταρία, το Kαθυστερητήριο, η Οδηγοπληξία, ο Σπιτακοντούβρουτζας, το Μπουρδοθέαμα και η Σορβόννη…
Πόθεν Έσχες: Το ελληνικό θαύμα της κοινοβουλευτικής ευημερίας
Πώς γίνεται, λοιπόν, να μεγαλώνουν οι περιουσίες εκείνων που πέρασαν τη ζωή τους στα έδρανα της Βουλής; Μια ζωή «κοινοβουλευτικοί», χωρίς επιχειρηματικό ρίσκο, χωρίς ξενύχτια στο μεροκάματο, κι όμως κάθε χρόνο τα πόθεν έσχες τους μοιάζουν σαν μυστικά manual ευημερίας. Οι πολίτες μετρούν τα κέρματα πριν το σούπερ μάρκετ, ενώ οι πολιτικοί μετρούν νέα ακίνητα, επενδυτικά χαρτοφυλάκια, καταθέσεις. Ο ένας παλεύει με τον ΦΠΑ, ο άλλος αγοράζει μετοχές.
Η κοινωνία παρακολουθεί με μια μελαγχολική απορία: πώς γίνεται το βουλευτιλίκι να είναι πιο επικερδές από κάθε startup; Μήπως τελικά η πολιτική δεν είναι λειτούργημα αλλά το πιο ασφαλές χρηματιστήριο; Μήπως οι νόμοι που ψηφίζονται μοιάζουν περισσότερο με εγχειρίδια διαχείρισης προσωπικού πλούτου παρά με εργαλεία κοινωνικής δικαιοσύνης;
Ενώ ο λαός προσπαθεί να επιβιώσει, εκείνοι θριαμβεύουν στα excel των περιουσιακών τους στοιχείων. Σαν να φυτρώνουν χρήματα στις γλάστρες του Κοινοβουλίου, κι εμείς να ποτίζουμε τις δικές μας με ιδρώτα, χωρίς να ανθίζει τίποτα. Το φιλοσοφικό ερώτημα δεν είναι «πόθεν έσχες», αλλά «πόθεν το χάσμα;». Από πού ξεκινά και γιατί όλο ανοίγει, σαν ρωγμή που καταπίνει την εμπιστοσύνη στη δημοκρατία.
Ίσως τελικά η μεγάλη τέχνη της πολιτικής να είναι η «αθόρυβη ευημερία», να φαίνεσαι διαρκώς κουρασμένος για το έθνος, αλλά το πορτοφόλι σου να είναι φρέσκο, γεμάτο και πάντα σε άνθιση. Ένα μόνιμο θαύμα, που ποτέ δεν εξηγείται, αλλά πάντα ανανεώνεται.
Όσο περισσότερο τιμάται ο πλούτος, τόσο λιγότερο τιμώνται η αρετή και η δικαιοσύνη
Πλάτων, Πολιτεία
111,8 ΔΙΣ, το Μνημείο της Φορομπανανίας
Κουραστήκαμε. Όχι να πληρώνουμε αυτό δεν το προλάβαμε καν. Κουραστήκαμε να βλέπουμε τα ίδια και τα ίδια: τα ληξιπρόθεσμα χρέη να εκτοξεύονται στα 111,8 δισ. Ευρώ και το μόνο που ξέρει να κάνει η κυβέρνηση είναι να στέλνει την ΑΑΔΕ σαν σερίφηδες του Φαρ Ουέστ να κυνηγάνε όποιον βρουν μπροστά τους. Σφραγίδες, κατασχέσεις, εισαγγελείς, ανακριτές λες και μιλάμε για ποινικούς εγκληματίες και όχι για ανθρώπους που προσπαθούν να επιβιώσουν με μισθούς-φιλοδώρημα και ταμεία άδεια.
Και το τραγικό; Ενώ όλοι βλέπουν ότι το πρόβλημα δεν λύνεται, το μόνο που «παράγει» η ΑΑΔΕ είναι φόβο, χαρτούρα και ειδοποιητήρια. Αντί να μπει μια σοβαρή πολιτική για πραγματικές ρυθμίσεις και ελάφρυνση, ζούμε σε μια μόνιμη φορολογική τρομοκρατία. Ούτε Μαφία να ήταν: «δώσε ή θα σου πάρουμε το σπίτι». Ένα κράτος που παριστάνει το σκληρό απέναντι στον αδύναμο, την ώρα που αφήνει ανέγγιχτα τα μεγάλα ψάρια.
Και μέσα σε όλο αυτό, εμφανίζεται κι ο αρμόδιος Υπουργός Πιερρακάκης με τα «ψηφιακά θαύματα». Ωραία οι πλατφόρμες, ωραία τα ραντεβού με ένα κλικ, αλλά όταν ο πολίτης δεν έχει να πληρώσει, τι να το κάνει το ψηφιακό χαμόγελο; Μια χαρά δουλεύουν τα συστήματα μόνο που λειτουργούν σαν ηλεκτρονικές παγίδες, να σε βρίσκουν πιο γρήγορα για να σου αρπάξουν ό,τι απέμεινε. Τεχνητή νοημοσύνη στη διάθεση μιας εντελώς αφύσικης πολιτικής.
Συμπέρασμα; Τα 111,8 δισ. δεν είναι απλώς νούμερα. Είναι η απόδειξη πως η κυβέρνηση και η ΑΑΔΕ έχουν χτίσει ένα καθεστώς βίαιης είσπραξης χωρίς λογική, χωρίς δικαιοσύνη, χωρίς λύση. Ένα μνημείο ανικανότητας, με επιγραφή: «Εδώ τιμωρείται όποιος τολμά να μην έχει».
Είναι η ώρα ν’ ακούσουμε ένα τραγούδι από τις καρακάξες μας «Κραα, κραα, κραα…»
Σε αυτόν τον κόσμο τίποτα δεν είναι βέβαιο, εκτός από τον θάνατο και τους φόρους
Benjamin Franklin , εμβληματική μορφή της αμερικανικής και παγκόσμιας ιστορίας.
Ο Γκιγιόμ έγινε Μέγας Δούκας και οι καρδερίνες μας έκλαψαν από συγκίνηση
Στο Λουξεμβούργο, εκεί που το μόνο πιο μεγάλο από τους τίτλους είναι οι λογαριασμοί των τραπεζών γράφτηκε ιστορία (ή τουλάχιστον ένα κεφαλαίο ακόμα στο βιβλίο του Πρωτοκόλλου). Ο πρίγκιπας Γκιγιόμ ανέλαβε επισήμως τα ηνία του Μεγάλου Δουκάτου, αφού ο πατέρας του, Μέγας Δούκας Ερρίκος, αποφάσισε να αποσυρθεί. Όχι, δεν πήγε στα χωράφια να φυτεύει ραπανάκια. Απλώς, είπε «φτάνει» και έδωσε τα κλειδιά του δουκάτου στον υιό.
Η τελετή ήταν λιτή, σεμνή και γεμάτη ευγένεια σχεδόν τόσο σεμνή όσο μια οικογενειακή συγκέντρωση με μονόγραμμα σε κάθε πετσέτα. Η αίθουσα του Κοινοβουλίου μύριζε ιστορία, αλλά και λίγο ακριβό after shave.
Ο νέος Μέγας Δούκας, με ύφος «πρώην σπουδαστής του Hogwarts, νυν ηγεμόνας», μίλησε με συγκίνηση για το μέλλον της χώρας και την τιμή να υπηρετεί τους πολίτες. Οι επίσημοι χαμογελούσαν, οι δημοσιογράφοι σημείωναν, και οι καρδερίνες μας, ναι, οι δικές μας, αυτές με την ανθρώπινη φωνή, πετούσαν ανάμεσα στις πολυελαίους, καλεσμένες τιμής, αφού ως γνωστόν, δεν υπάρχει βασιλική τελετή χωρίς φτερωτή ελληνική παρουσία.
Οι φωτογραφίες ήταν πολλές, το χειροκρότημα διακριτικό (μην τρομάξουν οι γραβάτες), και το χαμόγελο του νέου ηγέτη, ελαφρώς πιο φωτεινό από το συννεφιασμένο φθινόπωρο του Λουξεμβούργου. Από εδώ και πέρα, ο Γκιγιόμ έχει τη χώρα στα χέρια του. Του ευχόμαστε να τα καταφέρει. Καλή αρχή, Μεγαλειότατε! Και ένα ευχαριστώ στις καρδερίνες, που δεν κουτσούλησαν τίποτα.
Η εξουσία δείχνει ποιος είσαι, όταν νομίζεις πως δεν σε βλέπει κανείς
Σένεκας
Μέγας Κατσαούνος, Οικονόμος του Ρουσφετιού και Θεματοφύλαξ των Ημετέρων
Στο επιτελικό κράτος, αυτό το αγέρωχο φρούριο της αριστείας, της αξιοκρατίας και των αρίστων που ξυπνούν με spreadsheets και κοιμούνται με Excel φαίνεται πως υπάρχει μια νέα μορφή κοινωνικής πολιτικής: η ενσυναίσθηση του ρουσφετιού. Κι εδώ κάνει την εμφάνισή του ο κύριος Γεώργιος Κατσαούνος, νέος αστέρας στο στερέωμα των κυβερνητικών θαυμάτων.
Ο κ. Κατσαούνος, κατά τις φήμες και τα δημοσιεύματα φέρει εκείνη τη σπάνια ιδιότητα του ανθρώπου που ακούει. Όχι απλώς ακούει, νιώθει, κατανοεί βαθιά, σχεδόν ποιητικά, την ανάγκη του πολίτη για… απευθείας επιδότηση. Δεν πρόκειται για πελατειακές σχέσεις, όχι. Είναι μια υπαρξιακή πράξη αγάπης.
Εκεί, στα κλιματιζόμενα γραφεία του Μαξίμου, ο Γιώργος, να τον λέμε με το μικρό, σαν φίλο, έχει φτιάξει έναν μικρό ναό κοινωνικής δικαιοσύνης. Όποιος έχει πρόβλημα, πονοκέφαλο, ανεργία, εξαδέλφη που ψάχνει δουλειά, γιο που δεν πέρασε ΑΣΕΠ, πάει στον Κατσαούνο. Του λέει τον πόνο του. Και ο Γιώργος, σαν σύγχρονος Άγιος Παντελεήμονας της Δημόσιας Διοίκησης, σκύβει, γράφει, υπογράφει, τηλεφωνεί, θαυματουργεί.
Όπως άλλοι δίνουν ψωμί στον πεινασμένο, έτσι και ο Κατσαούνος δίνει επιδότηση στον δικό μας άνθρωπο. Δεν είναι παράνομο είναι ανθρώπινο, είναι ποιητικό, είναι… επιτελικό.
Τελικά, το κράτος αυτό δεν είναι απρόσωπο. Έχει πρόσωπο και μάλλον φοράει κοστούμι slim fit και κρατάει φάκελο με CV. Αλλά και κάτι ακόμα: έχει αυτί. Όχι όμως το αυτί του νόμου, αλλά « το αυτί του μπάρμπα από την Κορώνη» που σε “ξέρει” και σε “βοηθάει”.
Βέβαια, κάποιοι μίζεροι επιμένουν να βλέπουν σκάνδαλα, ρουσφέτια, μηχανισμούς εξυπηρέτησης “ημετέρων”. Αυτοί, τι να πει κανείς, δεν καταλαβαίνουν από στοργή…. Και στο κάτω-κάτω, αν δεν μπορείς να πας στον Κατσαούνο να πεις τον πόνο σου, πού να πας ;
Σε μια εποχή καθολικής εξαπάτησης, το να λες την αλήθεια είναι επαναστατική πράξη.
Τζορτζ Όργουελ
Πρεμιερλεφταρία: Το νέο θρησκευτικό δόγμα της μπάλας
Στην αρχή ήταν το ποδόσφαιρο. Ένα παιχνίδι απλό, σχεδόν παιδικό, που άναβε φωτιές σε αυλές και χωράφια. Σήμερα, το άθλημα αυτό έχει μετατραπεί σε κάτι άλλο, μια τελετουργία χλιδής, μια νέα Εκκλησία όπου οι πιστοί πληρώνουν είσοδο αντί για κεράκι, και οι ιερείς φορούν όχι ράσα, αλλά μπλούζες με χορηγούς στοιχηματικών. Καλώς ήρθατε στην Πρεμιερλεφταρία, το μοναδικό “πρωτάθλημα” όπου ο πραγματικός πρωταθλητής είναι το τραπεζικό σύστημα.
Οι ομάδες μοιάζουν πια με πολυεθνικές εταιρείες. Δεν έχει καμία σημασία αν προέρχεσαι από τη γειτονιά του Μάντσεστερ ή αν μάζευες κάποτε πέτρες από τα χωράφια του Μπέρμιγχαμ. Όχι, το μόνο που μετράει είναι να έχεις έναν Άραβα σεΐχη, έναν Αμερικανό επενδυτή ή έναν Ρώσο ολιγάρχη που θέλει να ξεπλύνει το βιογραφικό του. Το γήπεδο είναι βιτρίνα οι μεταγραφές, η διαφήμιση και τα τηλεοπτικά συμβόλαια είναι το ταμείο. Και το ταμείο, όπως λέει η αθάνατη ελληνική ψυχή, είναι πάντα… ιερό.
Οι φίλαθλοι; Αυτοί έχουν μετατραπεί σε φανταστικούς λογιστές. Δεν πανηγυρίζουν πια το γκολ, αλλά τον ισολογισμό. Στο μπαρ δεν ρωτούν “πώς παίξαμε;” αλλά “πόσο πήραμε από το τελευταίο sponsorship deal;”. Και το χειρότερο, το έχουν αποδεχτεί. Η ντροπή της Πρέμιερ Λιγκ δεν είναι απλώς η απληστία της. Είναι ότι έχει εκπαιδεύσει τους ίδιους τους οπαδούς να την αποθεώνουν σαν να πρόκειται για νέο θαύμα της φύσης. Ο αγώνας για το τρόπαιο έχει χάσει νόημα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για αγώνα χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης, πόσα πουκάμισα με λογότυπο πούλησε η Μάντσεστερ, πόσες θέσεις VIP έκλεισε η Άρσεναλ, πόσα εκατομμύρια διαφήμισης τσέπωσε η Τσέλσι. Το ίδιο το παιχνίδι; Μια όμορφη δικαιολογία για να συνεχιστεί το μεγάλο πανηγύρι της αρπαχτής.
Όταν λοιπόν βλέπουμε εκατομμύρια να ξοδεύονται για έναν παίκτη που θα κάνει δυο κοντρόλ και μια πάσα πίσω, δεν πρέπει να αναρωτιόμαστε “γιατί;”. Η απάντηση είναι προφανής, γιατί μπορούν. Και σε έναν κόσμο που το “μπορώ” έχει υποκαταστήσει το “πρέπει”, το ποδόσφαιρο δεν είναι πια άθλημα. Είναι το πιο κυνικό reality show του πλανήτη, με τη διαφορά ότι οι παίκτες δεν τρώνε ρύζι σε τροπικό νησί, αλλά χαβιάρι σε ιδιωτικά τζετ.
Αν θέλετε, λοιπόν, να βρείτε την πραγματική μπάλα, ψάξτε σε καμιά αλάνα. Στα γήπεδα της Πρέμιερ Λιγκ παίζουν πλέον μόνο τα λεφτά.
Ξόδεψα πολλά χρήματα για ποτό, γυναίκες και αυτοκίνητα τα υπόλοιπα απλώς τα σπατάλησα
Τζορτζ Μπεστ, θρύλος του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, Βορειοϊρλανδός
Kαθυστερητήριο, το ελληνικό ρεκόρ στην αναμονή εγκαινίων
Αν το ποδόσφαιρο έχει καθυστερήσεις, τότε το γυμναστήριο της Σίνδου του πρώην ΤΕΙ (νυν ΔΙΠΑΕ ) έπαιξε 25 ολόκληρα χρόνια σε… καθυστερητήριο. Χτίστηκε το 2000, πανηγυρίστηκε σαν μεγάλο απόκτημα για το ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, κι έπειτα κλείστηκε στο κουκούλι της γραφειοκρατίας. Τα κλειδιά του κτιρίου σκουριάσανε, οι μπασκέτες έγιναν στόχοι για σπουργίτια και το παρκέ έμεινε τόσο παρθένο που ούτε μια μπάλα δεν τόλμησε να το λερώσει.
Πέρασαν κυβερνήσεις, υπουργοί, υφυπουργοί αθλητισμού, δήμαρχοι και πρυτάνεις. Άλλοι υπόσχονταν, άλλοι φωτογραφίζονταν, αλλά κανείς δεν το έβαλε στα αλήθεια μπροστά. Οι φοιτητές έκαναν τα βάρη τους μόνο κουβαλώντας σημειώσεις και οι πιο αθλητικοί γύμναζαν τα νεύρα τους στις ουρές των γραμματειών. Το «Καθυστερητήριο» έγινε ανέκδοτο: «θα παίξουμε ποτέ μπάσκετ εκεί;»
Κι ύστερα ήρθε ο καθηγητής Σταμάτης Αγγελόπουλος. Ο πρύτανης που αντί να πει «έτσι τα βρήκαμε», είπε «έτσι θα τα φτιάξουμε». Μπήκε στα λαγούμια της γραφειοκρατίας, πάλεψε με πολεοδομίες, άδειες, κανονισμούς πυρασφάλειας, κι έγραψε το δικό του ρεκόρ, κατάφερε να λειτουργήσει ένα γυμναστήριο που είχε ήδη κλείσει… μια γενιά.
Σήμερα το γυμναστήριο δεν είναι πια σύμβολο εγκατάλειψης αλλά χώρος ζωντανός. Εκεί όπου ακούγεται ξανά ο ήχος της μπάλας, το τρίξιμο του παρκέ και η φωνή του προπονητή. Και για αυτό, ο πρύτανης Αγγελόπουλος αξίζει συγχαρητήρια. Γιατί απέδειξε ότι, ακόμη και στην Ελλάδα, το καθυστερητήριο μπορεί να λήξει και να μπει επιτέλους το γκολ της λογικής.
Από όλα τα πράγματα, τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από την αρχή
Θουκυδίδης
Οδηγοπληξία, Η Παράνοια των Τεσσάρων Τροχών
Στην Ελλάδα, το δίπλωμα δεν το παίρνεις σου απονέμεται, σαν μετάλλιο ανδρείας επειδή κατάφερες να μην σκοτώσεις τον εξεταστή σου. Και μετά… κυκλοφορείς ανάμεσά μας. Οι δρόμοι; Αρένες, όχι υποδομές. Όποιος πατήσει φλας θεωρείται αδύναμος. Όποιος σταματήσει σε διάβαση, υποπτεύεται ότι τον ακολουθεί το ΣΔΟΕ. Κι όποιος τηρεί το όριο ταχύτητας, σίγουρα έχει κάτι να κρύψει.
Κυριαρχούν φυλές οδηγών με εξειδικευμένα ένστικτα επιβίωσης:
Ο Άρχοντας των SUV, που παρκάρει όπου γεννήθηκε η ιδέα της αδιαφορίας.
Ο Μάγκας με το Παπί, που περνάει ανάμεσα από καθρέφτες λες και είναι φάντασμα.
Η Μαντάμ με το Mini Cooper, που οδηγεί τηλεφωνώντας, βάφεται και ακούει όπερα ταυτόχρονα.
Οδηγούμε με ένα κράμα μαγκιάς, ψευτομαγκιάς και “ξέρεις ποιος είμαι εγώ“, αγνοώντας παντελώς πως ο δρόμος δεν συγχωρεί ούτε λάθη ούτε εγωισμούς. Η τροχαία υπάρχει, αλλά λειτουργεί κυρίως ως φολκλορικό στοιχείο. Τη βλέπουμε και λέμε: “Α! Υπάρχει ακόμα!” όπως λέμε για τα DVD ή τα περιστέρια.
Αυτό που λείπει δεν είναι οι νόμοι, λείπει η συνείδηση. Λείπει η παιδεία που σου λέει ότι οδηγείς σε κοινωνία, όχι σε ράλι. Ότι το κορνάρισμα δεν είναι γλώσσα. Κι ότι το “βιάζομαι” δεν είναι άδεια για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Και οι πεζοί, οι ποδηλάτες και τα παιδιά στον δρόμο δεν έχουν τίποτα να σου προσφέρουν – εκτός από την ευκαιρία να φερθείς σαν άνθρωπος.
Η αληθινή αξία ενός ανθρώπου φαίνεται στο πώς φέρεται σε εκείνους που δεν μπορούν να του προσφέρουν τίποτα
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ
Ο Σπιτακοντούβρουτζας της Ανακύκλωσης
Στην Ελλάδα όλα έχουν μια δόση θεάτρου, αλλά εδώ μιλάμε για κανονική κωμωδία καταστάσεων, ο Σπιτακοντούβρουτζας. Έτσι βαφτίστηκε η νέα μας εθνική καινοτομία, το φαινόμενο των «σπιτιών της ανακύκλωσης» που, αντί να μαζεύουν ανακυκλώσιμα υλικά, μαζεύουν απορίες.
Φαντάζεσαι «σπιτάκι», και στο μυαλό έρχεται κάτι χαριτωμένο, μικρό και φτηνό. Όμως το συγκεκριμένο σπιτάκι πάσχει από… γιγαντομανία. Με κόστος όσο ένα διαμέρισμα με θέα Θερμαϊκό, κάθε πλαστικό μπουκάλι νιώθει βασιλιάς. Μπαίνεις να ρίξεις κουτάκι αλουμινίου και περιμένεις να σου παίξει βιολί στην είσοδο.
Ο Σπιτακοντούβρουτζας δεν είναι απλώς λέξη, είναι η διάθεση που σε πιάνει μόλις ακούς τα νούμερα. Από τη μια μιλάνε για οικολογική επένδυση, από την άλλη για υπερκοστολόγηση. Και στη μέση ο πολίτης, να αναρωτιέται αν πετάει μπουκάλι ή αν κάνει αίτηση στεγαστικού δανείου.
Η ιστορία έχει τόσες εκδοχές και τόσους αρμόδιους που μπλέχτηκαν, που στο τέλος δεν ξεχωρίζεις αν μιλάμε για σπιτάκια, για κάστρα ή για τοπογραφικό λάθος. Είναι σαν να βλέπεις ταινία όπου όλοι μιλούν σοβαρά, αλλά η υπόθεση είναι φάρσα: «Mission Impossible – Recycling Protocol».
Κι εκεί καταλήγουμε, το μόνο που ανακυκλώνεται με επιτυχία είναι η απορία μας. Και ο Σπιτακοντούβρουτζας μένει ως μνημείο της ελληνικής ικανότητας να υλοποιούμε μια απλή ιδέα και να τη μετατρέπουμε σε παγκόσμιο κουίζ.
Η σύγχυση είναι συχνά το πρώτο βήμα προς τη γνώση
Χένρι Σ. Χάσκινς, Αμερικανός χρηματιστής στη Wall Street
Το Μπουρδοθέαμα της Επικαιρότητας
Χθες ήταν ο Μαζωνάκης, σήμερα ο Μπισμπίκης αύριο ποιος; Το παγκάκι που έσπασε στο πάρκο; Ή το φανάρι που έβγαλε κόκκινο ένα δευτερόλεπτο πιο γρήγορα; Στην Ελλάδα, το «μεγάλο θέμα» της επικαιρότητας γεννιέται από το τίποτα και σερβίρεται ως… μπουρδοθέαμα.
Τα κανάλια ξέρουν τη συνταγή, κάμερες που ζουμάρουν σε άδεια πεζοδρόμια, μικρόφωνα που κρέμονται πάνω από αμήχανους γείτονες, τίτλοι με ΣΟΚ και ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ σε κεφαλαία. Και φυσικά, οι σχολιαστές, με ύφος σοβαρότερο κι από αρχαιολόγο που ξεθάβει μυστικό πάπυρο, εξηγούν γιατί «αυτό το περιστατικό» είναι συγκλονιστικό.
Το μπουρδοθέαμα έχει όλα τα υλικά, παρασκήνιο που δεν υπάρχει, δραματική μουσική υπόκρουση, εικόνες σε αργή κίνηση. Κι εμείς, οι τηλεθεατές, τρώμε το κουτόχορτο με όρεξη, λες και είναι το μενού της ημέρας. Εν τω μεταξύ, τα πραγματικά προβλήματα, ακρίβεια, φόροι, ανεργία κάνουν παρέλαση στο παρασκήνιο, χωρίς κάμερες και φώτα.
Έτσι, η χώρα έμαθε να ζει με το τίποτα, να το κάνει κεντρικό δελτίο ειδήσεων, να το παίζει σε replay και να το αναλύει μέχρι να γίνει σκόνη. Το ουσιώδες πνίγεται, το ανούσιο θριαμβεύει, και το κοινό χειροκροτεί.
Και το ερώτημα παραμένει: γιατί τρώμε κάθε μέρα αυτό το μπουρδοθέαμα; Μα γιατί μας το μαγειρεύουν λαχταριστό, με φτιασίδια και αλάτι τηλεοπτικό.
Η ατέλεια είναι ομορφιά, η τρέλα είναι ιδιοφυΐα και είναι προτιμότερο να είσαι εντελώς γελοίος παρά εντελώς βαρετός
Όπως είπε η Μέριλιν Μονρόε
Από τα Εξάρχεια στη Σορβόννη, η Επανάσταση με Google Translate
Μα είναι να μην τον αγαπάς τον Αλέξη; Ένα παιδί του λαού καλοχτενισμένο, αρυτίδωτο και πάντοτε πρόθυμο να αναστήσει το ’68, αρκεί να υπάρχει φωτογράφος παρών. Αυτή τη φορά ανέβηκε στη σκηνή της Σορβόννης, όχι για να ζητήσει ψήφο αλλά για να ξεσκονίσει τα φοιτητικά συνθήματα, μπας και ξαναβρεί λίγη από τη χαμένη επαναστατική του γοητεία. Μίλησε για τον Μάη του ’68 με ύφος «είμαι και λίγο Τσε, αλλά με διπλωματία».
Και τι μας είπε; Ότι πρέπει να αναβιώσουμε τα συνθήματα εκείνης της εποχής*. Εντάξει. Δηλαδή, αφού δεν κατάφερε να αναβιώσει την οικονομία, ας αναστήσει τουλάχιστον τα γκράφιτι. Αναρωτιέται κανείς, αλήθεια τώρα, ποιο σύνθημα εννοεί; «Η φαντασία στην εξουσία»; Ήδη το ζούμε. Μόνο που στη δική του εκδοχή, η φαντασία είναι κάπως… σουρεαλιστική.
«Να είμαστε ρεαλιστές, να απαιτούμε το αδύνατο»; Το έκανε πράξη όταν είπε «θα σκίσω τα μνημόνια» και μετά υπέγραψε ένα νέο, με καλλιγραφία. Ή μήπως «Η εξουσία γεννιέται από τις κατσαρόλες»; Ε, κι εσύ Αλέξη, με τις δικές σου “κατσαρόλες”, μας μαγείρεψες μέχρι και τη Λαγκάρντ.
Κι εκεί, στο γαλλικό πανεπιστήμιο, ανάμεσα σε βιβλιοθήκες και βαριά ονόματα, ο Αλέξης ξαναθυμήθηκε πόσο του πάει ο ρόλος του διανοούμενου. Τόσα χρόνια μετά, και το μόνο που άλλαξε είναι ότι αντί για καταλήψεις κάνει podcasts.
Το καλύτερο όμως είναι το ιδεολογικό κρεσέντο: «Η δημοκρατία απειλείται, η κοινωνία χρειάζεται επαναστατικά αντανακλαστικά». Από άνθρωπο που έδωσε το ΟΧΙ του λαού στο ΝΑΙ των αγορών, αυτό είναι σα να σου λέει ο λύκος να φυλάξει το κοπάδι, με στολή προβάτου βεβαίως. Η ειρωνεία, βλέπεις, είναι πως ο Τσίπρας ποντάρει ξανά στη νοσταλγία. Μόνο που το ρολόι του έχει κολλήσει στο 2015. Ή μάλλον στο 1968, μια εποχή που δεν έζησε, αλλά την αναπολεί όπως ένας μεσήλικας το Λύκειο: με δάκρυα, μπόλικη φαντασία και εντελώς επιλεκτική μνήμη.
Η Ιστορία επαναλαμβάνεται, πρώτα ως τραγωδία και μετά ως φάρσα
Καρλ Μαρξ